Και τι κερδίζει η λογική μέσα σ’ένα τέτοιο κόσμο;

“Μα εμείς είμαστε διαφορετικοί” μου λέει η φίλη μου και κλείνει το τηλέφωνο. 

Και τι κερδίζουμε (;), αναρωτήθηκα εγώ, από μέσα μου, σε μια αστραπιαία σκέψη.

Η φίλη μου με γνωρίζει καλά, από το σχολείο ακόμη αυτά συζητούσαμε. Επειτα επέστρεφα πάντοτε σε εκείνη για να πάρω την συμβουλή της, είτε με την γυναικεία ματιά της πάνω στα δικά μου προσωπικά, είτε για ν’ακούσω με ανακούφιση στο τέλος εκείνο το “εμείς είμαστε διαφορετικοί”. Ωραία, και τι κερδίζουμε; Επιμένω.

Η ζωή πια κοντεύει να πιάσει εκείνο τον ικανό αριθμό χρόνων που κάνει του ανθρώπους να τους αποκαλούν μεγάλους ή σιτεμένους ή ώριμους. Τέλος πάντων, μπορεί να απέχει λίγο ακόμη αυτή η φάση από το παρόν αλλά όχι και πολύ. Κοιτάζοντας πίσω ένας ολόκληρος στρατός στιγμών ακολουθεί. Στιγμές πεθαμένες με όψη ολοζώντανη. Είναι δύσκολο πράγμα να τις κουμαντάρεις αυτές, βρίσκονται συχνά σε απόσταση αναπνοής και μερικές φορές ξεπετάγονται κιόλας μπροστά σου. Όμορφα καλοκαιρινά βράδια, κορίτισα που αγάπησες και βγήκαν σκάρτα ή βγήκες σκάρτος εσύ, δύσκολες και όμορφες ημέρες, λιακάδες και απώλειες, κατακτήσεις, αποτυχίες, μοναξιά, πολυκοσμία, κούραση. Όλα μαζί και σε αφθονία.

Ποιος είναι εκείνος που είπε πως το μυαλό μας είναι υπολογιστής; Εκανε λάθος, προφανώς. Οι υπολογιστές εκτός από άψυχα όντα, δεν διαθέτουν την ίδια πολυπλοκότητα. Εμφανίστηκαν στον γνωστό κόσμο για να διευκολύνουν την κατάσταση, όχι να την δυσκολέψουν, όπως συνήθως λατρεύει να κάνει ένα μυαλό. Ένα οποιοδήποτε μυαλό, μα κυριώς όλα τα διαφορετικά, τα δουλεμένα, τα εκπαιδευμένα για σύνθετες συναρτήσεις.

Και τι κερδίζουμε λοιπόν φίλη μου; Συχνά αναρωτιέμαι εσχάτως. Τι μπορεί να κερδίζουμε που φροντίσαμε για μια ολόκληρη ζωή μέχρι σήμερα να συμπεριφερόμαστε στο σύμπαν με τον ορθό τρόπο; Που πήγε τόση καλοσύνη, τόση λογική; Δεν είναι κρίμα να αγνοείται; Και γιατί ενώ απ’την εφηβεία μας ακόμη είπαμε θα προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο, έφθασε η ώρα που κόσμος δείχνει να αλλάζει εμάς; Γιατί μας αλλάζει και καλό είναι να το αποδεχθούμε. Βυθιστήκαμε μέσα του, μας ρούφηξε, πήρε όλη μας την ενέργεια, όπως κάνει με τόσους άλλους και θα συνεχίζει εις τον αιώνα να κάνει.

“Μα εμείς είμαστε διαφορετικοί” γιατί έτσι. Γιατί το λέμε εμείς. Γιατί όταν συζητάμε μαζί και παρέα με ελάχιστους ακόμη καταλαβαινόμαστε. Τα όνειρα έτσι έχουν κάποια αξία, πιάνουν τόπο. Αλλά και πάλι το λέμε μόνο εμείς. Πέρα από το εμείς τι έχει γίνει; Κόλαση; Η παράδεισος; Δεν καταφέρνω να βρω την απάντηση και πιστεψέ με την ψάχνω με αγωνία.

Μέχρι τότε όμως επιτρεψέ μου να σου πω ότι δεν είμαστε καθόλου διαφορετικοί. Στην πραγματικότητα είμαστε απλώς τυχεροί που έχουμε τα εφόδια και μπορούμε να εκφράσουμε την αγωνία μας. Αυτή η αγωνία είναι που σκοτώνει τον κόσμο. Τα αναπάντητα ερωτήματα που βασανίζουν τα μυαλά. Όσο λιγότερο εκπαιδευμένα είναι να την αντέχουν, τόσο καλύτερα ίσως, όσο και χειρότερα.

Ερχονται οι άνθρωποι στον κόσμο ετούτο και δεν έχουν ιδέα τι να κάνουν με τις ζωές τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μαθαίνουν παρά μόνο όταν είναι αργά. Εντελώς αργά. Μακάρι να είμαστε από εκείνους που θα μπορέσουν να εκτιμήσουν, σύντομα, το μεγαλείο του να ξυπνάς το πρωί και να βλέπεις τον ήλιο ή τη βροχή, και τότε ναι, φίλη μου, θα μπορώ με βεβαιότητα να δηλώσω κι εγώ πως “είμαστε διαφορετικοί”.

Σ.Ν.