Κάθε που έφευγαν οι γιορτές και όλες εκείνες οι μεγάλες – λαμπερές ημέρες και νύχτες, επέστρεφε ο Ρόρυ, ο Τσάρλς.. όλη η συνομοταξία των τρελάκηδων. Είχαν πάντοτε κάτι να πουν, σε έβαζαν στην διαδικασία να τους διαβάσεις, να τους ακούσεις, δεν περνούσαν στα τυφλά όπως οι λαμπερές ημέρες. Γιατί αυτές οι ημέρες δεν κουβαλούσαν μεγάλες δόσεις πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα είναι πάντοτε καλύτερη συντροφιά, είτε εύκολη, είτε δύσκολη.
Λανθασμένα μάλλον η εισαγωγή έγινε σε χρόνο παρελθοντικό και σε ύφος μυθιστορηματικό. Τα πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα με τις ζωές των ανθρώπων. Με τις ζωές των ανθρώπων. Μάλιστα. Το πιο σημαντικό και το πιο ασήμαντο πράγμα στον κόσμο. Οι γιορτές έφυγαν και έμεινε η μοναξιά. Εξαρτάται βέβαια από τον προσδιορισμό που αποδίδει κανείς στην έννοια της μοναξιάς. Θα έχετε σίγουρα διαβάσει επ’ αυτού δεκάδες αναλύσεις στο αχανές περιβάλλον του ίντερνετ. Ουσιαστικά όμως και για να μάθετε μια ακόμη αλήθεια, η μοναξία είναι συνώνυμο της ανθρώπινης ύπαρξης. Σκεφτείτε το.
Αλλαξε ο χρόνος και δεν είμαστε πλέον παιδιά. Από μόνο του αυτό αποτελεί μια κακή και μια καλή είδηση την ίδια ακριβώς στιγμή. Πρώτον κάθε χρόνος που τελειώνει, αφού έχουμε θέσει τέτοια όρια από καταβολής κόσμου ή έστω μερικές χιλιάδες έτη αργότερα, κουβαλάει μέσα του ιστορίες. Δικές μας ιστορίες ζωντανές ή πεθαμένες. Αν είναι ζωντανές πάει καλά. Αν όχι, δεν πάει καλά. Περνούν στο υποσυνείδητο και σε ταλαιπωρούν, σου ρίχνουν βάρος, κάθε τόσο και λίγο παραπάνω. Δεν είναι ωραία φάση οι πεθαμένες ιστορίες. Από την άλλη και στην καλή είδηση τώρα, εφόσον μπορείς να διαβάσεις ετούτες εδώ τις αερολογίες, και εφόσον μπορώ κι εγώ να τις γράφω ακόμη, σημαίνει πως υπάρχουμε. Είναι μάλλον σπουδαία κατάσταση το να υπάρχουμε. Ετσι πιστεύω.
Μερικές νύχτες όπως απόψε αισθάνομαι σαν ξωτικό. Ότι δεν έχω καμία σχέση με όλο αυτό που αντιλαμβάνομαι, ότι δεν πέρασα ποτέ από εδώ. Ίσως ότι δεν υπήρξα ποτέ. Το ξέρω δεν είναι λογικό, όμως τι άληθεια είναι λογική; Το έχουμε προσδιορίσει; Τα χρόνια φεύγουν γρηγορότερα από τον Γιουσεϊν Μπολτ σε κατοστάρι και δεν έχω μάθει ακόμη τι μένει. Θα ήταν σημαντική η στιγμή που θα μάθαινα κάτι τέτοιο.
Κάποτε πίστευα στην υστεροφημία. Πως αυτή η ζωή είναι ένα πέρασμα και πως πρέπει να γίνει άψογα. Να καταφέρεις να αφήσεις το στίγμα σου στους επόμενους, με κάποιον τρόπο να το καταφέρεις. Τώρα ξέρω πως τίποτα τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. Τίποτα ίσως δεν είναι περισσότερο απαραίτητο από το να μπορείς να χαμογελάς λιγάκι. Να χαμογελάς και να κάνεις και τους γύρω σου να αισθάνονται το ίδιο. Όποιους και ότι υπάρχει γύρω σου. Άνθρωποι και πράγματα. “Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων” έγραφε κάποτε ο μεγάλος Κώστας Καρυωτάκης. Ακριβώς, θα συμφωνήσω μαζί σου απίθανε ποιητή. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο και δεν θα υπάρξει ποτέ. .
Γράφει ο Στάθης Ντάγκας