Η τελευταία φορά που πήγα για ψάρεμα..

Ήταν καλοκαίρι και αφού ήταν καλοκαίρι εμείς ήμασταν έξω. Συνέχεια έξω. Εγώ, ο Γιάννης, ο Νίκος, η Άννυ, η Ηλιάνα, η Ρένα και τα άλλα παιδιά. Εκεί γύρω στην πλατεία από νωρίς το απόγευμα, παίζαμε μπάλα, κρυφτό και όλα εκείνα τα υπέροχα παιχνίδια, με τον Άγιο Βλάσση δίπλα μας, πίσω μας και μπροστά μας, άγρυπνο φρουρό θα έλεγε κάποιος. Τώρα που πέρασαν τόσο τα χρόνια το λέω κι εγώ.

Μας καρφώθηκε η ιδέα να γίνουμε λοιπόν “ψαράδες” με τον Γιάννη, τον αδελφικό μου φίλο. Κάπου, κάποιος συμμαθητής μας έβαλε το μικρόβιο και ξεκινήσαμε. Πήγαμε πήραμε πετονιές, βαρίδια, αγκίστρια και γαρίδες. Στο λιμάνι είχε πολλούς σπάρους, γόπες, σαφρίδια και τέτοια, ενώ κάτω από την Ηλέκτρα και στο στουπονήσι (ένα αυτοσχέδιο νησάκι που στη μέση είχε ένα πήδακα και τα βράδια φαίνονταν από όλη την πόλη), είχανε βγει σκορπίνες, αυτό το επικίνδυνο ψάρι που άμα σε τσίμπαγε ξεραινόσουν. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν όσοι το είχανε δει και αυτό είχε δημιουργήσει στη φαντασία μας τέρατα που τα βλέπαμε τις νύχτες στον ύπνο μας.

Ξεκινήσαμε από το λιμάνι τα πρώτα απογεύματα και πράγματι η ψαριά μας ήταν θεαματική, ακόμη κι αν ήμασταν τόσο φρέσκιοι σε αυτή την ιστορία. Κάθε απόγευμα και την επόμενη η μανάδες μας έβαζαν τηγάνι. Μέχρι που ένα απόγευμα αποφασίσαμε να ζήσουμε στα άκρα και πήγαμε να ψαρέψουμε κάτω από την Ηλέκτρα. Δεν σας κρύβω ότι από την ώρα που ζυγώναμε εκεί, τα πόδια μας έτρεμαν.

“Βρε λες να έχει τίποτα σκορπίνες και να μας πετάξουν δηλητήριο να ξεραθούμε;”

Τόσες και τόσες φορές είχαμε δει στον ύπνο μας να συμβαίνει κάτι τέτοιο, με ένα σωρό διαφορετικά σενάρια και κατάληξη. Ρίξαμε τις πρώτες πετονιές κι αυτές επέστρεφαν πίσω με τα δολώματα φαγωμένα αλλά χωρίς ψαράκι. Μια, δύο, δέκα φορές. Είχε ένα ελαφρύ ως δυνατό αεράκι, κι εκεί που πήγαινα να ρίξω ξανά την πετονιά μέσα από την αποβάθρα της Ηλέκτρας, κάπου μπερδέυτηκα και παραπάτησα. Η πετονιά αντί να πάει προς τα μέσα γύρισε πορεία, ευθεία κατά πάνω στον Γιάννη, έκανα τα πάντα για να το αποτρέψω όμως δεν τα κατάφερα και δύο από τα αγκρίστρια, με έξοχη μαεστρία πήγαν και καρφώθηκαν στη γάμπα του φίλου μου. Έμεινε εκείνος χωρίς να μιλάει, σοκαρισμένος, σαν να τον είχε τσιμπήσει αγκάθι από σκορπίνα και να είχε ξεραθεί. Μάταια τα επόμενα λεπτά προσπαθούσα να του ξεκολλήσω τα αγκίστρια από το πόδι, πονούσε και ήταν βαθιά χωμένα μέσα. Κόψαμε την πετονιά κι έφυγε γρήγορα – γρήγορα για να τον πάνε οι δικοί του στο κέντρο υγείας. Αποκόμισε 4 ράμματα όπως έμαθα πολύ αργότερα.

Εγώ, έμεινα εκεί να μαζεύω τις πετονιές, τα δολώματα και τα κουβαδάκια μας. Παρά δίπλα ο κύριος Βασίλης είχε βγάλει μια σκορπίνα με το καλάμι του και την άφηνε με αριστοτεχνικές κινήσεις στο κουβά του. Σύντομα θα έφτιαχνε μια υπέροχη σούπα με ένα τόσο μεγάλο ψάρι που τελικά δεν τον είχε τσιμπήσει και δεν είχε ξεραθεί. Ήταν πλέον αργά, ένα ελαφρύ αεράκι και τα χρώματα ενός σούρουπου καλοκαιρινού στο Ξυλόκαστρο, είναι κάτι που ποτέ δεν ξεχνάς, όσο κι αν μεγαλώνεις. Πήρα τον δρόμο για το σπίτι σκεπτόμενος για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι κανένα ζώο δεν είναι πιο επικίνδυνο από τα “αγκίστρια” που έχουν εφεύρει οι άνθρωποι.

Ήταν η τελευταία φορά που πήγα για ψάρεμα.