Κώστας Μιχόπουλος: Οι αναμνήσεις μου από το Ξυλόκαστρο.. (Μέρος 2ο)

Σε λίγες μέρες η ηπειρωτική Ελλάδα καταλήφθηκε και κατακλύστηκε από Γερμανούς και Ιταλούς. Εγκατέστησαν Κυβέρνηση Ελλήνων ανδρεικέλων της αρεσκείας τους και άρχισε η Κατοχή που έληξε το Φθινόπωρο του 44. Αργότερα έπεσε και η σχεδόν άοπλη Κρήτη, κατόπιν της μοναδικής στον πόλεμο αυτοτελούς επιχείρησης αλεξιπτωτιστών. Οι ελλείψεις βασικών αγαθών φάνηκαν αμέσως, γιατί οι στρατοί κατοχής έπρεπε να διατρέφονται από τους πόρους της κατακτημένης χώρας και επί πλέον οι Γερμανοί αδίστακτα μας πήραν το μεγαλύτερο μέρος από την αγροτική και βιομηχανική παραγωγή και όλα τα χρηματοοικονομικά μέσα με το περίφημο Αναγκαστικό και αγύριστο μέχρι σήμερα Δάνειο. Ετσι το Χειμώνα του 41-42 λιμοκτόνησε η Ελλάδα, όχι τόσο τα χωριά αλλά η Αθήνα, όπου πέθαναν χιλιάδες από τη πείνα και την αβιταμίνωση και κάθε μέρα τους μαζεύανε τα κάρα και τους έθαβαν όπως όπως.-

Οι Αθηναίοι σε απόγνωση ξεχύθηκαν στην επαρχία να βρουν κάτι να φάνε και ξεπουλούσαν για ένα καρβέλι ψωμί ό,τι πολύτιμο είχαν. Θυμάμαι που τους έλεγαν «μαυραγορίτες», αλλά ο χαρακτηρισμός ήταν εντελώς άδικος. Δεν έκαναν μαύρη αγορά, προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Ο κόσμος εδώ γενικά τους βοήθησε, όμως δεν έλειψαν και εκείνοι που επωφελήθηκαν από τη συμφορά τους και τους πήραν πολύτιμα πράγματα «αντί πινακίου φακής» ή ανάγκασαν τις γυναίκες να πληρώσουν «σε είδος», προσφέροντας ειδικές υπηρεσίες.-

Η περιοχή του Ξυλοκάστρου στην αρχή παραχωρήθηκε στους Ιταλούς, οι οποίοι σαν κατακτητές φέρθηκαν πολύ καλά. Είσαν φιλικοί και μας έδιναν φαγητό στα παιδιά από τα περισσεύματα της διατροφής τους και δεν πείραξαν τίποτα από τα πενιχρά εφόδια των κατοίκων. Τότε φάνηκε ότι απρόθυμα πολέμησαν τους Ελληνες. Θυμάμαι τους διαλόγους τους με τον πατέρα μου, που του έλεγαν: — Τι θέλουμε εμείς εδώ σινιόρ Σωτήριο; Πολλοί ήσαν και ευλαβείς και, αγνοώντας τον Καθολικισμό τους, γονάτιζαν στον Αγιο Βλάση και προσεύχονταν. Δεν διέπραξαν εδώ αγριότητες. Αρκετοί βέβαια με το μεσογειακό τεμπεραμέντο τους έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις «σινιορίνες», τα κορίτσια, αλλά οι λίγες που ανταποκρίθηκαν το έκαναν με τη θέλησή τους. Ακόμη και μια καραβάνα φαϊ ή μιά «πανιότα» άξιζε τότε πάρα πολύ! Γνωρίσαμε πολλά εξαιρετικά παιδιά. Ενας μάλιστα Ιταλός φαντάρος μας τράβηξε μια φωτογραφία με τον αδερφό μου Τάκη, που τη ψηφιοποίησε ο Κ. Κορκάρης και την έκαμε έγχρωμη. Εκεί να δείτε τα χάλια μας και τα τρύπια παπούτσια μας! Είναι κειμήλιο και αν βρω φίλο που ξέρει θα σας την κοινοποιήσω. Οταν έφευγαν ανταλλάξαμε τις διευθύνσεις μας για να αλληλογραφήσουμε μετά τον πόλεμο. Δυστυχώς μόνο ένας έγραψε! Τους άλλους μάλλον τους σκότωσαν οι Γερμανοί στην Κεφαλονιά ή τους φούνταραν στον Ισθμό της Κορίνθου, όταν διασπάστηκε ο Αξονας Γερμανίας-Ιταλίας. Πολύ λυπηρό!! Για τους λόγους αυτούς εδώ και χρόνια έχω τη γνώμη ότι η εορτή της 28ης Οκτωβρίου πρέπει να μετριαστεί ή να καταργηθεί. Δε μ΄αρέσει ν΄ακούω να ειρωνευόμαστε και να υποτιμούμε τον αδελφικό αυτό λαό σαν μακαρονάδες και δειλούς. Η 25 Μαρτίου σαν εθνική γιορτή είναι ασύγκριτη και αρκεί.-

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ: Όταν τους Ιταλούς αντικατέστησαν οι Γερμανοί τα πράγματα άλλαξαν. Τρόμος βασίλεψε παντού και η ανθρώπινη ζωή δεν άξιζε πια μια δεκάρα. Μαζικές εκτελέσεις εμπρησμοί χωριών, βασανιστήρια και φανερή περιφρόνηση του ντόπιου λαού. Είχε βέβαια αρχίσει ν΄αναπτύσσεται το αντιστασιακό κίνημα και τα αντίποινα για κάποια μικροσαμποτάζ ή μικροσυγκρούσεις ήσαν σκληρότατα. Τα χωριά υπέφεραν πιο πολύ. Πράγματι εδώ στο Ξυλόκαστρο στάθμευαν μεγάλες μονάδες και η κατάσταση ήταν σταθερή. Στα χωριά όμως που δεν υπήρχαν μόνιμα Γερμανοί κυριαρχούσαν τ΄ αντάρτικα σώματα. Οι Γερμανοί όμως έκαναν συχνές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην ύπαιθρο. Τότε, με τη βοήθεια ελάχιστων καταδοτών που δυστυχώς δεν έλειψαν, έπαιρναν αληθινές ή ψεύτικες πληροφορίες ποιός συνεργαζόταν με το αντάρτικο. Η τύχη όσων έτσι έπιαναν ήταν δυσοίωνη. Μάλλον τους περίμενε το απόσπασμα.

Όταν έφευγαν οι Γερμανοί ξαναγύριζαν οι αντάρτες και με αληθινές ή ψεύτικες καταγγελίες ότι κάποιοι βοήθησαν τους Γερμανούς, άρχιζε νέος κύκλος ξυλοδαρμών και εκτελέσεων! Ο λαός των χωριών ήταν «σαν τ΄αυγό στα δυό λιθάρια». Δυστυχώς τον έλεγχο του αρχικού γνήσιου Απελευθερωτικού Μετώπου, που είχε τη στήριξη του κόσμου, σύντομα πήραν άτομα εγκληματικά και της εσχάτης υποστάθμης, χωρίς κατανόηση ή εθνικούς στόχους, αλλά για να βγάλουν τ΄αποθημένα τους. Ετσι περιέπεσε σε ανυποληψία.-

Εμείς τα παιδιά εκείνης της εποχής ζήσαμε στιγμές απίστευτης σκληρότητας. Εγώ πχ παρά την αυστηρή απαγόρευση του πατέρα μου, παρακολούθησα τους απαγχονισμούς των Μαγουλά και Θάνου από τους Γερμανούς, που έγιναν σε αγχόνη που είχε στηθεί εκεί που είναι τώρα το κατάστημα ηλεκτρικών των αδελφών Γ. Σακελλαρίου. Η εκτέλεση ήταν, όπως σήμερα στη Σαουδική Αραβία, δημόσια και ο κόσμος είχε κληθεί να παρευρίσκεται. Σε απόσταση 30 μέτρων από εκεί, στο ισόγειο του σπιτιού του Γεννάτου, που τώρα είναι μανάβικο, είχαν σε πρόχειρη φυλακή καμιά τριανταριά κρατούμενους, που τους ανέβαζαν στο ανώγειο για ανάκριση. Μια μέρα λοιπόν, μάλλον το Καλοκαίρι του 44, ένας κρατούμενος δραπέτευσε και τρέχοντας έφτασε μέχρι το σημερινό φαρμακείο Βουρνάζου-Καπετάνιου. Αν έστριβε στη γωνία θα γλύτωνε, αλλά δυστυχώς πρόλαβε και τον πυροβόλησε ο σκοπός και τον είδα με τα μάτια μου να πέφτει νεκρός, γιατί βρισκόμουνα μπροστά στην πόρτα του σημερινού γραφείου του συνάδελφου Δικηγόρου Βασ. Παπαδημητρίου. Οι κρεμασμένοι έμειναν εκεί από τρείς μέρες και εμείς πηγαίνοντας στο σχολείο τους βλέπαμε να κουνιούνται σαν κούκλες στο φύσημα του αέρα. Άλλη μια φορά, μόλις έφυγαν οι Γερμανοί, πηγαίνοντας πρωί πρωί με το άλογο στο κτήμα μας, είδα πρώτος ένα σφαγμένο άνδρα πεταμένο στο Καμαρέϊκο αυλάκι 100 μέτρα πιο κάτω από την εκκλησία του Αγ. Γερασίμου. Ηταν λένε εδώ συνεργάτης των Γερμανών και όταν έφυγαν του έδωσαν ένα πιστόλι να προστατέψει όπως νόμιζε τον εαυτό του. Αλλ΄αυτό δεν ήταν αρκετό να φτάσει μέχρι τον Αγιο Γεράσιμο!! Τι να πούμε; Ο Θεός να μην αφήσει να γυρίσουν τέτοιες μέρες!

(Συνεχίζεται…)