Στην πρωτεύουσα δεν πηγαίνω συχνά. Για να ακριβολογώ πηγαίνω εντελώς σπάνια ως καθόλου. Όσες φορές το κάνω είναι για να επισκεφθώ κάποιο μουσείο ή όταν μου έχει λείψει αρκετά η Ακρόπολη κι έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά. Πρόσφατα επισκέφθηκα λοιπόν την Αθήνα. Μέσα σε λίγες ώρες ήθελα να επιστρέψω πίσω, πράγμα που έκανα τελικά χωρίς να το πολυσκεφτώ. Δεν το μετάνιωσα στιγμή.
Στην Αθήνα η αστυφιλία οδήγησε εκαταμμύρια κόσμου να την πυκνοκατοικήσουν, δεν αναπνέεις πια, δεν είναι εύκολο ούτε καν να περπατήσεις σε κάπως πιο πολυσύχναστους δρόμους. Άνθρωποι έντρομοι από την καθημερινότητα σε προσπέρνούν, πέφτουν πάνω σου χωρίς να το καταλάβουν. Το βλέπεις στο βλέμμα τους ότι είναι χαμένοι. Όχι ότι εμείς εδώ στην επαρχία πηγαίνουμε πίσω. Όμως ακόμη δεν έχει χαθεί οριστικά το παιχνίδι. Στην πρωτεύουσα ναι, μοιάζει το παιχνίδι να είναι χαμένο.
Οι μεγάλες πόλεις πικονοκατοικήθηκαν, οι μεγάλες επιχειρήσεις και το εθνικό εμπόριο στεγάζεται σε αυτές, η πολιτική και τα κέντρα λήψης αποφάσεων επίσης. Εκατομμύρια τόνοι τσιμέντου, εκατομμύρια ψυχές. Εμειναν έτσι τα βουνά στην επαρχία στης χώρας έρημα. Έμειναν τα χωριά να βουλιάζουν στον χρόνο και να μην έχουν ούτε έναν κάτοικο. Ακόμη και τα πιο ηρωϊκά που βαστούνε, βλέπουν τον πληθυσμό τους να μειώνεται χρόνο με το χρόνο.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί συνέβη όλη αυτή η ιστορία. Σίγουρα υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις και οι επιστήμονες τις έχουν θέσει στη διάθεσή μας, όπως και οι κοινωνικοί μελετητές. Όμως δεν το κατάλαβα.
Δεν θα πάψω να μιλάω για τα βουνά, δεν θα πάψω να τα επισκέπτομαι και να γράφω για εκείνα. Κάποτε σε αυτά αναπτύχθηκαν μοναδικοί πολιτισμοί. Από την αρχαιότητα ακόμη, οι ιστορικοί όπως ο Παυσανίας μας είχαν προϊδεάσει. Κάποια στιγμή θα πάρουν το αίμα τους πίσω όλα εκείνα τα πανέμορφα χωριά, τα εγκαταλελημένα. Ο κόσμος θα καταλάβει πως ο τρόπος ζωής που μας πλασάρανε είναι ένα τίποτα. Ο κόσμος στο τέλος πάντα καταλαβαίνει, έστω κι αν καθυστερεί.
Γράφει ο Στάθης Ντάγκας