Ο δρόμος.. @ Ένα μικροδιήγημα του Κωνσταντίνου Μίχου

Η βιβλιοθήκη μόλις είχε ανοίξει. Ο Ορέστης πιστός στο νέο του πρόγραμμα, ακούμπησε το θερμός γεμάτο με τον απογευματινό του καφέ σε ένα απόμερο τραπέζι και άρχισε να απλώνει τις σημειώσεις του. Εκεί που οι περισσότεροι άνθρωποι κάθονταν κυρίως για να επιλέξουν κάποιο βιβλίο και αποχωρούσαν γεμάτοι προσμονή να συνεχίσουν την αναγνωστική τους περιπέτεια σε άλλα μέρη πιο ιδιωτικά, ο Ορέστης προσπαθούσε να χωρέσει το πολύ πρόσφατο παρελθόν του, εκείνο το πολύβουο, το γεμάτο ανθρώπους, πάθη, τρέλες και επικίνδυνες στροφές με την παρούσα ανάγκη να τελειώσει το πανεπιστήμιο. Εκεί ανάμεσα στους ανθρώπους αλλά και μακριά απ’ αυτούς πάλευε να αρχίσει και να τελειώσει κάτι που θα πρεπε να χει γίνει καιρό πριν. Όμως σήμερα το παρελθόν βάραινε περισσότερο και το μυαλό δεν ήταν εκεί. Κείνη η εικόνα απ’ το χθεσινό βράδυ παρέμενε καρφωμένη στο μυαλό του. Έκλεισε τα μάτια και την βίωσε ξανά.

Την είδε να διασχίζει την παρακάτω διασταύρωση. Διακριτικά την ακολούθησε. Την παρακολουθούσε να περπατά μόνη σε όλους αυτούς τους δρόμους που είχαν περάσει μαζί. Σχεδόν έβλεπε τα όνειρα, τα πάθη, τα άγχη, την έντασή τους να χοροπηδάνε στο πλακόστρωτο. Όμως δεν ήταν πλέον το χέρι του που την τραβούσε για να μην τρέχει και να παρατηρεί τα πράγματα και τους ανθρώπους γύρω της. Ήταν μόνη της και κατέβαινε βήμα βήμα τις αναμνήσεις τους. Και είχε ακόμα την ίδια χάρη. Σαν να χε συνηθίσει σε κείνο τον κοινό τους ρυθμό και να τον είχε κάνει δικό της. Όλα όσα της είχε δώσει ήταν πλέον και δικά της. Αλλά το μόνο που τον πόναγε ακόμα, τόσο καιρό μετά απ’ όταν χώρισαν οι δρόμοι τους, ήταν ο δρόμος. Εκεί πάνω που την είχε διεκδικήσει, την είχε κερδίσει, την είχε χάσει , την είχε μεταπείσει και την είχε ξαναχάσει οριστικά. Αυτών των δρόμων που τόσο είχε παλέψει για να της μεταδώσει την αξία τους. Και τώρα αναγκαζόταν να παραδεχτεί ότι τα χε μάθει όλα πολύ καλύτερα απ’ ότι νόμιζε. Και ότι για πρώτη φορά της ταίριαζε να περπατάει σε όλους αυτούς τους δρόμους μόνη της. Και πως είχε βάλει και κείνος το λιθαράκι του σε αυτό. Μα πλέον ο δρόμος της άνηκε ολοκληρωτικά. Γύρισε απ’ την άλλη και ελαχιστοποίησε τη διαδρομή για το σπίτι του. Αυτό ήταν το τίμημα της ήττας του. Μιας ήττας που στριφογυρνούσε στο πελαγωμένο του μυαλό.

Έψαξε μέσα στην τσάντα και βρήκε το τεφτέρι του. Βάλθηκε να το ξεφυλλίζει και να χαζεύει, χωρίς να διαβάζει, όλα αυτά που’χε γράψει εκείνη την εποχή και μέσα τους κρύβονταν και πολλά που’χαν προκύψει μόνο και μόνο επειδή έβλεπε το χαμόγελό της, επειδή απλά ήταν στο οπτικό του πεδίο. Μα το μάτι του κόλλησε αλλού.
«Να τ’ αγαπάς τ΄ ανήμερα που μέσα σου φωλιάζουν να τα φιλεύεις όλο σου το στόμα, Γουλιά γουλιά να τα κερνάς απ’ τον ιδρώτα σου. Είναι το δώρο της ζωής στους πειρατές της. Δεν γεννηθήκαμε όλοι για τα ήσυχα.»

Ήταν στίχοι του Άκη Δήμου. Ήταν στίχοι που μιλούσαν και για το δικό του θεριό, για τον δικό του εαυτό που σήμερα αντιδρούσε πιο έντονα από ποτέ στις νέες του συνήθειες. Τα κλεισε όλα με ορμή και έφυγε σχεδόν τρέχοντας για το σπίτι. Πήρε το κράνος και ανέβηκε στη μηχανή του, έκλεισε για λίγο τα μάτια, ίσα ίσα για να προλάβει να πλημμυρίσει με αυτές τις εικόνες και άνοιξε τέρμα το γκάζι. Δεν ήθελε να ξεχάσει. Ήθελε να εκδηλωθεί και να εκτονωθεί. Λίγες ώρες αργότερα είχε καλύψει τα 500 χιλιόμετρα που τον χώριζαν απ’ τη Θεσσαλονίκη. Ξαπλωμένος στο γρασίδι με θέα το Θερμαϊκό περίμενε το φίλο του να ρθει. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει έτσι. Αν με τον καιρό θα του γίνει πιο εύκολο. Εάν αυτό ήταν ένα διάλειμμα που θα χρειάζεται συχνά ή εάν όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν ένα διάλειμμα απ’ την πραγματική του ζωή.

Δε δυσκολεύτηκε να πείσει το φίλο του, που έκπληκτος τον ρωτούσε πότε και γιατί ήρθε, να πάρουν τις μηχανές και να τραβήξουν βόρεια για ένα διήμερο. Δεν χρειάζονταν εξηγήσεις. Ήταν της ίδιας πάστας και κατανοούσαν ο ένας τον άλλον. Αυτό τους ένωνε τόσο βαθιά που σπάνια μιλούσαν για αυτά που τα βράδια τους έκαιγαν. Απλά σηκώνονταν μέσα απ’ τον πνευματικό του βάλτο, μοιράζονταν το βάρος και «έτρεχαν», «δρούσαν». Αρκούσε πάντα για να προχωρήσουν μπροστά. Έτσι και έγινε. Πριν τα σύνορα άρχισαν να ανεβαίνουν στο βουνό. Όσο δύσβατο και αν ήταν συνέχιζαν. Πάνω, κοντά στην κορυφή, σταμάτησαν. Έστησαν τη σκηνή τους και ήπιαν, παρέα με αλλοπρόσαλλες ιστορίες. Ψεύτικες ή αληθινές λίγη σημασία είχε. Ως ιστορίες το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η δυνατότητα να ενθουσιάζουν και να κρατούν το ενδιαφέρον, όχι να ναι αληθοφανείς. Η νύχτα τους βρήκε μεθυσμένους να κοιμούνται γαλήνιοι, εισπνέοντας το καθαρό οξυγόνο και τη μυρωδιά της ελευθερίας. Επέστρεψαν την επόμενη, αφού ο Ορέστης επανέφερε στο μυαλό του τις προτεραιότητες που χε θέσει για κείνη την περίοδο.

Στο δρόμο πίσω για το σπίτι, έτσι όπως ο αέρας τον χτυπούσε με μανία, τα πράγματα έμοιασαν πολύ απλοποιημένα στο μυαλό του. Ήταν άνθρωπος του τώρα και ως τέτοιος θα συνέχιζε να αντιμετωπίζει τη ζωή του. Το χθες ήταν ήδη παρελθόν και το αύριο απρόβλεπτο. Ξεκλείδωσε, άναψε το θερμοσίφωνο και άραξε στον καναπέ. Βρήκε το τεφτέρι του και σημείωσε αυτό που χε σκεφτεί στην επιστροφή. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο και η κούραση τον οδήγησε μηχανικά στο κρεβάτι. Είχε να καλύψει δύο μέρες που στο καινούριο του πρόγραμμα είχαν σημειωθεί ως «χαμένες». Αποκοιμήθηκε πριν να προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε περαιτέρω.

Η βιβλιοθήκη μόλις είχε ανοίξει. Ο Ορέστης ήταν ήδη εκεί. Το θερμός γεμάτο με τον πρωινό του καφέ πάνω στο απόμερο τραπέζι. Το μυαλό είχε επιστρέψει στο στόχο και η νέα του ζωή βρισκόταν και πάλι στο προσκήνιο. Το τεφτέρι είχε ξαναπάρει τη θέση του χωμένο στον πάτο της τσάντας. Χάζεψε για λίγο τους βιβλιόφιλους και τράβηξε για τη δική του πορεία μέσα στις σημειώσεις του…

 

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίχος