Εκεί πάνω στο βουνό τέτοια εποχή, με του που έμπαινε ο Ιούλιος -ακόμη και τώρα έτσι γίνεται-, άνθιζε η ρίγανη και ήταν έτοιμη για να την “κυνηγήσεις”, να την μαζέψεις σε ματσάκια κι έπειτα να την κρεμάσεις από τον σπάγκο να ξεραθεί. Ύστερα από κάποιο καιρό -και προσοχή να μη σου πέσει νερό πάνω της γιατί χαλάει και πικρίζει- θα την έτριβες και θα την αποθήκευες σε βαζάκια για τα ψητά και τα μαγειρέματα του χειμώνα. Έτσι όπως θυμάμαι τη διαδικασία είχε κάτι το ιερό όλη αυτή η ιστορία. Μια ιεροτελεστία. Όχι μόνο για εμάς που μεγαλώναμε τα καλοκαίρια μας στο χωριό μαζί με ανθρώπους και ζωντανά, αλλά και για τους επισκέπτες που ανηφόριζαν επί τούτου.
Ο τόπος μοσχοβολούσε κάτω από βράχους, ρεματιές και αντερίσματα, κι άμα έπιανε να φυσήξει λιγάκι τότε όλα γινόντουσαν πιο μαγικά. Αν ήθελες να μαζέψεις τη ρίγανη την εντελώς ορεινή, επειδή ως γνωστόν ο Ιούλιος είναι ζεστός μήνας, έπρεπε να ξυπνήσεις πριν τις έξι το πρωί και να ξεκινήσεις την ορειβασία. Το σημαντικό σε κάθε περίπτωση ήταν ο σεβασμός στο περιβάλλον και τη φύση που ίσως βρίσκονταν σε καλύτερα επίπεδα σε σχέση με το σήμερα. Ο σεβασμός στη ρίγανη, στο καλοκαίρι, στα δέντρα, στα βουνά, στα νερά, στον αέρα, στα ζωντανά.. γενικότερα, στον ίδιο τον άνθρωπο. Μπορεί αυτό να είναι και μια εξιδανίκευση της εποχής που δεν υπάρχει πια, ίσως να είναι ρομαντισμός, όμως δεν νομίζω να θυμάμαι τόσο λάθος. Το περιβάλλον το πιστεύαμε και το στηρίζαμε περισσότερο, μέσα από όλες τις επιλογές μας. Ύστερα ήρθε η κάθε λογής ανάπτυξη και τα πήρε όλα παραμάζωμα.
Η ρίγανη άνθιζε τέτοια εποχή κι όχι μόνο η ρίγανη αλλά και το τσάϊ του βουνού. Ήμουν παιδί μα το θυμάμαι, τότε άνθιζε ακόμη.
Σ.Ν. “Chinaski”