Πώς οι χειρότεροι άνθρωποι ανέρχονται στην εξουσία

Στο δέκατο κεφάλαιο του Δρόμου προς τη δουλεία με τίτλο “Γιατί οι χειρότεροι φτάνουν στην κορυφή”, ο Hayek συνεχίζει να μας προειδοποιεί για τους κινδύνους των σχεδιασμένων οικονομικών, αλλά με κάπως διαφορετική προσέγγιση απ’ ό,τι στα προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου. Σ’ αυτό το νέο πεδίο, βλέπουμε ότι ο Hayek όχι μόνο εντοπίζει οικονομικά προβλήματα, αλλά και εξετάζει και την ίδια φύση της εξουσίας. Συγκεκριμένα, εξετάζει το πώς οι ολοκληρωτιστές καταφέρνουν να ανέρχονται στην εξουσία και να υποβάλλουν ολόκληρους πληθυσμού στον απόλυτο δεσποτισμό.

Το συναρπαστικό στις προειδοποιήσεις που διατυπώνει ο Hayek σ’ αυτό το κεφάλαιο είναι το γεγονός ότι αυτές γράφτηκαν σε μια εποχή που ο κόσμος προσπαθούσε απεγνωσμένα να καταλάβει τι ακριβώς είχε μόλις συμβεί στη Γερμανία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Hitler και το Τρίτο Ράιχ ήταν πολύ πρόσφατα στη συνείδηση ολόκληρης της ανθρωπότητας, γεγονός που έκανε τις προειδοποιήσεις του Hayek εξαιρετικά επίκαιρες.

Ο κόσμος ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει ποτέ ξανά αυτό το κακό να μπολιάσει τον ανθρώπινο πολιτισμό, όμως όπως προειδοποιούσε ο Hayek, αυτό δεν προϋποθέτει απλώς να διασφαλίσουμε ότι στα δημόσια αξιώματα θα εκλέγονται “καλοί” άνθρωποι, αλλά ότι ο ολοκληρωτισμός θα απορρίπτεται σε όλα τα πεδία – το πολιτικό, το κοινωνικό και οποιοδήποτε άλλο μπορούμε να φανταστούμε.

Τρεις λόγοι

Οι πιο διαβόητοι δικτάτορες της Ιστορίας δεν ανήλθαν στην εξουσία τυχαία. Και σ’ αυτό το κεφάλαιο του βιβλίου του, ο Hayek εξηγεί γιατί οι χειρότεροι άνθρωποι καταλήγουν να κατέχουν την πολιτική εξουσία και γιατί, για να παραφράσουμε τον Λόρδο Άκτον, η απόλυτη εξουσία πάντα διαφθείρει απόλυτα.

Ο Hayek εξηγεί: “Υπάρχουν τρεις βασικοί λόγοι που μια τέτοια πολυάριθμη και ισχυρή ομάδα με σχετικά ομοιογενείς απόψεις δεν θα έχει ως μέλη της τα καλύτερα, αλλά αντίθετα τα χειρότερα στοιχεία της εκάστοτε κοινωνίας. Με τα δικά μας κριτήρια, οι αρχές βάσει των οποίων θα σχηματιστεί αυτή η ομάδα είναι σχεδόν ολοκληρωτικά αρνητικές”

Ως προς τον πρώτο λόγο, επισημαίνει: “Εν πρώτοις είναι μάλλον αλήθεια ότι κατά κανόνα όσο ανώτερη εκπαίδευση και νοημοσύνη έχουν τα άτομα, τόσο περισσότερο διαφοροποιούνται οι απόψεις και οι προτιμήσεις τους και τόσο λιγότερο πιθανό είναι να συμφωνήσουν ως προς μια συγκεκριμένη ιεραρχία αξιών. Εξ αυτού προκύπτει πως, αν θέλουμε να βρούμε έναν υψηλό βαθμό ομοιογένειας και ομοιομορφίας τις απόψεις, θα πρέπει να κατέλθουμε στις περιοχές του χαμηλότερου κοινωνικού και διανοητικού επιπέδου όπου επικρατούν τα πιο πρωτόγονα και ‘κοινά’ ένστικτα και οι προτιμήσεις”

Και αυτό ακριβώς συνέβη στη Γερμανία πριν την άνοδο του Τρίτου Ράιχ.

Ο Hayek συνεχίζει: “Είναι σαν ο χαμηλότερος κοινός παρονομαστής να ενώνει το μεγαλύτερο αριθμό των ανθρώπων”.

Αφού η γερμανική οικονομία αποδεκατίστηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα οικονομικά δεινά ήταν ο δεσμός που ένωσε όλους τους Γερμανούς. Μπορεί να μην είχαν κάτι άλλο κοινό πέρα από αυτό το στοιχείο, αλλά αυτό είχε αρκετή σημασία ώστε να επηρεάσει την καθημερινή ζωή όλων των Γερμανών.

Πέρα από τις οικονομικές δυσκολίες που έφερε ο υπερπληθωρισμός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο “volk” είχε ακόμη ένα κοινό στοιχείο: Ήταν όλοι Γερμανοί. Και από αυτό παρήχθη μια προπαγανδιστική εκστρατεία που κεφαλαιοποιούσε αυτές τις λίγες ομοιότητες προκειμένου να ενώσει τον γερμανικό λαό σε έναν σκοπό: το Τρίτο Ράιχ.

Εξετάζοντας τον δεύτερο λόγο του, ο Hayek υπογραμμίζει: “Εδώ έρχεται η δεύτερη αρνητική αρχή επιλογής: ο ηγέτης θα μπορέσει να κερδίσει την υποστήριξη όλων των εύπιστων και αφελών που δεν έχουν δικές τους ισχυρές πεποιθήσεις αλλά είναι έτοιμοι να αποδεχθούν ένα έτοιμο σύστημα αξιών αρκεί να αυτό να τρυπήσει τα αυτιά τους με αρκετή δύναμη και συχνότητα. Αυτοί που οι αόριστες και ατελώς διαμορφωμένες ιδέες τους εύκολα επηρεάζονται και που τα πάθη και τα συναισθήματά τους εύκολα εγείρονται θα γεμίσουν το ολοκληρωτικό κόμμα”.

Ο γερμανικός λαός είχε εξαντληθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως και ο υπόλοιπος πλανήτης, η γερμανική οικονομία είχε ήδη δεχθεί τα δημοσιονομικά πλήγματα που συνεπάγονται τα κόστη ενός μακρόχρονου πολέμου. Οι Γερμανοί ήθελαν ευημερία και θα την έπαιρναν με όποιο τρόπο τους προσφερόταν αρκεί να σημαίνει μια εγγύηση ότι θα έχουν φαγητό στο τραπέζι τους.

Από την άλλη, μόλις είχαν βγει από έναν πόλεμο. Γυναίκες είχαν μείνει χήρες, άνδρες είχαν χάση τα μέλη τους και το ηθικό βρισκόταν σε ιστορικό χαμηλό καθώς ολόκληρος ο πλανήτης έδειχνε με το δάχτυλο τη Γερμανία.

Όταν ο Joseph Goebbels ανέλαβε το έργο να χειραγωγήσει τον γερμανικό λαό όχι μόνο στην υποταγή αλλά και στον πλήρη φανατισμό, ήξερε ακριβώς τι να κάνει: να ενώσει τον λαό σε έναν κοινό σκοπό και να τους κατευθύνει προς ένα επιθυμητό τέλος. Ήξερε επίσης ότι μια καλή προπαγανδιστική εκστρατεία χρειάζεται την επανάληψη κάποιων συνθημάτων και ρητορικής ξανά και ξανά μέχρι αυτά να γίνουν δεύτερη φύση των ανθρώπων, όπως εξηγεί παραπάνω ο Hayek.

Ο Hitler και οι οπαδοί του, χρησιμοποιώντας μια πανέξυπνη προπαγανδιστική εκστρατεία που εκμεταλλευόταν τα συναισθήματα όλων των Γερμανών στο κλίμα του απόηχου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατάφεραν να εξαπατήσουν ένα ολόκληρο έθνος.

Το πραγματικό όμως διαβολικά ευφυές στοιχείο της προπαγανδιστικής εκστρατείας του Τρίτου Ράιχ ήταν η χρήση ενός κοινού εχθρού που ολόκληρος ο πληθυσμός μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο. Αυτό μας φέρνει στον τρίτο λόγο του Hayek που οι χειρότεροι φτάνουν στην κορυφή:

“Εδώ εισέρχεται το τρίτο και ίσως σημαντικότερο αρνητικό στοιχείο της επιλογής. Φαίνεται να είναι σχεδόν νόμος της ανθρώπινης φύσης πως είναι ευκολότερο οι άνθρωποι να συμφωνήσουν σε ένα αρνητικό πρόγραμμα – στο μίσος έναντι ενός εχθρού, στον φθόνο έναντι όσων βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση – απ’ ό,τι σε ένα θετικό έργο. Η διάκριση ανάμεσα στο ‘εμείς’ και το ‘αυτοί’, ο από κοινού αγώνας εναντίον όσων βρίσκονται εκτός της ομάδας, φαίνεται πως είναι ένα απαραίτητο συστατικό κάθε πίστης που συνδέει άρρηκτα μια ομάδα στην κατεύθυνση της κοινής δράσης. Συνεπώς, αυτό χρησιμοποιείται πάντα από όσους επιδιώκουν όχι απλώς την υποστήριξη μιας πολιτικής, αλλά την απροϋπόθετη πίστη τεράστιων μαζών ανθρώπων”.

Οι Γερμανοί ήταν θυμωμένοι και κουρασμένοι με την κατάστασή τους. Το να ρίξουν το φταίξιμο στα κράτη που υποχρέωσαν τη χώρα τους να καταβάλει αποζημιώσεις δεν επαρκούσε καθώς εκείνη την εποχή η Γερμανία δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει πολλά πράγματα γι’ αυτό. Αντί γι’ αυτό, ο εχθρός έγινε οποιοσδήποτε διέφερε από όλους τους υπολοίπους.

Μην παραδίδετε τη δύναμή σας

Ενώ το μίσος του Hitler για τον εβραϊκό πληθυσμό είναι γνωστό, δεν ήταν μόνο οι Εβραίοι στη λίστα του. Οποιοσδήποτε δεν είχε γερμανικό αίμα να κυλά στις φλέβες του θεωρούταν απειλή έναντι της πατρίδας και έπρεπε να εξολοθρευτεί.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θα διαμαρτύρονταν ότι έτσι θα γίνονταν συνένοχοι της καταδίκης ολόκληρων τμημάτων του πληθυσμού σε θάνατο, αλλά το σημαντικό ως προς τη Γερμανία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ότι οι περισσότεροι Γερμανοί δεν κατανοούσαν το μέγεθος της κατάστασης.

Είχαν παραδώσει την εξουσία γιατί ζητούσαν απεγνωσμένα την αλλαγή. Αλλά παραιτούμενοι από αυτή την εξουσία, επέτρεψαν να συμβούν απίστευτες φρικαλεότητες χωρίς όριο. Όπως επισημαίνει ο Hayek “υπάρχει μια ολοένα και μεγαλύτερη τάση μεταξύ των σύγχρονων ανθρώπων να θεωρούν τους εαυτούς τους ηθικούς επειδή έχουν αναθέσει τα ελαττώματά τους σε ολοένα και μεγαλύτερες ομάδες”.

Αυτό ακριβώς αγγίζει τον πυρήνα του γιατί όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι επικίνδυνα. Αν τα άτομα παραδώσουν όλη την εξουσία τους σε κάποια αρχή, πλέον δεν υφίστανται έλεγχοι της εξουσίας. Ό,τι μπορεί να γίνει θα γίνει,  και οι άνθρωποι, δια της δικής τους βούλησης, θα έχουν επιτρέψει αυτό να συμβεί γιατί θεώρησαν τους σκοπούς τους σημαντικότερους από οτιδήποτε άλλο.

Όπως τονίζει ο Hayek: “Αυτό είναι ακόμη περισσότερο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους, οι κολλεκτιβιστές πρέπει να δημιουργήσουν εξουσία – εξουσία επί των ανθρώπων που θα ασκούν άλλοι άνθρωποι – ενός πρωτόγνωρου μεγέθους, και ότι η εξουσία τους θα εξαρτάται από την έκταση στην οποία θα αποκτήσουν μια τέτοια εξουσία. Το ανταγωνιστικό σύστημα είναι το μόνο που έχει σχεδιαστεί για να ελαχιστοποιεί μέσω της αποκέντρωσης την εξουσία που ασκούν άνθρωποι επί άλλων ανθρώπων”.

Λίγοι πολιτικοί έχουν ποτέ εκλεγεί βάσει μιας πλατφόρμας κτηνώδους βίας επικών διαστάσεων. Αν ο γερμανικός λαός γνώριζε ποια θα ήταν τα τελικά αποτελέσματα του Τρίτου Ράιχ, αμφιβάλλω ότι η πλειονότητα θα είχε συναινέσει. Είναι όμως πάντα ευκολότερο να διατυπώνονται τέτοιοι ισχυρισμοί εκ των υστέρων.

Πώς λοιπόν μπορούμε ως άτομα να διασφαλίσουμε ότι δεν θα επιτρέψουμε κάτι τέτοιο να συμβεί ξανά; Πώς θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα μπούμε στον πειρασμό λόγω της οικονομικής αβαβαιότητας ή των ξένων απειλών; Η απάντηση είναι η διαρκής επιφυλακή.

Πρέπει να δυσπιστούμε έναντι του οποιουδήποτε πολιτικού που ζητά από τις μάζες να του παραδώσουν την εξουσία τους, και όταν βρισκόμαστε ενώπιον μιας τέτοιας απόφασης, να θυμόμαστε το πιστεύω που τόσο συχνά συσχετίζεται με τον σπουδαίο Λούντβιχ φον Μίζες “Tu ne cede malis se contra audentior ito” – να μην υποκύπτουμε στο κακό, αλλά να προχωρούμε με ακόμη μεγαλύτερο θάρρος εναντίον του.

_______________________

 ~ Η Brittany Hunter είναι βοηθός συντάκτρια στο FEE. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και συνταγματικές σπουδές στο Utah Valley University.  Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 13 Νοεμβρίου 2017 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη  συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

   Πηγή: http://liberal.gr