Το ελληνικό παλαιό σινεμά το λατρέυω. Όχι μόνο εγώ δηλαδή, αλλά νομίζω και κάθε έλληνας που γεννιέται μαθαίνει να ζει με τις ασπρόμαυρες ταινίες. Είναι μια ιστορία που ποτέ δεν τελειώνει.
Ανάμεσα στους λαμπερούς αστέρες του παρελθόντος, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ξεχωρίσε για την αριστοκρατική παρουσία του. Γόνος ευκατάστατης οικογένειας με Κωνσταντινοπολίτικη καταγωγή, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1913 και μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Ο πατέρας του είχε χρυσοχοείο και αδερφή του ήταν η επίσης γνωστή ηθοποιός Μίτση Κωνσταντάρα, ενώ είχε ακόμη μια αδερφή.
Αυτή η θρυλική κορμοστασία του Λάμπρου που βλέπουμε όλοι στις ταινίες, είχε εξήγηση καθώς υπήρξε από νεαρός αθλητής. Ήταν αθλητής της ΑΕΚ, τερματοφύλακας στην Β΄ομάδα την περίοδο 1929-30 και αθλητής στίβου σε αγωνίσματα ταχύτητας. Έπειτα κατατάχθηκε στο ναυτικό στην Κέρκυρα στην σχολή υπαξιωματικών. Επειδή όμως αυτό έγινε υπό την πίεση των γονιών του, δραπέτευσε μια ημέρα κολυμπώντας και γλίτωσε το στρατοδικείο ύστερα από μεγάλες προσπάθειες της οικογενείας του. Το 1934 μετέβη στο Παρίσι προκειμένου να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στην συνέχεια το οικογενειακό χρυσοχοείο στο κέντρο της Αθήνας. Εγκατέλειψε τις σπουδές του κι έκανε διάφορες δουλειές, ώσπου τον ανακάλυψε ο Γάλλος σκηνοθέτης Λουί Ζουβέ να παίζει ως κομπάρσος σε θεατρική παράσταση. Σπούδασε ηθοποιός στο θέατρο «Ατενέ» και το καλοκαίρι του 1938 επέστρεψε στην Ελλάδα, ξεκινώντας πλέον καριέρα ηθοποιού. Πολέμησε και τραυματίστηκε στον πόλεμο του 1940 στα Αλβανικά βουνά. Μάλιστα ύστερα από τον τραυματισμό του και ενώ είχε παρασημοφορηθεί, θέλησε και πάλι να τον στείλουν πίσω στο μέτωπο.
Είναι γνωστή η μεγάλη του αγάπη για τις γυναίκες. Παρότι παντρεύτηκε δύο φορές, παρέμενε αθεράπευτος λάτρης του γυναικείου φύλου. Από τον πρώτο του γάμο με την Γιούλη Γεωργοπούλου, απέκτησε ένα παιδί, τον δημοσιογράφο και βουλευτή Δημήτρη Κωνσταντάρα, ο οποίος του χάρισε δυο εγγόνια : την Παυλίνα (1974) και τον Λάμπρο (1979). Ιδιαίτερος στις συνεργασίες του στις οποίες τον καταδίωκε, όπως έχουν δηλώσει πολλοί κατά το παρελθόν, μια τελειομανία σε όσες κινηματογραφικές ή θεατρικές προσπάθειες συμμετείχε. Μυθικό έχει μείνει στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου το “βαρύ χέρι” του, με τον Αλέκο Τζανετάκο να έχει πληρώσει περισσότερο από όλους το μάρμαρο.
Σε όσα αφορούν τις κωμωδίες που πρωταγωνίστησε, τον κατέταξαν στην κορυφή της μνήμης των σινεφίλ, ως έναν από τους πλέον κωμικούς καλλιτέχνες που υπήρξαν στην χώρα μας. Όχι άδικα. Είχε κάτι το ξεχωριστό η ηθοποιία του. Απίθανες σκηνές και ο τρόπος που τσαλάκωνε τον εαυτό του κινηματογραφικά μοναδικός.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιξε σύνολο σε 78 ελληνικές ταινίες, σε τέσσερις που γυρίστηκαν στη Γαλλία την δεκαετία του 1930 («Αν ξανανεβούμε προς τα Ηλύσια Πεδία», «Σχολείο γυναικών», «Κουρσάρος», ενώ είναι άγνωστος ο τίτλος της τελευταίας) και σε μία ελληνική που γυρίστηκε στην Αίγυπτο το 1950, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία γι’ αυτήν την ταινία. Τελευταία του ταινία ήταν «Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ».
Πέθανε στο «Ασκληπιείο» της Βούλας στις 28 Ιουνίου 1985. Νωρίτερα (1978 και 1983) είχε υποστεί δύο εγκεφαλικά επεισόδια. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Το 2008 ένα θέατρο στο Αιγάλεω ονομάστηκε «Θέατρο Λάμπρος Κωνσταντάρας» σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο.
Με μερικές πληροφορίες από την wikipedia.
Γράφει ο Στάθης Ντάγκας