Ανήκω στην άδεια γενιά και…

Υπάρχει ένα ανέκδοτο όπου κάποιος ταλαίπωρος ανθρωπάκος προσκαλείται να συμμετάσχει σε πολυπληθές σεξουαλικό event. Σβήνουν τα φώτα, αρχίζει η δράση και κάθε λίγο ακούγεται η παράκληση του ανθρωπάκου: «παιδιά, να οργανωθούμε». Ξανά και ξανά το ίδιο μέχρι που πλέον ο ανθρωπάκος απηυδισμένος φωνάζει: «να οργανωθούμε ρε παιδιά γιατί έχω φάει τρεις και δεν έχω ρίξει κανέναν!» Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μού ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας κάτι θεωρίες που διατείνονται οτι το punk ξεκίνησε στα μέσα του ’60 (!!!) ή άλλες θεωρίες που ανακαλύπτουν την απαρχή του ελληνικού ροκ στα μέσα της Γερμανικής Κατοχής (!!!!) Επειδή εγώ αυτή τη μουσική την ακούω κάποια χρόνια κι έχω αρχίσει να φοβάμαι οτι, έτσι όπως πάει, σε λίγο θα βρεθώ στα σκαλιά της Επιδαύρου να παρακολουθώ την αναβίωση του Αισχύλου του πρωτο-ρόκερ, μια ανάγκη «να οργανωθούμε ρε παιδιά», τη νιώθω επιτακτικά όσο να πεις!

Για να γίνει αυτό θα πρέπει να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα, σε επίπεδο ορισμών (που λένε και οι επιστήμονες) προκειμένου να συνεννοηθούμε καλύτερα. Λέω λοιπόν οτι είναι γενικότερα παραδεκτά τα εξής:

1.Η μουσική είναι μία (κι ο μπακλαβάς, γωνία). Ξεκίνησε όταν κάποιος πρωτόγονος απελπισμένος από την έλλειψη θηραμάτων (ή χαρούμενος επειδή είχε εξασφαλίσει τροφή για την οικογένειά του, οι απόψεις διίστανται) πήρε να κοπανάει την κεφάλα του στον τοίχο της σπηλιάς κι έτσι ανακάλυψε τον ρυθμό. Από εκείνο το πρώτο secret gig πέρασαν πολλοί αιώνες και η μουσική εξελίχθηκε μέσα από συνεχείς ασυνέχειες. Αν λοιπόν αρχίσεις να ξετυλίγεις το κουβάρι των ομοιοτήτων προς τα πίσω δεν σταματάς πουθενά.

2.Τα μουσικά ρεύματα μπορούν να διακριθούν (χοντρικά) σε δυο κατηγορίες: α) αυτά στα οποία η μουσική παίζει τον κυρίαρχο ρόλο ενώ η κοινωνική θέση των θιασωτών είναι σε δευτερεύουσα μοίρα (π.χ. disco) και β) σε αυτά που η κοινωνική θέση των θιασωτών του ρεύματος καθορίζει το μουσικό ιδίωμα (π.χ. punk).

Όλοι ξέρουμε την ιστορία με την εξέλιξη (μετατροπή) των blues  σε rock ‘n’ roll μέσω της οικειοποίησης του συγκεκριμένου ήχου από τους λευκούς της Αμερικής και, φυσικά, κανένας δεν ισχυρίζεται οτι ο Robert Johnson, ας πούμε, υπήρξε ο πρώτος ροκενρόλερ παρ΄όλο που τα ακόρντα των τραγουδιών του μοιάζουν αρκετά με τα κλασικά rock ‘n’ roll ακόρντα. Αυτό συμβαίνει επειδή (πέραν της διαφοροποίησης λόγω και της  εξέλιξης των μουσικών οργάνων) υπάρχουν διακριτές διαφορές μεταξύ των μαύρων μουσικών της blues και των λευκών μουσικών του rock ‘n’ roll. Οι πρώτοι, ας πούμε, τραγουδάνε για φυλετική καταπίεση όσο οι δεύτεροι αναφέρονται στη διαγενεακή (ηλικιακή) καταπίεση.

Ας πάμε τώρα στο μουσικο-κοινωνικό κίνημα του τέλους της δεκαετίας του ’70 το οποίο ονομάστηκε punk. Κι εφόσον δίπλα στο «μουσικό» κοτσάραμε και το «κοινωνικό» είμαστε υποχρεωμένοι να αναφέρουμε τις συνθήκες γέννησής του και στα δυο επίπεδα.

Λίγη ιστορία λοιπόν…

Ήταν τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και η πρωτοπορία είχε γονατίσει. Το 1974 η Αμερική συγκλονίζεται από το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ κι ένας εξευτελισμένος Νίξον παραχωρεί τη θέση του στον άχρωμο, άοσμο, Τζέραλντ Φορντ. Ο Ψυχρός Πόλεμος και η πετρελαϊκή κρίση τρομοκρατούν ακόμα τους φιλήσυχους πολίτες, το Βιετνάμ είναι μια ανοιχτή πληγή που ξεβράζει απόκληρους κι «αγριεμένους ανάπηρους που επιστρέφουν από τροπικά κλίματα» στη χώρα.
Στους σινεμάδες παίζεται ο Νονός, ο Εξορκιστής, το Καμπαρέ κι ο Σέρπικο.  Έχουν περάσει κάμποσα χρόνια από το σημαδιακό 1968, οι yippies έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα έξω από το Συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, οι Μαύροι Πάνθηρες έχουν λυγίσει κάτω από τις συνεχείς διώξεις και οι χίπις είναι απόντες, χαμένοι σε παραισθησιογόνους παραδείσους. «Το κύμα», όπως το περιγράφει ο Hunter S. Thompson «έχει σκάσει στην έρημο της Νεβάδα κι αν κοιτάξεις από συγκεκριμένο ύψωμα θα δεις τα σημάδια που άφησαν τα απόνερά του στην ξεραμένη άμμο».

Συγκροτήματα AOR όπως οι Chicago, America, Bad Company, Guess Who κυριαρχούν στη σκηνή δίπλα στους Rolling Stones, Pink Floyd, Lynyrd Skynyrd αλλά και τον Bob Marley. Ο Βασιλιάς Elvis είναι ακόμα ζωντανός και εξευτελίζεται περιφερόμενος στα πανηγύρια των Καζίνο του Λας Βέγκας.

 Ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’60 (και την παρακμή του ψυχεδελικού ροκ) έχουν προκύψει τα εικονοκλαστικά σχήματα των Stooges με τον Iggy Pop, των εμβληματικών Suicide, των προβοκατόρικων New York Dolls και των εκρηκτικών Ramones. Ήταν η αρχή της αντίδρασης απέναντι στο βαλτωμένο ροκ που έδειχνε να έχει χάσει τα ερείσματά του στο ανήσυχο κομμάτι της νεολαίας. Και αυτά τα συγκροτήματα υπήρξαν οι προάγγελοι του punk. Χρόνια αργότερα, το 2008, ο Alan Vega σχολίαζε σχετικά: «Εκεί που μεγάλωσα, φίλε, στο Μπρούκλιν, όταν έλεγαν κάποιον punk εννοούσαν οτι ήταν χέστης, ξέρεις, ο τύπος που την κοπάναγε από τους καυγάδες. ‘Είσαι punk, είσαι κότα, είσαι ένα τίποτα’. Τώρα αυτό έχει παραφραστεί και σημαίνει οτι είσαι σκληρός τύπος. Ποια επανάσταση, πλάκα κάνεις; Έτσι λοιπόν, μου άρεσε η λέξη και χρησιμοποίησα τον όρο ‘μαζική punk μουσική’ προσπαθώντας, σχεδόν ακούσια, να της αλλάξω νόημα. Ώσπου ξύπνησα ένα πρωί και ο όρος ‘punk’ ήταν παντού. Τότε έχασε κάθε νόημα για μένα. Κάποιος είπε οτι οι Suicide ήταν το απόλυτο punkσυγκρότημα επειδή μέχρι και οι punks μας μισούσαν». Αν η νοοτροπία των Suicide ήταν προϊόν της ίδιας αντίδρασης που δημιούργησε το punk κίνημα σαν αναγκαιότητα, όμως χρειάστηκε να έρθει ο Richard Hell με τους Voidoids, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 για να δώσει μια πρώτη ταυτότητα στο καινούργιο αυτό ρεύμα. Το «Blank Generation» με στίχους όπως: «Ανήκω στην άδεια γενιά και/ μπορώ να το πάρω ή να το αφήσω κάθε φορά/ ανήκω στην ……….. γενιά» ξεκαθάριζε τη θέση όσων υπερασπίζονταν το δικαίωμά τους να μην έχουν θέση.

 

Στην Αγγλία, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα. Μια αγάμητη με κόμμωση σεσουάρ κερδίζει την αρχηγία του Συντηρητικού Κόμματος από τον Έντουαρντ Χηθ και ετοιμάζεται να κυβερνήσει. Το όνομα αυτής: Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι ανθρακωρύχοι πετυχαίνουν την τελευταία τους πύρρειο νίκη απέναντι στην κυβέρνηση των Εργατικών, ο IRA συνεχίζει να μάχεται, ο χουλιγκανισμός στα αγγλικά γήπεδα μεγαλουργεί, το Εθνικό Μέτωπο διαδηλώνει κατά της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και ένας προπονητής που διώχθηκε σαν αποτυχημένος από την Derby County αναλαμβάνει μια ομάδα δεύτερης εθνικής, ο προπονητής ονομάζεται Brian Clough και η Νότινγχαμ Φόρεστ στα επόμενα χρόνια θα κάνει μια τρελή κούρσα ανεβαίνοντας κατηγορία και φτάνοντας στην κατάκτηση δυο συνεχόμενων κυπέλλων πρωταθλητριών Ευρώπης.

 

Στο πολιτιστικό επίπεδο κυριαρχεί το χιούμορ-οδοστρωτήρας των Monty Python, οι LedZeppelin επιστρέφουν για να δώσουν τη μεγάλη συναυλία τους στο Earls Court, οι Queenκυριαρχούν στα Charts και όλα πάνε από το κακό στο χειρότερο. Είναι η αρχή μιας κοινωνικής και πολιτιστικής κρίσης η οποία θα κορυφωθεί (χρόνια αργότερα) με τον Πόλεμο στα Φώκλαντ.

Σε αυτό το σκηνικό ο Malcolm McLaren, ένας αποτυχημένος Καταστασιακός που δεν κατάφερε να πάει στο Παρίσι για να συμμετάσχει στα γεγονότα του Μάη του ’68 ανοίγει τη μπουτίκ Let it Rock, μαζί με τη Vivian Westwood. Πουλάνε ρούχα για ροκαμπιλάδες αλλά σύντομα αποφασίζουν οτι η συγκεκριμένη πελατεία φέρνει περισσότερα προβλήματα από κέρδη. Τον Αύγουστο του 1973, συμμετέχουν σε μια έκθεση ρούχων στη Νέα Υόρκη και γνωρίζονται με τους New York Dolls, o McLaren αποφασίζει να τους μανατζάρει και παράλληλα μετονομάζει τη μπουτίκ σε Too fast to live too young to die. Το μανατζάρισμα των New York Dolls είναι μια ακόμα αποτυχία αλλά πλέον  η μπουτίκ έχει στραφεί στον σχεδιασμό προβοκατόρικων ρούχων με σφυροδρέπανα κι αλλάζει όνομα για μια ακόμα φορά, τώρα το μαγαζί ονομάζεται SEX και κυκλοφορεί βινύλ ρούχα με σαφείς αναφορές στον σαδομαζοχισμό.

Το καλοκαίρι του 1975 ο McLaren ψήνει δυο νεαρούς που συχνάζουν στο μαγαζί του, τον Paul Cook και τον Steve Jones, να φτιάξουν συγκρότημα μαζί με τον Glen Matlock που δουλεύει ήδη στην μπουτίκ και γράφει μουσική. Στην αρχή χρησιμοποιούν τον WallyNightingale στη δεύτερη κιθάρα και στα φωνητικά μέχρι που ο Bernie Rhodes (ο μετέπειτα μάντατζερ των Clash) εντοπίζει έναν νεαρό με πορτοκαλί μαλλιά ο οποίος κυκλοφορεί φορώντας μπλούζα των Pink Floyd (στην οποία τα μάτια των μελών του γκρουπ έχουν ξεβαφτεί κι από πάνω έχει γραφτεί ένα μεγάλο hate). Ο μύθος λέει οτι ο συγκεκριμένος νεαρός συνήθιζε να κλέβει ρούχα από τη μπουτίκ κι ο McLaren του υπόσχεται οτι αν προβάρει με το συγκρότημα που φτιάχνει θα έχει όσα ρούχα θέλει δωρεάν. Ο νεαρός ονομάζεται John Lydon και, μετά από πολλές αντιρρήσεις, πείθεται να τραγουδήσει το «I’meighteen» τού Alice Cooper, σύντομα αλλάζει το όνομά του σε Johnny Rotten (λόγω της κατάστασης των δοντιών του) και η δημιουργία των Sex Pistols είναι γεγονός. Η εκτόξευση του γκρουπ στη μουσική σκηνή της Αγγλίας είναι θέμα μηνών, ο McLaren πείθει τον Jones να σταματήσει να μαϊμουδίζει στο παίξιμο του Pete Townshend και τους υπόλοιπους να υιοθετήσουν ένα εξωφρενικά νιχιλιστικό στυλ, ο βασικός συνθέτης του γκρουπ, ο GlenMatlock, απομακρύνεται επειδή το ύφος του δεν ταιριάζει με την εικόνα των υπολοίπων κι ο Sid Vicious παίρνει τη θέση του οριστικοποιώντας το στίγμα της συγκεκριμένης μπάντας. «Το ροκ είναι εξ΄ορισμού η μουσική των νέων, σωστά; Αλλά πολλά παιδιά αισθάνονται εξαπατημένα. Νιώθουν οτι ένα ηλικιακό κοινό άνω των 25 τούς έχει κλέψει τη μουσική τους», λέει ο McLaren.

Το συγκρότημα δίνει επεισοδιακές συναυλίες διακηρύσσοντας τον θάνατο του παρηκμασμένου ροκ και λειτουργεί αφυπνιστικά, δημιουργώντας ένα ολόκληρο κίνημα από οργισμένους πιτσιρικάδες και μουσικούς που βλέπουν μια διέξοδο από την μουσική απεραντολογία που κατακλύζει τη ροκ σκηνή και απαγορεύει τη συμμετοχή στο πάρτι εφόσον δεν διαθέτεις πανάκριβο εξοπλισμό και αξιοζήλευτη εκτελεστική ικανότητα. Η εμφάνιση στο σόου του, εμφανώς μεθυσμένου, Bill Grundy, κάνει γνωστό το συγκρότημα σε όλη τη χώρα και το εξώφυλλο της Daily Mirror που ακολουθεί με πηχυαίο τίτλο «The Filth and the Fury» , περιέχει εκτός των άλλων το ερώτημα «Who are these punks?» Το καινούργιο κίνημα είναι εδώ και έχει όνομα –οι Sex Pistols αποδέχονται με χαρά τον προσβλητικό χαρακτηρισμό «punks» και αξιοποιούν στο μέγιστο την δημοσιότητα που κέρδισαν από τα κουτσομπολίστικα έντυπα. Μέσα στα, μόλις, 3 χρόνια της ύπαρξής τους σαν συγκρότημα καταφέρνουν να αλλάξουν την πορεία της ροκ μουσικής και να αυτοκαταστραφούν μεγαλοπρεπώς.

 

Το punk κίνημα άνθησε μέσα σ΄αυτό το διάστημα, από το 1975 ως το 1978 και παρήκμασε μέχρι τα τέλη του 1979.Φτάνει μόνο η καταγραφή των συγκροτημάτων που σχηματίστηκαν σε αυτή την τετραετία για να φανεί η σημασία της για τη μουσική σκηνή. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν οι: Clash, Damned, Buzzcocks, Stiff Little Fingers, Stranglers, Jam, Siouxsie and the Banshees, Cure, Joy Division, Fall, Generation X, Crass, Ray Spexαπό την πλευρά της Αγγλίας και Blondie, Talking Heads, Television, Dead Kennedys , Black Flag από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Στη δεκαετία του ’80 το punk εξαπλώθηκε (δυστυχώς, αφού είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του) σε όλον τον κόσμο και εξελίχθηκε σε ένα μουσικό είδος χωρίς φαντασία αφήνοντας χώρο μέχρι και στους φασίστες (Oi!) να το αλώσουν. Τα συγκροτήματα που δημιούργησαν το punkμετατράπηκαν σε κάτι διαφορετικό που μόνο χρονικά μπόρεσε να προσδιοριστεί ως newwave ή post punk.

Αυτή ήταν η σύντομη ιστορία ενός κινήματος που προτίμησε «να καεί παρά να ξεθωριάσει».

Αν ήθελε κανείς να συνοψίσει τα χαρακτηριστικά του punk κινήματος θα έπρεπε να συμπεριλάβει, απαραίτητα, τα εξής:

-«Αν μπορώ να το κάνω εγώ, μπορείς να το κάνεις κι εσύ» (ή αλλιώς ο κανόνας των τριών συγχορδιών). Τα punk συγκροτήματα αμφισβητούσαν την αυθεντία του ροκ καλλιτέχνη ωθώντας τους θεατές-ακροατές να κάνουν τη δική τους μουσική αντί να ακούνε άλλους.

-«Δεν έχετε λεφτά να πάτε σε κάναν κουρέα;» Η κλασσική εμφάνιση του ρόκερ ήταν κόκκινο πανί για κάθε punk, κυρίως επειδή αυτή η εμφάνιση ήταν πλέον αποδεκτή από τα μεσοαστικά στρώματα της κοινωνίας έχοντας καταντήσει mainstream μόδα.

-«Δεν είμαστε εδώ για τη μουσική, είμαστε για το χάος». Θεωρώντας οτι η ροκ μουσική έχει εκφυλιστεί πλήρως, μπλεγμένη σε έναν κερδοσκοπικό κυκεώνα εταιρειών οι εκπρόσωποι της punk κουλτούρας υποστήριξαν οτι θα πρέπει άμεσα να γκρεμιστούν τα πάντα προκειμένου να υπάρχει ελπίδα για κάτι καινούργιο.

-«Do it yourself». Λόγω του γεγονότος οτι το punk εξαπλώθηκε μεταξύ των φτωχότερων στρωμάτων της νεολαίας, άμεσα επικράτησε η τάση προσωπικής παρέμβασης στα ρούχα των μελών του κινήματος. Παραμάνες για να συγκρατούνται οι κουρελιασμένες μπλούζες, συνθήματα γραμμένα με μαρκαδόρο και αξιοποίηση φτηνών υλικών για τη δημιουργία μιας εντελώς προσωπικής εμφάνισης, αυτά χαρακτήρισαν τους  punks. Η τάση εξαπλώθηκε και στη μουσική παραγωγή λόγω της απόρριψης των   punk συγκροτημάτων από τη μουσική βιομηχανία. Ανεξάρτητες εταιρείες εμφανίστηκαν, μισοκατεστραμμένοι ενισχυτές μεταποιήθηκαν, ή κλάπηκαν προκειμένου να αποδοθεί η καινούργια μουσική.

-«What you see is what you get». Απόρριψη των πολυδαίδαλων συμβολισμών και της εκτελεστικής δεινότητας ως προϋποθέσεων δημιουργίας μουσικής. Απλά, άμεσα μηνύματα, αντίδραση σε κάθε είδους μυθοποίηση και κατά μέτωπο επίθεση σε οτιδήποτε αποτελεί κατεστημένο.

-Εχθρότητα τόσο απέναντι στην μεγαλοαστική όσο και απέναντι στην μικροαστική τάξη. «Οι πλούσιοι είναι τα παράσιτα της κοινωνίας και ζουν αποκλεισμένοι στους κύκλους τους» αλλά και «οι φτωχοί είναι τεμπέληδες, άχρηστοι, εύκολα κατευθυνόμενοι που ποτέ δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις ζωές τους», σύμφωνα με τον Johnny Rotten.

Επιστρέφοντας λοιπόν στην άποψη η οποία αναφέρθηκε στον πρόλογο αυτού του κειμένου, γίνεται, νομίζω, εμφανής η ιστορική διαδρομή του punk κινήματος. Ενός κινήματος που έκλεψε οτι του χρειαζόταν προκειμένου να εκφραστεί, επιτέθηκε σε οτι θεωρούσε απαρχαιωμένο και μη λειτουργικό και αδιαφόρησε για τις ηθικολογίες. Αν τώρα κάποιος βλέπει punk στις αρχές της δεκαετίας του ’60 βασιζόμενος στο γεγονός οτι η μουσική φόρμα του garage rock μοιάζει με τις φόρμες που χρησιμοποίησαν κάποια punk συγκροτήματα, απλώς δεν έχει καταλάβει τι είναι (ήταν) το punk. Επειδή, το να χαρακτηρίσεις ένα μουσικο-κοινωνικό κίνημα καθαρά και μόνο από κάποιες μουσικές του επιρροές είναι τόσο άτοπο όσο το να υποστηρίξεις οτι ένα τσιγάρο είναι το ίδιο πράγμα μ΄ένα πούρο εφόσον και τα δυο καπνίζονται. Ποιος άλλος εκτός από έναν μη καπνιστή θα μπορούσε να υποστηρίξει κάτι τέτοιο;

 

Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα σχετικά με τους διαμορφωτές του punk όπως προκύπτουν από τις δικές τους αφηγήσεις:

-Είναι λανθασμένη η εντύπωση οτι το punk υπήρξε άμεσα συνυφασμένο με την ιδέα της αναρχίας. Μπορεί οι Crass να ήταν μια αναρχική (πρώην χίπικη) κολεκτίβα που βρήκε μέσο έκφρασης στο συγκεκριμένο μουσικό ρεύμα αλλά το punk περιλάμβανε στις τάξεις του μεγάλη γκάμα πολιτικών απόψεων. Από τον ακραίο συντηρητισμό των ρεπουμπλικάνων Ramones, μέχρι τον αριστερισμό και τον αντιρατσισμό των Clash το πολιτικό άνοιγμα του κινήματος υπήρξε τεράστιο, με μια μόνο ισχυρή συνισταμένη: το γκρέμισμα του σάπιου κατεστημένου.

-Ο αναρχισμός χρησιμοποιήθηκε σαν πρόκληση και από τους Sex Pistols, κι όχι σαν συνειδητή ιδεολογική επιλογή. Λέγεται οτι η ρήση «I am an anarchist» στο Anarchy in the UKεπιλέχθηκε από τον Johnny Rotten προκειμένου να κάνει ρίμα με τον στίχο «I am an anti-Christ». Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης κάνουν λόγο για εμπλοκή του Rotten με τον σατανισμό (κάποιοι μάλιστα φτάνουν να ισχυριστούν οτι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες που είδαν τον Johnny σε δυο μέρη ταυτόχρονα, αλλά μάλλον πρόκειται για επιπτώσεις της κατάχρησης παραισθησιογόνων).

-Ο μύθος περί πλήρους έλλειψης μουσικών γνώσεων εκ μέρους των punk συγκροτημάτων, ήταν αυτό ακριβώς: μύθος. Πολλοί από τους πρωτεργάτες της punk συμμετείχαν σε συγκροτήματα αρκετό καιρό πριν επιλέξουν, συνειδητά, την εκφραστική φόρμα του punk. Ο Joe Strummer είχε ήδη μια pub rock επιτυχία με τους 101ers πριν φτιάξει τους Clash, οι  StiffLittle Fingers ονομάζονταν Highway Stars (είναι φανερό τι μουσική έπαιζαν, έτσι;) πριν επιλέξουν την αλλαγή κατεύθυνσης, οι Guildford Stranglersέπαιζαν επίσης  pub rock πριν ξεφορτωθούν το πρώτο μισό του ονόματός τους και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Ακόμα και οι Sex Pistols απέκρυπταν ηθελημένα τις, όποιες, μουσικές τους γνώσεις οι οποίες δεν ήταν αμελητέες. Αυτό είναι εμφανές, τόσο από το στυλ παιξίματος των μελών του συγκροτήματος, όσο και από τις μουσικές τους επιρροές τις οποίες ποτέ δεν έκρυψαν.

-Υπάρχουν διάφορες ιστορίες οι οποίες σχετίζονται με την αρχική απροθυμία των μετέπειτα μελών των punk συγκροτημάτων να εμπλακούν με τη μουσική. Αν και πιστεύω οτι αυτές οι ιστορίες στοχεύουν στην καλλιέργεια κλίματος απόρριψης των κατεστημένων δομών (πολυχρησιμοποιημένο κόλπο του McLaren) μού αρέσει η ιστορία με την πρώτη εμφάνιση των Sex Pistols στο Μάντσεστερ, το 1976: Μια αίθουσα έχει νοικιαστεί για την εμφάνιση του συγκροτήματος αλλά, μισή ώρα πριν την έναρξη της συναυλίας ελάχιστος κόσμος έχει μαζευτεί. Ο McLaren βγαίνει απελπισμένος στο δρόμο και προσπαθεί να φέρει κόσμο από τις γειτονικές παμπ. Σε μια από αυτές συναντάει κάποιον νεαρό ο οποίος πίνει αμέριμνα τη μπύρα του. «Ξέρεις οτι έχει συναυλία απέναντι;» τον ρωτάει ο McLaren. «Ναι, έχουν έρθει κάτι μαλάκες από το Λονδίνο», απαντάει ο νεαρός. «Δεν θέλεις να πας;» επιμένει ο McLaren. «Δε μου περισσεύουν λεφτά για τον κάθε αρχίδη», απαντάει ο νεαρός. «Έλα και θα σου δώσω δωρεάν εισιτήριο», επιμένει ο McLaren. Ο νεαρός πείθεται με τα πολλά να πάει στη συναυλία και από εκείνη τη μέρα αλλάζει η ζωή του. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα φορμάρει το δικό του συγκρότημα και ξεκινάνε εντατικές πρόβες. Ο νεαρός ονομάζεται MarkE. Smith και το συγκρότημαThe Fall.

-Οι σχέσεις Johnny Rotten, Sid Vicious έχουν αναχθεί σε μυθικό επίπεδο επίσης. Στην πραγματικότητα ο Sid (από την εποχή που ακόμα λεγόταν John Ritchie) ήταν ένας θαμώνας της μπουτίκ SEX ο οποίος ακολουθούσε τους Pistols σε όλες τις ζωντανές τους εμφανίσεις έχοντας τη φήμη του speedfreak (φήμη που συντηρούσε φροντίζοντας να κυκλοφορεί με μια χοντρή αλυσίδα την οποία στριφογύριζε όσο χόρευε ή να σπάει τους καθρέφτες στις τουαλέτες των μπαρ γεμίζοντας αίματα). Στη μπουτίκ του McLaren είχε τύχει κάποτε να δει κάποιον καυγά, μεταξύ της Chrissie Hynde και του, τότε, φίλου της (γνωστού μουσικοκριτικού). Όταν ο Sid έγινε μέλος των Pistols εντόπισε τον μουσικοκριτικό σε κάποια ζωντανή εμφάνιση του συγκροτήματος, ανάμεσα στο κοινό, κατέβηκε λοιπόν από τη σκηνή και τον πλάκωσε στο ξύλο χρησιμοποιώντας το μπάσο του σαν ρόπαλο. Το συμβάν μυθοποιήθηκε προκειμένου να δηλώσει τις άσχημες σχέσεις του συγκροτήματος με τα μουσικά έντυπα γενικότερα.

-Ένας τελευταίος μύθος έχει να κάνει με τις στενές σχέσεις μεταξύ αγγλικών και αμερικάνικων συγκροτημάτων στις απαρχές της punk κίνησης. Σχέσεις υπήρχαν αλλά δεν ήταν τόσο στενές και η αλληλοεκτίμηση δεν ήταν δεδομένη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, όπως το διηγείται η Patti Smith: «Την πρώτη φορά που πήγα με το συγκρότημά μου στην Αγγλία ήμασταν ενθουσιασμένοι με το κίνημα του punk, νιώθαμε οτι αποτελούσαμε μέρος του. Παίξαμε στο Electric Ballroom, το μαγαζί που ήταν συνυφασμένο με το punk και κάναμε μια καλή συναυλία. Την επόμενη μέρα έπαιζαν εκεί οι Sex Pistols, πήγαμε να τους δούμε γεμάτοι ενθουσιασμό. Βγαίνει ο Rotten και λέει, ‘χτες έπαιζαν εδώ κάτι χίπηδες που λέγανε συνέχεια ‘Horses, Horses, Horse shit!’ μας έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι!»

Πηγή: themotorcycleboy.blogspot.gr