Ήταν πια ξεκάθαρο. Είχε αρχίσει να του στρίβει ή πως αλλιώς να εξηγούσε όλα αυτά που του συνέβαιναν. Ήταν καλοκαίρι και δεν ήθελε να βγαίνει τις νύχτες για ποτό. Προτιμούσε να φοράει σορτσάκια και να τρέχει στις παραλίες, κοιτούσε άστρα και αν τον παρατηρούσες, ήταν λες και τον ρουφούσε με κάποιο μαγικό και συνάμα τρελό τρόπο ο ουρανός. Δεν αγόραζε ακριβά ρούχα, δεν έψαχνε πια να βρει του φίλους του, αγαπούσε παράφορα το ποδήλατό του. Διάβαζε, διάβαζε και χαμογελούσε κάθε τόσο όταν έβρισκε μέσα σε εκείνες τις σελίδες, των μεγάλων συγγραφέων, χαρούμενες ατάκες. Ταξίδευε καθημερινά σε μέρη από ολάκερη τη γη. Μια πάνω στη μοτοσυκλέτα του Τσε στο μακρινό Περού, «ποδερόσα» έτσι την έλεγαν, την άλλη στους καταρράκτες της Έδεσσας παρέα με τον Λουντέμη στα φτωχικά του χρόνια, και τέλος έφθανε στο ηλιόλουστο Λος Άντζελες του θείου Τσαρλς, παρέα με μια χούφτα κατατρεγμένους. Το χειρότερο δε από όλα ήταν τούτο και μα το θεώ φοβάμαι κάπως ακόμη και να σας το εξομολογηθώ. Δεν ανέβαζε ούτε μια φωτογραφία με το πρόσωπό του στα social media. Καθόλου, ούτε μια, τι ντροπή;
Την ίδια στιγμή που από μπροστά του περνούσαν όλες οι εποχές με τους ανθρώπους μόνο να φαίνονται, όχι να υπάρχουν ουσιαστικά μέσα σε εκείνες, την ίδια λοιπόν στιγμή ο ήρωας μας απουσίαζε από την εικονική πραγματικότητα, μάζευε νερό από τις πηγές του Μαύρου όρους, στα αλήθεια ρε σας λέω, του είχε στρίψει εντελώς. Άλλοτε κάθονταν στη ράχη ψηλά στο «Μάτι» που λέμε και αγνάντευε την απλωσιά μπροστά του. Έπαιρνε βαθιές ανάσες και μάζευε ρίγανη λίγο παραδίπλα. Τους χειμώνες πήγαινε πάλι στο χωριό κι έβγαζε τα πρόβατα, τα γαλάρια, για βοσκή για να βοηθήσει τη γιαγιά του. Τα πρόσεχε τα ζωντανά, κάποιες φορές είχε ξεγεννήσει κιόλας μερικά σαν να ήταν γιατρός. Έπειτα ο καιρός ζέστενε ξανά και κατέβαινε στις θάλασσες, έπεφτε μέσα και κολυμπούσε, ούτε μια φορά δεν έβγαλε φωτογραφία τα πόδια του και το βρεγμένο του μαλλί. Ήταν δράμα η κατάστασή του σας λέω, πιστέψτε με.
Στη δουλειά του ανέφερε συνέχεια μια έκφραση, «δικαιοσύνη και σεβασμό για όλους κι από όλους». Δεν είχε ξανακουστεί ποτέ κάτι τέτοιο και γι’αυτό δεν κράτησε πολύ. Αδιάφορο το ποια δουλειά ήταν. Μέχρι και στις «μαχαιριές» που δέχονταν συνήθως πίσω από την πλάτη του, ούτε που γύρισε να τις κοιτάξει. Έσταζε το αίμα σαν ποτάμι και δεν τον άγγιζε, ήταν σαν θεός, ένα μισότρελος θεός όλο χαμόγελο και ευγένεια.
Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν η επιστήμη αποφάνθηκε: «Σηκώνουμε τα χέρια μας ψηλά», είπαν οι γιατροί. “Ετούτος εδώ είναι άνθρωπος, είναι κανονικός άνθρωπος.” “Δεν ξέρουμε αν μπορείτε να το καταλάβετε.” “Άνθρωπος.”
Ήταν πια ξεκάθαρο, του είχε στρίψει, κάτι κακό του είχε συμβεί..
Γράφει ο Σ.Ν “Chinaski”