Ο Σ.Ν. "Chinaski" επιθυμεί να διατηρήσει το τετράδιο του γεμάτο με διάφορες ιστορίες. Λογοτεχνία, προσπάθεια έκφρασης, φωτογραφίες, μουσική και διάφορα άλλα που κάνουν τη ζωή να κυλάει πιο ανάλαφρα. Στείλτε κι εσείς τις δικές σας ιδέες, με χαρά του να τις φιλοξενήσει.
Πόσο καιρό έχω να ακούσω μουσική ρε; Από τη “δική μου” μουσική, όχι από εκείνες που περισσεύουν στα διάφορα βιντεάκια των σοσιαλ. Μουσική που να εξημερώνει, να ταξιδεύει, να χαροποιεί, να σε κάνει να θέλεις να χορέψεις, να στενοχωρεί και μέσα από τη στενοχώρια να οδηγεί σε νέους δρόμους; Πόσος καιρός πηγαίνει; Ούτε ραδιόφωνο στο αυτοκίνητο, ούτε στο στικάκι κάτι, ούτε στο σπίτι από τον υπολογιστή με τα μικρά ηχειάκια που ήταν ότι έπρεπε. Κάποτε δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς μουσική. Έγραφα γι’ αυτήν, έπαιζα στο ραδιόφωνο, έπαιζα στην παμπ και όπου μου δίνονταν η ευκαιρία. Δεν υπήρχε ημέρα να μην ακούσω. Ωφελούσε τη σκέψη, έκανε τη ζωή υποφερτή, γεννούσε ιδέες, γεννούσε τέχνη ως τέχνη που ήταν, με έφερνε πιο κοντά στα πράγματα και τους ανθρώπους.
Κάπου διάβασα πως η μουσική έχει πεθάνει πια. Το έλεγε χρόνια πριν σε μια συνέντευξή του ένας μεγάλος καλλιτέχνης που τώρα αδυνατώ να θυμηθώ το όνομά του. Η μουσική πέθανε. Τι κρίμα. Μαζί της λέει πήρε και πολλά άλλα που φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί πλήρως. Μαζί της πήρε και τη ζωή όπως την ξέραμε. Τι κρίμα. Η εποχή των κομπιουτερ είναι πια εδώ.
Καλημέρα σας! Καλή χρονιά! Είναι 2025 πια και θα ήθελα να ευχηθώ σε όλες και όλους να είναι αυτό το έτος μια υπέροχη εμπειρία. Με περισσότερο χαμόγελο αλλά και περισσότερα από τα πράγματα που αγαπάτε να κάνετε. Όσο και να μην πιστεύω σε όρια και χρόνους, ζούμε με αυτά και μερικές σημειώσεις όπως το “ότι κάνεις την πρώτη ημέρα του χρόνου θα σε ακολουθεί για τον υπόλοιπο”, έχουν μέσα τους κάτι μου με ιντριγκάρει. Γι’ αυτό είπα να γράψω μερικές σειρές κι ας είναι απλά ευχές!
Η δύναμη της συνήθειας κι ένα δυνατό συνάχι που χθες με είχε οδηγήσει στα όρια των δέκατων πυρετού αλλά και σε κομμάρες, με έκαναν να ξυπνήσω σήμερα Χριστούγεννα νωρίς το πρωί. Όπως κάθε ημέρα, εδώ και χρόνια. Υπό άλλες συνθήκες θα πήγαινα στην εκκλησία, πάντα μου άρεσε να πηγαίνω το πρωί της γέννησης του Χριστού. Όμως δεν μου έφταιξαν σε τίποτα οι άνθρωποι ώστε να τους κολλήσω καμία γρίπη, θα ήταν κάπως ανεύθυνο από μέρους μου.
Έτσι έφτιαξα καφέ ζεστό και κάθισα να παρατηρώ έξω τον χειμώνα. Δεν πέρασε λίγη ώρα κι άνοιξα την τηλεόραση. Όχι επειδή είμαι φαν της τιβι, ούτε γιατί είχα καμία έλλειψη από δαύτην. Υπολόγισα όμως ότι θα μπορούσε σήμερα να είχε κάποια παλιά ταινία από εκείνες τις ασπρόμαυρες που μου αρέσουν όσο τίποτα. Μαντέψτε. Υπήρξα τυχερός κι έπεσα πάνω στο “It’s a Wonderful Life” (1946) με πρωταγωνιστή τον Τζεϊμις Στιούαρτ. Μια άκρως Χριστουγεννιάτικη ιστορία, ένα κόσμημα του Αμερικανικού και παγκόσμιου σινεμά διαχρονικά.
Χιονισμένες μικρές πολιτείες, άνθρωποι που στις γιορτές έρχονται κοντά και στηρίζουν στη δύσκολη ο ένας τον άλλο, στολισμένα δεντράκια και τραγούδια με το πιάνο, ψητό φαγητό, σφιχτές σχέσεις. Το ότι αυτή η εικόνα εορτών βγαίνει μέσα από μια ταινία του 1946, ηθοπλαστική που ήθελε να περάσει μηνύματα και που απέτυχε εισπρακτικά πριν μπει με την πάροδο του χρόνου στην ακαδημία, δεν σημαίνει κάτι. Η μπορεί να σημαίνει και πολλά. Δεν μπορεί άλλωστε παρά κι εμείς εδώ στην χώρα μας, να θυμόμαστε πως οι γιορτές, η κοινωνία, οι ανθρώπινες σχέσεις, ήταν εξόχως διαφορετικές από ότι είναι σήμερα. Δεν μπορεί παρά να μη μας λείπουν κάποια πράγματα και μάλιστα έντονα. Αν όχι, τότε ακόμη χειρότερα, το πρόβλημα με την πάρτη μας είναι μεγαλύτερο από όσο φανταζόμαστε ή πιστεύουμε.
Αφού ήρθε το happy end με τον Στιούαρτ να τραγουδά αγκαλιασμένος με την οικογένεια του και όλη την πόλη τραγούδια στο πιάνο, είπα να ντυθώ και να βγω στον δρόμο. Μου αρέσει τα πρωϊνά των μεγάλων γιορτών να κάνω βόλτα στην πόλη που είναι ήσυχη. Παρατηρώ πολύ πιο καθαρά τα πράγματα, καταλαβαίνω πιο βαθιά.
Κι έτσι, στον δρόμο πια, που δεν είχε χιόνι παρότι το τοπίο ήταν χειμερινό. Που δεν είχε στολισμένα δέντρα ή άγιους Βασίληδες να κρέμονται από τα μπαλκόνια. Που δεν είχε Χριστούγεννα όπως θα θέλαμε να έχει. Προσπάθησα όμως και δεν με πήρε από κάτω. Σε τι θα ωφελούσε κάτι τέτοιο (;)
Αφού τελείωνα τη βόλτα μου λοιπόν, σκέφτηκα σε παράφραση τα λόγια κάποιου σοφού που δεν θυμάμαι ποιος ήταν.. “Τα Χριστούγεννα αν δεν τα βρεις, τα φτιάχνεις”.
Να είσαστε όλες και όλοι καλά! Να είμαστε πάντα παιδιά! Οι ευχές μου!
Έπρεπε να φτιαχτεί καινούργια στρούγκα για τα πρόβατα και τα γίδια, η παλαιά ήταν “εκτός σχεδίου πόλεως” ή μάλλον εκτός σχεδίου του χωριού. Έπρεπε να φτιαχτεί και έπρεπε να γίνει άμεσα γιατί είχε ζητηθεί. Ο κόσμος αγνοεί πως τα ζώα είναι ψυχή με βάθος, ότι αναπνέουν, πως αγαπούν το σπίτι τους όπως αγαπούν τα σπίτια τους οι άνθρωποι. Ο κόσμος αγνοεί τα ζώα, όμως όχι εκείνος, ούτε εγώ.
Ήμουν δεν ήμουν 12 χρόνων όταν μια ημέρα ήρθε με γεμάτη πλέγματα και σιδεριές την καρότσα του αγροτικού. Φορτώσαμε βαριοπούλες, πένσες, σύρματα κι όλα τα εργαλεία και πήγαμε οι δύο μας, ντάλα κατακαλόκαιρο μέσα στον ήλιο, να φτιάξουμε σε εκείνες τις λάκκες το νέο σπίτι για τα ζωντανά. Βρήκαμε μια μικρή άγρια καρυδιά που γύρω της ανοίγονταν μια όαση από μεγάλα πουρνάρια. Ακριβώς εκεί αποφασίσαμε πως θα είναι το κατάλληλο σημείο. Το μαντρί έπρεπε να έχει δύο χωρίσματα, ένα για τις αίγες κι ένα για τα πρόβατα. Άλλες συνήθειες το κάθε είδος, άλλες συμπεριφορές, να μην τα μπλέξουμε. Μέσα σε μερικές ώρες μέχρι που να νυχτώσει, κατάκοποι από την προσπάθεια που καταβάλαμε, καταφέραμε να τελειώσουμε το έργο μας. Ένα όμορφο “σπιτάκι”, που το είχαμε φτιάξει εμείς, με τα χέρια μας.
Το ίδιο λοιπόν σούρουπο τα ζώα μπήκαν στον νέο τους χώρο. Δεν σας κρύβω πως απ’ όσα θυμάμαι αισθάνθηκαν λίγο άβολα για την αλλαγή. Όμως δεν άργησαν να εγκλιματιστούν και τις επόμενες ημέρες είχαν κάνει το μαντρί ολότελα δικό τους.
Πέρασαν χρόνια πολλά με την κατασκευή να αντέχει τους χειμώνες, τα χιόνια και τις μεγάλες παγωνιές στο βουνό. Κάθε καλοκαίρι το “σπίτι” άνοιγε ξανά τις πόρτες του να υποδεχθεί ανάσες, βελάσματα, μικρά βυζανιάρικα που τρέχανε δώθε – κείθε, κουδούνια και κομπόρες, ανθρώπους που φρόντιζαν τα ζωντανά τους, που τα ξεγεννούσαν, τα άρμεγαν, τα κούρευαν για να μη σκάνε απ’ τις ζέστες. Ανθρώπους απλούς, μεγαλειώδεις, υπέροχους, παντρεμένους απόλυτα με τη φύση.
Πέρασαν χρόνια μέχρι που ακόμη και σήμερα υπάρχουν τμήματα της κατασκευής εκείνης των παιδικών μου χρόνων. Όμως κάθε φορά που επισκέπτομαι τον χώρο, επιστρέφω νοητά σε μια εποχή που δεν υπάρχει πια. Σε μια εποχή που με έκλεισε μέσα της και με κράτησε εκεί. Μόνο να με θυμηθώ όσο καλύτερα γίνεται μπορώ, μαζί με μυρωδιές, αισθήσεις, κουβέντες και εικόνες. Τίποτε άλλο δεν μπορώ. Για τον χρόνο άλλωστε τα γνωρίζετε όλοι πια πολύ καλά. Είναι πανδαμάτωρ. Ακόμη και η καρυδιά της φωτογραφίας το γνωρίζει.
Αν δεν υπήρχες εσύ δεν θα ήμουν εγώ. Αυτό είναι κάτι που πάντα θα με καθορίζει.
Δεν ήμουν ποτέ μισάνθρωπος• αγαπούσα πάντα τους ανθρώπους, μα από μακριά• κι όταν έρχουνταν κανένας να με δει, ξυπνούσε μέσα μου ο Κρητικός, γιόρταζα να δεχτώ έναν άνθρωπο σπίτι μου. Κάμποση ώρα χαιρόμουν και τον άκουγα κι έμπαινα μέσα του, κι αν μπορούσα να τον βοηθήσω, τον βοηθούσα με χαρά• μα αν πολυβαστούσε η κουβέντα κι η επαφή, αποτραβιόμουν και λαχτάριζα ν’ απομείνω μόνος. Κι οι άνθρωποι το ‘νιωθαν πως δεν είχα την ανάγκη τους, πως μπορούσα να ζήσω δίχως την κουβέντα τους, κι αυτό δεν μπόρεσαν ποτέ να μου το συγχωρέσουν. Με πολύ λίγους ανθρώπους θα μπορούσα να ζήσω πολύν καιρό χωρίς να νιώσω δυσφορία.
Νίκος Καζαντζάκης | Αναφορά στον Γκρέκο | εκδόσεις Διόπτρα |
– Για κοίτα τι καιρό έχει έξω. Μήπως συννέφιασε; Λες να βρέξει σήμερα;
Μπα, δεν θα βρέξει, πάλι ήλιο θα βγάλει και θα’ χει ζέστη το μεσημέρι, μην πάρεις μπουφάν.
Δεν βρέχει. Τα προγνωστικά μοντέλα δίνουν και παίρνουν. Μακροπρόθεσμα λέει, βραχυπρόθεσμα λέει, δεν πέφτει μέσα κανένα. Μα κι εκείνα τα μερομήνια της γιαγιάς που ανέφεραν για βροχάρικο φθινόπωρο και σφοδρό χειμώνα δεν φαίνεται να επαληθεύονται, προς το παρον. Ούτε πέρσι επαληθεύτηκαν δηλαδή, ούτε πρόπερσι. Κι αυτό είναι σοβαρό, γιατί τα μερομήνια δεν λαθεύουν κανονικά.
Δεν βρέχει κι έχουμε καταντήσει άνθρωποι, φυτά και ζώα σαν άνυδρες στέπες σκασμένες για νερό. Δεν ανθίζουμε, δεν χλοήζουμε, δεν κάνουμε τίποτα. Συγχωρέστε μου τις αδόκιμες λέξεις που τις καταγράφω έτσι λαϊκά όπως τις σκέφτομαι. Άνυδροι λοιπόν και καταϊδρωμένοι κοιτάζουμε τον ουρανό. Κάπου – κάπου μαθαίνουμε ότι λαμβάνουν χώρα επικλήσεις και λιτανείες, έχουν επιστρατευτεί τα μεγάλα μέσα μπας και πάρουμε άφεση να δούμε μια σταγόνα αλλά που.
Δεν βρέχει γενικώς. Ούτε μυαλά που θα ήταν μια κάποια λύση δεν πέφτουν πια προς τη γη. Τη δική μας γη για να ακριβολογώ. Γιατί είναι μεγάλο κακό η ανομβρία κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δυστοπία.
Τώρα τι μπορεί να φταίει για ετούτη την εξέλιξη κανείς μας δεν γνωρίζει. Το μόνο δεδομένο ότι διάγουμε φθινόπωρο με 25 βαθμούς κι έναν ήλιο καλοκαιρινό. Για την άλλη ανομβρία μόνο ίσως γνωρίζουμε σ’ ένα βαθμό τι έχει φταίξει. Του μυαλού που λέγαμε ντε. Μα ακόμη κι αν γνωρίζουμε λύση δεν δίνουμε κι ούτε θα δώσουμε μάλλον ποτέ.
Σήμερα κάπου διάβασα ότι ξεκινά τυπικά το φθινόπωρο. Με τις εποχές πια δεν τα πηγαίνουμε πολύ καλά, αφού δεν μπορείς εύκολα να καταλάβεις σε ποια από όλες βρισκόμαστε. Ξεκινάς το πρωί με φθινόπωρο, συνεχίζεις το μεσημέρι με βαθύ καλοκαίρι, καταλήγεις πάλι σε ψυχρούλα το βράδυ. Μπάχαλο. Δεν φταίνε βέβαια οι εποχές, τα χρήματα τα φταίνε όλα. Βασικά ούτε αυτά τα μαύρα. Μάλλον εμείς οι άνθρωποι τα καταφέραμε τόσο καλά.
Έτσι όπως είναι μπλεγμένος ο καιρός είμαστε κι εμείς. Χαμένοι κάπου. Στο κάπου βάλτε ότι θέλετε. Λογαριασμοί, ακρίβεια, ενέργεια, πράσινες υποθέσεις, ποσοστά δημοφιλίας, έκπτωτοι “άγγελοι”, υποψήφιοι μνηστήρες, άριστοι μεσάζοντες, εικονικό χρήμα, έλλειψη πολιτισμού, έλλειψη ανθρωπιάς, έλλειψη γενικώς. Μη σας φανούν τόσο μαύρα τα παραπάνω γιατί μπορεί να μην είναι. Ο καθένας άλλωστε βάζει όποιο χρώμα θέλει στην καθημερινή του πραγματικότητα ανάλογα με την αντίληψη, τις συνήθειες, τις δυνατότητες που έχει ή δεν έχει.
Φθινόπωρο και δεν λέει να βρέξει σε ετούτη τη γωνιά της γης ούτε για αστείο. Σύννεφα τριγύρω αρκετά αλλά νεράκι πουθενά. Οι ελιές μου έλεγε ένας φίλος δέσανε από νωρίς μα με την τόση ανομβρία ήταν δώρο άδωρο. Θα ζήσουμε καθώς φαίνεται και φέτος όμορφες στιγμές με το λάδι να πωλείται σε τιμές ακινήτων. Το ίδιο συνέβη με τα υπόλοιπα φυτά καθότι ζωντανοί οργανισμοί είναι κι αυτά άλλωστε.
Φθινόπωρο με τα κανάλια να ρίχνουν τα βαριά χαρτιά τους στο τραπέζι. Σειρές με σκοτωμούς και μπίζνες, ριάλιτι που κινούνται διαχρονικά σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο κλειδαρότρυπας, μπάλα μαζί με άρτους και πολλά θεάματα, ινσταγκραμικές πρωϊνές ζώνες για την προώθηση της μόδας και της απύθμενης ηλιθιότητας που συνδέεται με την κενότητα των ινφλουένσερς και λοιπά όμορφα. Οι άνθρωποι της δημιουργίας, του πολιτισμού, του γραπτού λόγου, της σκέψης, των επιστημών, της μουσικής, απουσιάζουν. Απουσιάζουν από παντού. Μερικές φορές σκέπτομαι μήπως απουσιάζουν κι από τον ίδιο τους τον εαυτό, μήπως δεν υπάρχουν, μήπως η παραγωγή καλών πραγμάτων σταμάτησε τότε και το τότε βρίσκεται πολύ μακριά στο παρελθόν.
Φθινόπωρο λοιπόν με όλους εμάς να μην έχουμε τίποτε παραπάνω από το τώρα. Με αυτό καλούμαστε να πορευθούμε, να βρούμε τα πατήματά μας, να κρατήσουμε στη θέση του το μυαλό μας. Το παρελθόν έχει περάσει ανεπιστρεπτί και το μέλλον είναι για τους αφελείς. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς παρόν.
Θα ήθελα ετούτο το φθινόπωρο να βγω στο βουνό για να μαζέψω μανιτάρια. Να έχω κοντά τη φωτογραφική μου μηχανή και για τις στιγμές που θα αιχμαλωτίσω να γράψω δύο στιχάκια. Να κάνω μια βόλτα στη θάλασσα όταν θα φυσάει, να μην ανοίξω καθόλου την τηλεόραση το βράδυ και να διαβάσω ένα ή και δύο βιβλία παραπάνω. Να μην πιστέψω σε κανένα ψέμα, να μην με νοιάζει τι διαφημίζει ο τάδε διάσημος στα sosial media, να σταθώ κριτικά απέναντι στις πολιτικές ανακοινώσεις. Ίσως αν δημιουργήσω ξανά μερικά από τα παραπάνω για τον εαυτό μου φέτος το φθινόπωρο, να τα δει ο διπλανός μου και να κάνει το ίδιο. Ίσως η ομορφιά και τα καλά πράγματα να είναι μεταδοτικά.
Σήμερα ξύπνησα στις έξι το πρωί. Δεν είχα βάλει ξυπνητήρι αλλά άνοιξαν τα μάτια μου από μόνα τους. Το παθαίνω κι άλλες φορές αυτό μα όχι συχνά. Σήμερα είναι η γιορτή μου. Θα μου άρεσε να είχα πάει στην εκκλησία όπως τότε που ήμουν μαθητής, την ημέρα της γιορτής μου και πριν φθάσω στο σχολείο με γλυκά. Όμως δεν είμαι πια μαθητής οπότε δεν χρειάζεται να το σκέφτομαι. Ήπια ένα μικρό φλιτζάνι καφέ κι ετοιμάστηκα να βγω στο δρόμο για τη δουλειά. Δέχθηκα το πρώτο τηλεφώνημα για χρόνια πολλά αρκετά νωρίς από συνάδελφο, έπειτα κι άλλα καθώς και πολλά μηνύματα. Η γιορτή μου είναι λίγο άγνωστη αφού και το όνομά μου είναι κάπως θα έλεγα σπάνιο. Η αλήθεια είναι ότι ανέκαθεν δεν είχα τις καλύτερες των σχέσεων με τέτοιες εκδηλώσεις. Δεν θυμόμουν γιορτές, γενέθλια, δεν μου άρεσαν οι επιτηδευμένες ευχές, δεν αισθανόμουν άνετα γενικώς ή ίσως ντρεπόμουν λιγάκι. Αυτό με ακολούθησε μέχρι σήμερα. Δεν είναι πως δεν αισθάνομαι ιδιαίτερα ή κάπως όμορφα, απλά δεν έχω μάθει να μετράω τη ζωή με τέτοιου είδους οριοθετήσεις. Μου αρέσει πάντως το όνομά μου. Μου αρέσει γιατί είναι πάντα εκεί να μου θυμίζει το δρόμο, που βρίσκεται μπροστά και θα πρέπει να προσέχει κανείς να μην αφήνει τα μάτια του από εκεί. Μερικές φορές και το μυαλό του.
Διαβάζω στο διαδίκτυο διάφορες απόψεις, όμορφα κείμενα, αφιερώματα, παρουσιάσεις. Διαβάζω σπουδαίες λέξεις κι αναρωτιέμαι κάθε τόσο αν τις γνωρίζω, αν τις θυμάμαι. Κάποτε τις έγραφα κι εγώ, έφτιαχνα ίσως μερικά κείμενα αξιοδιάβαστα. Σήμερα δεν μπορώ να γράψω, δεν τα καταφέρνω το ίδιο καλά. Δεν ξέρω πως συνέβη αυτό και γιατί, πάντως συνέβη. Όμως διαβάζω ακόμη και αυτό έχει σημασία. Ανάμεσα σε όλα αυτά λοιπόν, δεν βλέπω να καταφέρνει κανείς να περιγράψει την κατάσταση. Γενικολογίες, ωραιοποιήσεις, ψέματα, μισές αλήθειες, φωτογραφίες και βίντεο, μα καμία περιγραφή της κατάστασης. Η κατάσταση δεν είναι ιδανική, είναι μάλλον το αντίθετο και κανείς δεν την περιγράφει. Τι έχουν πάθει όλοι; Τι πάθαμε όλοι;