Ο Κεν Λόουτς, «το μαζί» το κινηματογραφεί. Κινηματογραφεί τη δύναμη που υπάρχει σε αυτή τη λέξη, και κινηματογραφεί και τα δεινά της απώλειας που σηματοδοτεί η εξαφάνιση αυτής της λέξης από τις ζωές μας. Γράφει ο Κεν Λόουτς: «Στην οικογένεια του πατέρα μου όλοι ήταν ανθρακωρύχοι. Ο παππούς μου ήταν ανθρακωρύχος. Και σίγουρα δεν είναι η δουλειά που θα ευχόταν κανείς να κάνουν τα παιδιά του….όμως είχαν δημιουργήσει αξιοθαύμαστες κοινότητες! Και μετά, προς τα τέλη της δεκαετίας του 80 και στις αρχές της δεκαετίας του 90 τα ορυχεία έκλεισαν. Η Θάτσερ στράφηκε συνειδητά εναντίον των ανθρακωρύχων για να ξεμπερδεύει μαζί τους, της δημιουργούσαν πρόβλημα η δύναμή τους και οι αγωνιστικές τους παραδόσεις. Μετά τη σύγκρουση αυτή οι κοινότητες οδηγήθηκαν στην κατάρρευση. Σήμερα αν οι κοινωνίες μας είχαν σωστό προσανατολισμό, θα γινόταν επενδύσεις και οι άνθρωποι αυτοί θα έβρισκαν μια καινούρια θέση. Δεν θα τους αφήναμε έτσι χωρίς τίποτα, αλλά θα προστατεύαμε τις κοινότητές τους. Αντί για αυτό, στον καπιταλισμό το μόνο που λέγεται είναι το εξής: Σύμφωνοι, το κεφάλαιο καταρρέει, γι’ αυτό και εμείς θα φύγουμε, θα μεταφέρουμε και θα επενδύσουμε τα χρήματά μας αλλού, εγκαταλείποντας ολόκληρες κοινότητες». (Από το βιβλίο Κεν Λόουτς-Έντουαρ Λούι: “Διάλογος για την Τέχνη και την πολιτική”)
Δεν έφυγε ποτέ από την εργατική τάξη ο Λόουτς. Δεν αφέθηκε ποτέ να παρασυρθεί από τα σαλόνια των διανοουμένων και να κοιτάξει την τέχνη του από ψηλά. Και το διαπιστώνουμε κάθε φορά που παρακολουθούμε τις ταινίες του. Συνδέεται με τα συναισθήματα που βιώνουν οι ήρωές του, μπαίνει ανάμεσά τους, αφουγκράζεται τις αγωνίες τους, τις ανασφάλειές τους. Μας μεταφέρει τις συζητήσεις τους, τον λόγο τους, που για τον ίδιο αποτελεί τον γνήσιο πολιτικό λόγο, γιατί εκπορεύεται από τη ζωή τους, από τις επιπτώσεις της κρίσης που έχει κυριολεκτικά διαλύσει τις ζωές όλων, αντιδιαστέλλοντάς τον με τον δημόσιο λόγο στον χώρο της πολιτικής που δεν αντικατοπτρίζει τις δυσκολίες των ανθρώπων του μόχθου, αλλά λειτουργεί ως μηχανισμός προπαγάνδας επιστρατεύοντας την πλειονότητα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η δύναμη της ανατροπής βρίσκεται εκεί, στη δύναμη της εργατικής τάξης. Μόνο που η ίδια η τάξη δεν την έχει συνειδητοποιήσει. Ακόμη κι αν κάποιοι θεωρούν ότι μπορούν μόνοι τους να “τη βγάλουν καθαρή” είτε γιατί βρίσκονται σε καλύτερη θέση είτε γιατί έχουν εμπεδώσει το «σώζων εαυτόν σωθήτω».
Η οικογένειά του ήταν όλοι ανθρακωρύχοι. Δούλευαν 8-10 ώρες στα έγκατα της γης. Και η γη δεν τους πλάκωνε, γιατί υπήρχε η κοινότητα που τους στήριζε. Και αυτό ο Λόουτς δεν το ξεχνά ποτέ.
“Με έσωσε η φωτογραφική μου μηχανή”, δηλώνει στην ταινία η Γιάρα, πρόσφυγας από τη Συρία. Που έχουν δει πολλά τα μάτια της. Και αλήθεια, τι είναι αυτό που μπορεί να μας σώσει αν όχι η οπτική μας, μία διευρυμένη οπτική απέναντι σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας;
Σε ένα εξαιρετικό πλάνο, σε μία σκοτεινή αίθουσα προβάλλονται οι φωτογραφίες των προσφύγων με τη συνοδεία παραδοσιακής μουσικής. Προβάλλεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον όχι μόνο των προσφύγων, που δυνάμει όλοι κάποια στιγμή μπορεί να βρεθούμε σε αυτή τη θέση, αλλά όλων των απλών ανθρώπων.Το μέλλον που φωτίζεται από την αρμονική συνύπαρξη όλων όσων βιώνουν τις επιπτώσεις μιας παγκόσμιας κρίσης. Μέσα στη σκοτεινή αίθουσα τα σύνορα καταργούνται, η κοινότητα ξαναχτίζεται από την αρχή και οι διαχωριστικές γραμμές τοποθετούνται εκεί που παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα απέναντι στα συμφέροντα του κεφαλαίου που με την πολιτική του εκφοβισμού θέλει να σπάσει τους συνεκτικούς δεσμούς των ανθρώπων.
Ολόκληρες πόλεις μετατράπηκαν σε «βιομηχανικά ερείπια» και η ανεργία σε ορισμένες περιοχές έφτανε μέχρι 60-70%. Πολλοί έκαναν λόγο για μια «απόλυτη κοινωνική καταστροφή» ενώ η χώρα ζούσε μια βίαιη μετάβαση. Ο αλκοολισμός και η κατάθλιψη στις περιοχές όπου έκλεισαν τα ανθρακωρυχία εκτινάχθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη. Σε ένα τέτοιο μέρος κάπου στα βορειοανατολικά της Αγγλίας μας μεταφέρει ο Κεν στην τελευταία παμπ που έχει απομείνει και που θα αποτελέσει τον χώρο όπου συναντιούνται οι άνθρωποι – θύματα της παγκόσμιας κρίσης. Από τη μία οι μετανάστες από τη Συρία και ένας αριθμός ντόπιων που επιχειρούν το «άνοιγμα» της παμπ προκειμένου να αποτελέσει τόπο συνάντησης, αλληλεγγύης και προσφοράς προς όλα τα μέλη της κοινότητας, και από την άλλοι οι ντόπιοι εκείνοι που θεωρούν ότι το τελευταίο «δικό» τους που τους αφέθηκε, αυτά τα ψίχουλα του καπιταλισμού που αφήνονται για να κρατούν δέσμιους τους ανθρώπους, πρέπει να προστατευτεί με νύχια και με δόντια. Προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στην εισβολή των ξένων προσπαθώντας να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση ότι κάτι τους ανήκει, αρνούμενοι να δουν ότι το μοναδικό «κάτι» που τους ανήκει είναι το αδιέξοδο της κατάστασής τους. Μία κατάσταση που δεν τους κινητοποιεί προς την αναζήτηση λύσεων, αλλά που τους κάνει να βυθίζονται στον βαυκαλισμό της ανωτερότητας που νομίζουν ότι τους εξασφαλίζει η καταγωγή, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και ο ετεροκαθορισμός τους μέσα από αυτά. Ένας ετεροκαθορισμός που θέτει σε λειτουργία έναν εξουσιαστικό μηχανισμό που δρα καταστροφικά προς τους άλλους και που μετατρέπει τους ανθρώπους σε αδίστακτα ανθρωπόμορφα τέρατα.
Βαθιά πολιτικοποιημένος ο Κεν Λόουτς, πιστός πάντα στο ιδανικό του για ένα δίκαιο κόσμο, δημιουργεί ταινίες που θεωρούνται ορόσημα του βρετανικού κοινωνικού ρεαλισμού αγγίζοντας και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Ο ιταλικός νεορεαλισμός επηρέασε βαθύτατα τον τρόπο κινηματογράφησής του και ο ίδιος έχει δηλώσει ότι η ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα «Κλέφτης Ποδηλάτων» (1948) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Και όπως τα περιστατικά και τα πρόσωπα του «Κλέφτη Ποδηλάτων» δεν υποκινούνται ποτέ από τη σκοπιμότητα μιας θέσης, αλλά η θέση ξεπετάγεται πάνοπλη, ακριβώς επειδή δεν έχει διόλου προκληθεί, έτσι και στις ταινίες του Λόουτς έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που οι μοναξιές τους αποτελούν το «εύρημα» που προκαλεί την έκρηξη της αντίθεσης ανάμεσα σε αυτούς και των πολύπλοκων συνθηκών που δημιουργούνται μέσα στην κίνηση της ιστορίας την αντικειμενικότητα της οποίας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίζει γιατί βρίσκεται ο ίδιος μέσα σε αυτή την κίνηση. Η πολυπλοκότητα όμως των συνθηκών που συμβαίνουν μέσα σε μία συμπιεσμένη χρονική δράση (οι συνεχείς ανατροπές στις ζωές των ανθρώπων διαδέχονται η μία την άλλη) με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπο το άτομο δημιουργούν πάντα την αίσθηση του επείγοντος και του τραγικού. Και αυτό το επείγον και το τραγικό καλούνται οι ήρωες της «τελευταίας παμπ» να το αντιμετωπίσουν και να πάρουν τελικά θέση. Η ανάγκη δημιουργίας και στήριξης της κοινότητας δεν προκύπτει μέσα στην ταινία ως διδακτισμός, αλλά ως η μοναδική σανίδα σωτηρίας. Ο βασικός ήρωας της ταινίας, ο Ντι Τζέι κατανοεί τους άλλους, γιατί κατανοεί ότι βρίσκεται στην ίδια θέση με αυτούς. Γιατί μπορεί και αντικρίζει κατάματα τη ζωή του και δεν εξαπατά τον εαυτό του επιρρίπτοντας ευθύνες σε αποδιοπομπαίους τράγους. Γιατί καταλαβαίνει ότι η μοναδικός τρόπος να ξεφύγεις από τη μιζέρια, την κατάθλιψη, το περιχαράκωμα που σου έχει επιβληθεί είναι να να συνδέσεις τη δράση σου με μία σωστή και ανοιχτή πολιτική ανάλυση που θα πρέπει να περνάει μέσα από την οργανωμένη και συνεκτική δράση των ανθρώπων. Η επαφή του Ντι Τζέι με τη Γιάρα τον βοηθά να αντικρίσει και αυτός τη ζωή με μία άλλη οπτική μέσα από έναν «ευρυγώνιο φακό» που δίνει τη δυνατότητα να βλέπει στο βάθος, πιο πέρα από τη μοναξιά του. Να αντικρίζει τη συλλογική μοναξιά των ανθρώπων και τα χίλια δράματα που εμπερικλείονται σε αυτήν.
Ο 87χρονος σπουδαίος και αξιολάτρευτος αυτός σκηνοθέτης που μας έμαθε να βλέπουμε σινεμά, που αναμφισβήτητα μέσα στην καρδιά της εποχής που περιγράφει σε όλες του τις ταινίες κατορθώνει πάντα να διασώζει έναν επαναστατικό ουμανισμό, δήλωσε σε συνέντευξή του στο Hollywood Reporter, με αφορμή την τελευταία του ταινία:
«Απλώς δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να ξαναγυρίσω στο πεδίο του σινεμά, σκεπτόμενος Θεέ μου, θα πέσω στον πρώτο φράχτη. Οι ταινίες χρειάζονται κάποια χρόνια και εγώ θα είμαι σχεδόν 90 χρονών. Και οι δυνατότητες όντως μειώνονται. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη ατονεί και η όρασή μου είναι αρκετά χάλια τώρα. Ρεαλιστικά θα ήταν πολύ δύσκολο».
Και διαβάζοντας αυτά τα λόγια σού δημιουργείται έντονα η επιθυμία να συναντήσεις αυτόν τον άνθρωπο και να του πεις: «Μακάρι Κεν, όλοι μας να είχαμε τη μνήμη και την όρασή σου! Μακάρι…»
Η ταινία του Κεν Λόουτς “Η Τελευταία Παμπ” προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες.
*Της Καλίτσας Βλάχου
Αναδημοσίευση άρθρου από https://www.katiousa.gr/