Σύντομη νυχτερινή ιστορία πάνω απ’την πόλη..

Κάθισε στο τραπεζάκι που είχε σε εκείνη τη στενή και άχαρη βεράντα και κοιτούσε ίσα μπροστά στο μεγάλο κλουβί με τα δύο παπαγαλάκια του.

“Τουλούζ, για πες μου ρε φίλε πως κύλησε η ημέρα σου;” Ο Τουλούζ ήταν το ένα από τα δύο πτηνά που είχε αγοράσει γύρω στα δύο χρόνια τώρα και του έκαναν παρέα. Έπειτα παύση. Άνοιξε μια μπύρα και ήπιε τη μισή με μια ρουφηξιά, με μια έκφραση τεράστιας δίψας.

Στη συνέχεια βάλθηκε να αφήνει την ώρα να περνάει καπνίζοντας και κοιτώντας ευθεία στο κλουβί. Κάπνιζε και πάλι από την αρχή. Μπύρα δεν ήπιε γουλιά επιπλέον.

Έπειτα από αρκετή ώρα που δεν σκέφτονταν τίποτα, παρά μόνο κοιτούσε και κάπνιζε, αναρωτήθηκε μέσα του πως θα ήταν να άνοιγε την πόρτα από το κλουβί των δύο παπαγάλων. Πως θα αντιδρούσαν; Θα πετούσαν μακριά; Κι αν ναι, θα τα κατάφερναν εκεί στους ουρανούς της “ζούγκλας” όπου ζούσε; Εδώ καλά καλά δεν τα κατάφερνε ο ίδιος που πατούσε γη σε ετούτη την πόλη, θα τα κατάφερναν δύο φθηνά πουλιά του εμπορίου που αγόρασε κάποτε για να του κάνουν παρέα;

Ο Ορέστης είχε φθάσει πια τα 35. Δεν του φαίνονταν γιατί θα έλεγε κανείς πως ακόμη ήταν τριαντάρης. Ήταν επιτυχημένος για την ηλικία του. Είχε μια καλή δουλειά, καλά ρούχα, σπίτι για να μένει και μια μικρή βεράντα, καθώς και ένα ζευγάρι παπαγαλάκια, στο κλουβί τους. Τις λίγες ώρες που του έμεναν ελεύθερες δεν είχε άλλο παρά να συζητάει μαζί τους. Σιχαίνονταν εκείνη την πόλη και με τα χρόνια οι παρέες λιγοστέψανε, όλο και περισσότερο. Ήταν όμως ένα καλό σπίτι, είχε αρκετά χρήματα για να πληρώνει την καλωδιακή τηλεόραση και μεγάλο υπολογιστή για να συνδέεται με τον κόσμο.

Αφού το πακέτο με τα τσιγάρα είχε φθάσει σχεδόν στη μέση, ρούφηξε και την υπόλοιπη μπύρα από το μπουκάλι και σηκώθηκε να ξεπιαστεί. Με μια μηχανική κίνηση και χωρίς να κατανοήσει τι τον ωθούσε σε αυτή, άνοιξε την πόρτα από το κλουβί των παπαγάλων, έπιασε τον Τουλούζ, τον κράτησε για λίγο στα χέρια του, του χαϊδεψε απαλά το κεφάλι και τον πέταξε μακριά στον αέρα από τον 3ο όροφο. Ο Τουλούζ αρχικά έμοιαζε να τα έχει χαμένα, τα πρώτα δευτερόλεπτα της “απόπειρας” εναντίον του, από το μέχρι εκείνη τη στιγμή “αφεντικό” του. Έπειτα, όμως, ξεκίνησε να πετά και σύντομα έκανε κύκλους ανάμεσα στα κοντινά μπαλκόνια της πόλης. Όλα αυτά κράτησαν μερικά δευτερόλεπτα και στο τέλος τον είδε από μακριά, παρότι ήταν νύχτα, να αράζει στο κάγκελο του απέναντι ρετιρε. Την ίδια διαδρομή ακολούθησε λίγο αργότερα και η “Μαρί”.

Στα 35 του ο Ορέστης ήταν μάλλον απογοητευμένος από τους ανθρώπους και την κοινωνία. Είχε πίσω του μια σειρά από αποτυχημένες σχέσεις, ερωτικές ή φιλικές, όπως είχε και μια μεγάλη θλίψη από εκείνη που έχουμε όλοι στις ημέρες μας. Μάλλον αυτή είχε να κάνει με το μεγάλο σπίτι, τα καλά ρούχα, το καλό φαγητό, το γρήγορο αμάξι, το στενό μπαλκόνι με το κλουβί, και με τις ειδήσεις από ένα κόσμο που πήγαινε κατά διαόλου κάθε ημέρα, όλο και περισσότερο. Αυτή η πόλη του είχε γίνει ανυπόφορη.

Ο “Τουλούζ” και η “Μαρί” στέκονταν και πάλι μπροστά του, αυτή τη φορά όχι μέσα στο κλουβί αλλά στο κάγκελο του απέναντι ρετιρε. Κοιτούσαν τον Ορέστη και τα κοιτούσε κι εκείνος, ήταν τα αγαπημένα του πουλάκια που είχε αγοράσει πολύ φθηνά σε ένα pet shop παρακάτω πριν κάποιο καιρό. Έδειχαν έξω από τα νερά τους, θα έλεγε κανείς πως τα μάτια τους ήσαν υγρά και συγκινημένα. Θα έλεγε κανείς πως αν ο Ορέστης τα φώναζε, θα γυρνούσαν πίσω για να κλειστούν πάλι στο κλουβί τους, σε εκείνη τη μικρή βεράντα.

Ο Ορέστης έσβησε το τελειωμένο του τσιγάρο, χαμογέλασε και γύρισε μέσα στο σπίτι. Έκλεισε το παράθυρο και ξάπλωσε να κοιμηθεί, η ώρα ήταν πια περασμένη. Για πρώτη φορά ύστερα από καιρό τον επισκέφθηκε ένα αίσθημα ευχαρίστησης, τον πλημμύρισε. Η ελευθερία των φτερωτών φίλων του, η οποία είχε έρθει λίγες μόλις στιγμές πριν ήταν μάλλον, καθώς και το ότι ο ίδιος συνετέλεσε σε εκείνη. Σιγουρεύτηκε και κοιμήθηκε.

Ώρα επτά το πρωί. Ξημέρωσε. Είναι καλοκαίρι ακόμη και τα παράθυρα είναι για να ανοίγουν πρωί και να μπαίνει φως στα σπίτια. Η μικρή βεράντα είναι ακόμη εκεί. Το κλουβί για τους παπαγάλους επίσης. Η πορτίτσα του είναι ανοιχτή μα αυτό δεν δείχνει να απασχολεί διόλου τον “Τουλούζ” και τη “Μαρί” που κελαηδούν αμέριμνοι και καλημερίζουν έτσι τον Ορέστη και τον κόσμο. Η πόλη ξεκινά στους ίδιους ρυθμούς, ο Ορέστης χαμογελά, “η ελευθερία” σκέφτεται, “είναι περίεργη υπόθεση”. Πίνει τον καφέ του, χαιρετά τα φιλαράκια του και φεύγει για τη δουλειά.

Του Σ.Ν. Chinaski