«Ήμουν αυτό που λένε αισθηματίας. Συγκινιόμουν με ένα σωρό χαζά πράγματα: γυναικεία παπούτσια κάτω από ένα κρεβάτι, μια ξεχασμένη φουρκέτα στο νεροχύτη, από τον τρόπο που έλεγαν «πάω να κατουρήσω», από τις κορδέλες τους, όταν τις έβλεπα να διασχίζουν το δρόμο 1.30 το απομεσήμερο, από τα ατέλειωτα βράδια του συντροφικού πιοτού, από τους καβγάδες, τις ψιλοκουβέντες, τότε που σκέφτεται κανείς την αυτοκτονία.
Και ακόμα έλιωνα όταν ένιωθα να συντελείται το θαύμα, όταν καθόμουν μαζί τους στο αμάξι μου, όταν αναθυμιόμουν τους έρωτές μου στις 3 τα ξημερώματα, όταν μου έλεγαν ότι ροχαλίζω, όταν άκουγα τα ροχαλητά τους, όταν μόνος μου σε ένα εστιατόριο διάβαζα την εφημερίδα μου και ήθελα να ξεράσω γιατί σκεφτόμουν πως τώρα είναι παντρεμένη με έναν διανοητικά ανάπηρο οδοντίατρο. Όταν έπινα, όταν χόρευα. Όταν φλέρταρα, όταν φλέρταραν. Όταν κοιμόμουν μαζί τους…» «Και η αγάπη;» Ρώτησε η Βάλερι.
«Η αγάπη δεν παρουσιάζει προβλήματα σε εκείνους που ξέρουν να αντέξουν την ψυχική φόρτιση. Είναι σαν να προσπαθείς να κουβαλήσεις έναν σκουπιδοτενεκέ στην πλάτη σου πάνω από ένα ποτάμι αφρισμένα κάτουρα.» «Οι ερωτευμένοι συχνά είναι νευρωτικοί, επικίνδυνοι. Χάνουν κάθε αίσθηση προοπτικής και χιούμορ. Γίνονται υστερικοί, ψυχωτικοί, ανιαροί. Καμιά φορά γίνονται και δολοφόνοι.»
«Έτσι και αλλιώς οι ανθρώπινες σχέσεις είναι αδιέξοδες. Μόνο οι δυο πρώτες βδομάδες έχουν ενδιαφέρον, μετά τα πράγματα γίνονται επίπεδα, πλαδαρά. Οι μάσκες πέφτουν και εμφανίζονται τα αληθινά πρόσωπα: τρελοί, ηλίθιοι, παρανοϊκοί, εκδικητικοί, σαδιστές, δολοφόνοι. Η σύγχρονη κοινωνία έχει δημιουργήσει ανθρώπους που κατασπαράσσουν ο ένας τον άλλον. Κανίβαλοι. Τα πάντα μοιάζουν με μονομαχία μέχρι θανάτου που διαδραματίζεται πάνω σε ένα τραπέζι μπιλιάρδου… Η μεγαλύτερη διάρκεια που μπορούμε να ελπίζουμε για μια σχέση μας είναι δυόμισι χρόνια.»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Τσαρλς Μπουκόφσκι “Γυναίκες” (1973)