Κώστας Μιχόπουλος: Οι αναμνήσεις μου από το Ξυλόκαστρο.. (Μέρος 1ο)

Πρόσφατα γίναμε φίλοι στο facebook με τον κύριο Κώστα Μιχόπουλο. Ο Ξυλοκαστρίτης νομικός στο προσωπικό του προφίλ έχει ξεκινήσει μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα καταγραφή προσωπικών του αναμνήσεων. Ενδιαφέρουσα γιατί αυτές έχουν ως αφετηρία τα παιδικά του χρόνια στο Ξυλόκαστρο, που συμπίπτουν με εκείνα της ταραγμένης και δύσκολης εποχής της Γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα αλλά και λίγο νωρίτερα. Συνομιλήσαμε λοιπόν και πήρα την έγκρισή του για να δημοσιεύσω στο revista.gr τις αναμνήσεις του. Ευχαριστώ θερμά τον κύριο Κώστα Μιχόπουλο για την τιμή να φιλοξενούνται άρθρα του στο περιοδικό μας. Σε συνέχειες λοιπόν θα ταξιδέψετε σε μια άλλη εποχή που μοιάζει μακρινή όμως δεν είναι.

____

©revista.gr – Αύγουστος 2017

ANAΜΝΗΣΕΙΣ Α΄.

Από τότε που μ΄έβαλε άρον άρον η κόρη μου Φωτεινή εδώ στο f/b, βλέπω σιγά σιγά ότι αξίζει τον κόπο. Το ανοίγω και ξεχύνονται μπροστά μου χιλιάδες πληροφορίες και νέα. Ετσι ευχάριστα παρακολουθώ πως εξελίσσονται η σκέψη και τα ιδανικά των νέων που κύρια το χρησιμοποιούν. Ϊσως είμαι ο γηραιότερος χρήστης εδώ γύρο. Μου κάνει όμως ιδιαίτερη εντύπωση ότι αρκετοί αξιόλογοι φίλοι δείχνουν ζωηρό ενδιαφέρον μαζί με το παρόν και για το παρελθόν του τόπου μας. Οι σπάνιες φωτογραφίες που ανεβάζουν πχ η Νότα Χατζηνικολέλη, ο Αλέκος Σφακιανός, ο Βλάσης Μπονάτσος και άλλοι αξίζoυν η κάθε μια χιλιάδες λέξεις. Υπάρχουν άλλωστε και τα πολύτιμα βιβλία των αειμνήστων Σταύρου Κουτίβα και Σταμάτη Νίκολη, που έχουν τόσο πλούσιο υλικό. Εγώ δεν έχω φωτογραφίες, αλλά σκέφτηκα μήπως μπορώ με χιλιάδες λέξεις να συνθέσω μια προσωπική εικόνα του παρελθόντος. Αυτό κατέχω και το μέλλον δε μου ανήκει. Λυπάμαι πραγματικά που θ΄αναφέρομαι συχνά στο πρόσωπό μου, κάτι που δε μ΄αρέσει και πολύ, αφού αναγκαστικά οι αναμνήσεις μου συνδέονται μ΄εμένα και τους φίλους μου, οι περισσότεροι των οποίων έχουν ήδη αποδημήσει….Δεν τηρώ αυστηρή χρονολογική σειρά και οι αναμνήσεις μου είναι κάπως «ατάκτως ερριμέναι».-

Ανάμνηση πρώτη: Γεννήθηκα το 1934. Αχνοθυμάμαι λοιπόν ότι τα τέλη 1937 η γιαγιά μου Μαρία έπαθε σοβαρή γαστρορραγία, έχασε πολύ αίμα και έκανε αιμόπτυση. Οι γιατροί την αποφάσισαν και άρχισαν οι προετοιμασίες για το θάνατό της. Σκεπάστηκαν οι καθρέφτες με σεντόνια, βγήκαν από τις κασέλες για την περίσταση και σιδερώθηκαν οι μπλερέζες και ο μαύρος ρουχισμός, ήρθε ο αξεπέραστος παπά Γιώργης Παναγιωτόπουλος, ο πατέρας του Αιμίλιου, του Γυμνασιάρχη, να προετοιμάσει την ψυχή της, αγοράστηκαν οι λαμπάδες, το λιβάνι κτλ και στ΄άλλα δωμάτια άκουσα το πνιχτό προκαταβολικό κλάμα της μάνας μου και των άλλων συγγενών. Η γιαγιά όμως δε είχε ειπεί την τελευταία της λέξη!
Το ξεπέρασε, έγινε καλά και πέθανε στ΄αλήθεια το 1958, σε ηλικία 97 χρονών!-

Ανάμνηση δεύτερη: Στην πρώτη του Δημοτικού πήγα το Σεπτέμβρη του 1940. Δασκάλα είχα την αείμνηστη Αμαλία Ράλλη – Νικολακάκη, σύζυγο του Δικηγόρου Γ. Ράλλη, εξαιρετική στη δουλειά της, ΠΟΥ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ, όμορφη και αρχοντική. Ένα κακό όμως το είχε: Το χέρι της ήταν βαρύ και τα χαστούκια της, αν και όχι δυνατά, πονάγανε! Αυτό το πλήρωσα γερά, γιατί δεν ήμουνα και το ησυχότερο παιδί. Πάντως δε νομίζω να μου έμεινε απ΄αυτό κανένα ψυχολογικό τραύμα. Αντίθετα με ωφέλησε και μου καθόρισε με το συμβολισμό του τα όριά μου.-

Τους πρώτους μήνες θυμάμαι ότι χαιρετάγαμε φασιστικά όταν έμπαινε η δασκάλα και στην έπαρση της σημαίας. Ηταν η Δικτατορία του Μεταξά. Γρήγορα όμως αυτό τελείωσε, γιατί κηρύχτηκε ο πόλεμος με την Ιταλία. Μου έχει αποτυπωθεί η κήρυξη και, αν και παιδάκι, δε θα ξεχάσω την προθυμία των μεγάλων να πάνε στον πόλεμο, να σκοτωθούν ή να τραυματιστούν.

Σε λίγες μέρες θυμάμαι ζωγραφισμένη τη χαρά στα πρόσωπά τους όταν πήραμε φαλάγγι τους Ιταλούς και ιδιαίτερα το χαρμόσυνο ήχο από τις καμπάνες του Αϊ Βλάση, όταν μπήκαμε στην Κορυτσά. Από το σιδ. σταθμό μας πέρασαν τρένα γεμάτα με Ιταλούς αιχμαλώτους, που ο κόσμος, το είδα με τα μάτια μου, τους πήγαινε καρβέλια ψωμί και νερό. Η χαρά του κόσμου όμως μεταστράφηκε σε λύπη όταν τον Απρίλη του 41 μας επιτέθηκαν και οι Γερμανοί, κατέρρευσε το μέτωπο της Μακεδονίας, ο αγώνας της Αλβανίας δεν είχε πιά νόημα και οι στρατιώτες μας γύρισαν άτακτα και με τα πόδια! Οι νησιώτες υπόφεραν πολύ, γιατί η επιστροφή τους ήταν δύσκολη, αφού στα πέλαγα αεροπλάνα φίλια και εχθρικά πολυβολούσαν ό,τι κινιόταν, γιατί ο πόλεμος των μεγάλων εξακολουθούσε. Τους Ελληνες προσπάθησε άκαρπα να βοηθήσει στην κατά της γερμανικής επίθεσης άμυνα και μια μεγάλη μηχανοκίνητη μονάδα Εγγλέζων, οι οποίοι μετά υποχώρησαν και όλοι θυμάμαι που πέρασααν από το Ξυλόκαστρο για την Πάτρα, με τελικό προορισμό την Αίγυπτο, όπου μαίνονταν οι μάχες.

Την αποχώρηση των Εγγλέζων επιχείρησαν να παρενοχλήσουν οι Γερμανοί με σποραδικές αεροπορικές επιδρομές. Τότε στις 22 και 23 Απριλίου του 41 βομβάρδισαν και το Ξυλόκαστρο. Στις 22, παραμονή του Αϊ Γιωργιού η μάνα μου με είχε πάρει που πήγαν με άλλες 2-3 γυναίκες ν΄ ανάψουν τα καντήλια στο εξωκλήσι του Αγίου στο δρόμο προς το Ζεμενό. Στην επιστροφή, αργά το απόγευμα, έγινε ο πρώτος βομβαρδισμός και μείς κρυφτήκαμε σε κάτι σπηλιές κάτω από το σημερινό κέντρο «Κατερίνα» του Μυλωνόπουλου. Ο βομβαρδισμός εκείνος ήταν εντελώς άστοχος. Το ίδιο βράδυ εμάς τα παιδιά μας στείλανε ση Ρίζα, στο θείο μου Βασίλη, για ασφάλεια.

Κατά το μεσημέρι της 23ης έγινε νέα επίθεση και ένα αεροπλάνο με μια από τις βόμβες του που έπεσε μπροστά στην πόρτα του σημερινού σπιτιού του μακαρίτη Βασίλη Βαρβιτσιώτη, σκότωσε τρείς Εγγλέζους . Με μια δεύτερη που έπεσε δίπλα στην αυλή της ταβέρνας του μακαρίτη Ηλία Γκουρβέλου, πίσω από το σημερινό κατάστημα ηλεκτρονικών του συνώνυμου εγγονού του, σκότωσε τρείς φουκαράδες Ντουσαϊτες εργάτες και με μια τρίτη σκότωσε το μακαρίτη το λεβεντάνθρωπο γείτονα Σταύρο Γκουρβέλο, που διατηρούσε ωραίο καφενείο εκεί που τώρα έχει λογιστικό γραφείο και κατάστημα ο φίλος εγγονός του Σταύρος. Ο πατέρας μου μόλις τη γλύτωσε, γιατί βγήκε, από την ίδια πόρτα του καφενείου! λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα και είχε απομακρυνθεί.-

Η συνέχεια προσεχώς..

Γράφει ο Κώστας Μιχόπουλος

Επιμέλεια για το revista.gr, Στάθης Ντάγκας