Εμένα οι φίλοι μου…

…είναι διαφορετικοί μετά την κρίση. Τα γέλια, οι χειρονομίες, τα βλέμματα, οι αγκαλιές, όλα αλλάξανε, λιγοστέψανε, κρυφτήκανε σε ένα θλιβερό καβούκι ανασφάλειας. Εκείνο το χαρακτηριστικό χτύπημα στην πλάτη που έδειχνε μια εξ αρχής ανάγκη να αισθανθείς τον άλλο, χάθηκε κι αυτό. Στη θέση του μπήκε η ελεγχόμενη απόσταση, σαν την ελεγχόμενη χρεοκοπία. Λες και κουβαλάμε όλοι ένα νέο είδος αρρώστιας που μας αποτρέπει από το να πλησιάζουμε τους υπόλοιπους ανθρώπους, μήπως και κολλήσουμε κανένα μικρόβιο. Είναι σα να φοράμε εκείνες τις μάσκες με τις οποίες κυκλοφορούνε οι κάτοικοι περιοχής που έχει υποστεί πυρηνική καταστροφή. Μάσκες. Πολλές μάσκες. Η μάσκα του φόβου, η μάσκα της υποκρισίας, η μάσκα του πόνου, όλοι φορέσαμε κι από μια διαφορετική και βγήκαμε να ξεφαντώσουμε σε τούτο το καρναβάλι της τρέλας, ενώ κανείς δεν μπορεί να δει τα χαρακτηριστικά του άλλου καθαρά. Εμένα οι φίλοι μου…

…φύγανε για τα ξένα. Αφήσανε τη χώρα τούτη καθώς βουλιάζει σαν καράβι πολυτελείας που στην πορεία αποδείχθηκε σάπιο και σαθρό. Φύγανε, όχι γιατί το θελήσανε, αλλά γιατί σπρωχτήκανε με το στανιό στα βαγόνια της ξενιτιάς, αφήνοντας πίσω μανάδες να στέλνουν πάλι γράμματα. Αφήσανε όμως και τους φίλους τους πίσω. Και η ξενιτιά είναι διπλή όταν ξεριζώνεσαι από τη γη των φίλων. Τι να σου κάνουν τα ρομποτικά ταχυδρομεία, τα άψυχα προσωπάκια σε οθόνες από σκονισμένους υπολογιστές, σε σχέσεις “εξ αποστάσεως”, που ποτέ δεν καλύπτουν τις άμεσες στιγμές σου, εκείνες που θέλεις να ξεσπάσεις, εκείνες που επειγόντως έχεις ανάγκη να βρεις κάποιον και να μιλήσεις. Και χτυπιέσαι και καταριέσαι τη χώρα σου γιατί σου πήρε το μισθό, τη δουλειά, την αξιοπρέπεια, αλλά περισσότερο σε πονά που σου πήρε και τα πρόσωπα εκείνα που μπορούσες να εμπιστευτείς και να ανοιχτείς και να φανερώσεις τα εσώψυχά σου. Εμένα οι φίλοι μου…

…δεν ανοίγονται πια. Καθώς μιλάς μαζί τους, βλέπεις ότι ο νους τους ταξιδεύει μακρυά, και κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι, αλλά στην πραγματικότητα δεν λένε τίποτα και δεν ακούνε τίποτα από όσα τους λες. Προσποιούνται ότι συζητάνε, ενώ στην ουσία δε συνομιλούνε με κανέναν άλλο παρά μόνο με τον εαυτό τους. Και τους ρωτάς τις επόμενες ημέρες για εκείνο το γεγονός που σε είχε σακατέψει, που σε προβλημάτιζε, και εκείνοι δεν θυμούνται σχεδόν τίποτα. Και προσπαθείς να προσεγγίσεις την αγωνία τους, να βρεις τα κουμπιά εκείνα που θα ξεκλειδώσουν τις ταμπουρωμένες γωνιές τους, αλλά τότε κλείνονται ακόμα περισσότερο στις μύχιες σκέψεις τους. Είναι λες και δειλιάζουν να δείξουν τις πληγές τους, να τις βγάλουν στο φως, μήπως και θεωρηθούν κι εκείνοι ευάλωτοι, εύθραυστοι και πληγωμένοι. Όχι, δεν γουστάρουν καμία θεραπεία, γιατί, στην τελική, ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ που θα τους θεραπεύσεις; Εμένα οι φίλοι μου…

…δεν έχουν χρόνο για φιλίες. Στο λαχανητό της επιβίωσης, η φιλία κατήντησε περιττό περίσσευμα. Θυμίζει πια εκείνα τα παραπανίσια ψώνια που έριχνες στο καλάθι του σούπερ μάρκετ, εκείνες τις εποχές που τα συναισθήματα και τα πορτοφόλια ήταν παχυλά. Ναι εκείνα τα χαζά και άχρηστα που εσύ τα ψώνιζες σχεδόν ψυχαναγκαστικά για να έχεις την αίσθηση ότι ψωνίζεσαι πλήρως. Οι επαφές των ανθρώπων πλέον μικρύνανε, από καρότσι γίνανε καλάθι, χωράνε πολύ λιγότερους και για σύντομα χρονικά διαστήματα. Μετά τον ελεύθερο χρόνο, το χρόνο για πολιτισμό, για έρωτα, λιγόστεψε και ο χρόνος για τους φίλους. Εδώ δεν έχουμε πια χρόνο για να ασχοληθούμε με τον εαυτό μας, θα σπαταλήσουμε λεπτά και ώρες και δευτερόλεπτα σε ανούσιες φιλικές ενασχολήσεις; Εμένα οι φίλοι μου…

…συμπιέζονται ανάμεσα σε όνειρα και εφιάλτες. Από το πρώτο πρωινό τους ξύπνημα, κουβαλάνε ένα βάρος στην καρδιά, στα βλέφαρα, στην ψυχή τους. Βαραίνουν τα πόδια τους τα ίδια, πάνω στο στίβο του “υγιούς” ανταγωνισμού, των συγκρίσεων και των συγκρούσεων. Τι κατάφερες εσύ, τι δεν πρόλαβα εγώ, σε πόσα τετραγωνικά θέλεις να μετρηθούμε, εντάξει, πως κάνεις έτσι, ήταν ένα απλό πισωγύρισμα αυτό, άλλοι πεθαίνουνε για ένα κομμάτι ψωμί, δεν είναι δα και σπουδαίο που γύρισα πίσω στους γονείς μου, τι στο διάολο θέλεις πια και δήθεν ενδιαφέρεσαι για ΄μένα και με ψάχνεις συνεχώς για να πιούμε έναν γαμημένο αγχωτικό καφέ και να τα πούμε και να μου πεις ότι χάθηκα, ότι χάνεσαι, ότι έχουμε χαθεί. Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά. Και πετάνε.

Και χάνονται.

Το κείμενο είναι του Πάνου Μουχτερού και το αναδημοσιεύουμε από το “Κακώς Κείμενα”.

kakoskeimena.net