Διαβολογυναίκες, από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη

Δεν είμαι και η πιο παθιασμένη σινεφίλ που υπάρχει, αναμφίβολα.

Υπάρχουν όμως ταινίες που τις αγαπώ και τις έχω βαθιά χαραγμένες μέσα στην καρδιά μου. Είναι λίγες και καλές.

Μία από αυτές , είναι το κορυφαίο –για εμένα – film noir στον Παγκόσμιο κινηματογράφο, η ταινία του Henri-Georges Clouzot ‘’Διαβολογυναίκες’’. Μία ταινία που άφησε εποχή όχι μόνο για την αριστοτεχνική της σκηνοθεσία η οποία σου προκαλεί τρόμο αλλά και για το πιο απροσδόκητο και αναπάντεχο τέλος που έχει υπάρξει σε ταινία- για εμένα τουλάχιστον.

les diaboliques

Πρωταγωνίστριες της ταινίας ήταν η Simone Signoret και η Véra Clouzot, δύο γυναίκες οι οποίες παρά το γεγονός ότι είναι η γυναίκα και η ερωμένη του ίδιου τυραννικού άνδρα, εξαιτίας της κακομεταχείρισης και βαναυσότητας που εισπράττουν από τον ίδιο, συνδέονται με φιλική σχέση και αποφασίζουν να σχεδιάσουν τη δολοφονία του.

Μέσα από παράξενα γεγονότα, τραγικές συμπτώσεις και δύο ώρες γεμάτες αγωνία και αίσθημα τρόμου, οδηγούμαστε σε ένα συγκλονιστικό φινάλε ( δε γίνεται να το αποκαλύψω, είναι μαγικό κάποιος να δει την ταινία από την αρχή).

Η ταινία αποτελεί ένα άριστο δείγμα ταινίας τρόμου, η σκηνοθεσία ,πραγματικά , είναι ανυπέρβλητη ( είναι γνωστό πως ο Alfred Hitchcock εκθείασε την τεχνική του Clouzot και έφτασε στο σημείο ακόμα και να θέλει να μιμηθεί την τεχνική του) και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή σε όλη τη διάρκειά της.

Αυτό όμως που με κάνει να την κατατάσσω στις σπουδαιότερες ταινίες όλων των εποχών, δεν είναι μόνη η άψογη σκηνοθεσία και σενάριο, αλλά τα ηθικά διλήμματα που υποβάλλει στον ίδιο το θεατή και ο τρόπος με τον οποίο καταπιάνεται με τα θέματα αυτά.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η μία εκ των πρωταγωνιστριών, η σύζυγος, ήταν  υπερβολικά θρησκόληπτη και πίστευε στην έννοια της αμαρτίας, με αποτέλεσμα  να οδηγείται στη μαστίγωση του εαυτού  της για τη διάπραξη της αμαρτίας του φόνου.les diaboliques2

Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας η σύζυγος δε σταματάει να διερωτάται αν συνεχίζει να έχει την εύνοια του Θεού, παρά την αμαρτωλότητά της. Αυτό μας δίνει το έναυσμα να καταπιαστούμε με τη θεώρηση της αμαρτίας ως μία φιλοσοφική έννοια αλλά και να δούμε πώς η ίδια διαταράσσει τη σχέση του ανθρώπου με το Θεό.

Ο άνδρας και ιδιοκτήτης του σχολείου, εμφανίζεται ως κακότροπος και σαδιστής , ο οποίος αντλεί ηδονή από την πρόκληση κακού και την υποτίμηση της αξίας και των δύο γυναικών. Οι δύο γυναίκες δικαιώνονται σε ένα βαθμό στα μάτια του θεατή για τη διάπραξη του φόνου, αλλά εξακολουθούν να τις κατακρίνουν τη διάπραξη ενός εγκλήματος.

Η γυναίκα ερωμένη διαδραματίζει έναν ρόλο εξαιρετικά αμφίσημο και σημαντικό: είναι ταυτόχρονα και η γυναίκα που διαπράττει την αμαρτία της μοιχείας, αλλά βοηθάει τη γυναίκα σύζυγο να λυτρωθεί από την κακομεταχείριση. Ταυτόχρονα είναι και η γυναίκα που εισπράττει την ίδια βίαιη συμπεριφορά από τον άντρα, άρα κερδίζει και λίγο την εύνοια στα μάτια του θεατή. Πώς λοιπόν, το καλό και το κακό ισορροπούν μέσα μας;

Ένα σπουδαίο ηθικό δίλημμα που διερωτάται η ταινία σε όλη τη διάρκειά της είναι ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει και κάθε άνθρωπο προσωπικά, αλλά ακόμα και κράτη ολόκληρα: η θανάτωση ενός ανθρώπου, όσο ανήθικος και κακός αν είναι, είναι τελικά μία πράξη δικαιολογημένη ή παραμένει ηθικά μεμπτή; Φυσικά και δε θα απαντήσω στο ερώτημα αυτό, διότι ο θεατής οφείλει να δει την ταινία μόνος και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Το φινάλε της ταινίας είναι από τα πιο αριστουργηματικά και απρόβλεπτα που έχουν υπάρξει ποτέ σε ταινία, αφήνει ακόμα και τον πιο υποψιασμένο θεατή άφωνο και είναι ,ουσιαστικά, η κορύφωση ενός εν δυνάμει αριστουργήματος.

Προτρέπω φίλους αναγνώστες να τη δουν και είμαι σίγουρη ότι θα αποκτήσουν την ίδια άποψη με τη δική μου – θα την ξεχωρίσουν από πολλές ταινίες και θα την αγαπήσουν!

 

Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη

Thessaloniki Arts and Culture