Θα ήταν δεν θα’ ταν τέλη Αυγούστου, στο περιθώριο μιας λαϊκής αγοράς όπου εκείνος ο “κοτάς” πουλούσε τα πουλερικά του. Μικρά πουλάκια, μεγάλες κότες, παπιά, πάπιες, χήνες και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Στον γέρο Χρήστο εντύπωση έκανε ένα γαλοπουλάκι μικρό, ημερών, που είχε μείνει μονάχο του καθώς όπως υπέθεσε όλα τα υπόλοιπα θα είχαν πουληθεί. Έτσι το αγόρασε κιόλας, το πήρε και με έκπτωση αφού ήταν τελευταίο κομμάτι, από έξι στα τρία ευρώ. Το πήγε στο σπίτι στη γυναίκα του κι εκείνη αφού του έβαλε τις φωνές για τον επιπλέον καθημερινό φόρτο της φροντίδας του, το συγύρισε καλά – καλά σε ένα ξύλινο κλουβί που είχε από παλιά για τους νεοσσούς.
Ο καιρός πέρασε και το γαλί μεγάλωνε και έγινε ένα “θηρίο” με μαύρα φτερά και κατακόκκινο κεφάλι. Κάθε τόσο έριχνε ένα σάλτο και βρίσκονταν έξω από το κοτέτσι με τις κότες. Δεν είχε στασιό που λέμε, έσκαβε τις λεμονιές, κουτσούλαγε στα μάρμαρα της αυλής, ανέβαινε στο κάγκελο της πόρτας, φτεράκαγε και σήκωνε ντουμάνι τη σκόνη. Όλο να το ξεπαστρέψει έλεγε η κυρά του σπιτιού κι όλο κάτι την κρατούσε πίσω. Ίσως μάλλον η ημεράδα του πουλιού, που έρχονταν στα χέρια της σαν το πιστό σκυλί και που ήταν ήμερο και καλοσυνάτο. Παρά τις ζαβολιές του όλο τελικά τη γλίτωνε.
Μια ημέρα πάνω από το κοτέτσι πετούσε ένα κιρκινέζι. Πουλί επιθετικό και άγριο σαν γεράκι. Είχε μάλλον εντοπίσει τους στόχους του και διερευνούσε τις συνθήκες για το πότε θα ήταν κατάλληλες να επιτεθεί. Είχε υπολογίσει όμως χωρίς τον “ξενοδόχο” που δεν φαίνονταν, αφού πάλι έκανε τις καθημερινές αταξίες του κάτω απ’ τα δέντρα του κήπου. Έτσι λοιπόν, το κιρκινέζι επιτέθηκε κάποια στιγμή. Βούτηξε από μεγάλο ύψος και με κλεισμένα τα φτερά σαν θανατερό βέλος όρμησε για να αρπάξει κότες, πουλιά και κοτοπουλικά. Λίγο πριν φθάσει όμως στον στόχο του, σαν από μηχανής θεός το γαλάκι, το χαζό γαλί που λένε οι πολλοί, με ένα σάλτο βρέθηκε μέσα από το κοτέτσι, και με μια μόλις κίνηση ανοίγοντας τις φτερούγες του έχωσε κάτω από αυτές όσες περισσότερες κότες μπορούσε. Σαν στοργική μαμά που αγκαλιάζει τα παιδιά της, σαν σε σκηνή από ταινία οσκαρική, κατάφερε να αποτρέψει το επικίνδυνο κιρκινέζι να αρπάξει τα υποψήφια θύματά του.
Το μαύρο το γαλί έζησε για μερικά χρόνια ακόμη. Πολύ έξυπνο δεν ήταν αλλά η οικογένεια το είχε αγαπήσει, το δίχως άλλο. Οι γαλοπούλες λένε δεν είναι έξυπνα πουλιά, αυτό το ήξερε καλά. Γι’ αυτό εκείνο είχε αναπτύξει άλλες αρετές. Ήταν γενναίο, προστατευτικό, αγαπούσε τους οικείους του. Και δεν απορούσε που δεν συναντούσε κι άλλα πουλιά εκεί έξω με τις ίδιες αρετές τόσο συχνά…