Φθινοπωρινή νύχτα..

Είπα στη μάνα μου αν ήθελε να μου φτιάξει μια ομελέτα και κάθισα εκεί δίπλα από το γκάζι να ακούω τους ήχους. Ο μικρός έπαιζε με τη ζιζελ τη σκυλίτσα και όλο γελούσε μόνος του. Το φθινόπωρο, έστω και στην εποχή της “κλιματικής αλλαγής”, φαίνεται τώρα τα βράδια πως έχει αρχίσει να κάνει τη δουλειά του. Ψύχρανε στη γειτονιά και “βουίζει” μια ησυχία που σε τίποτα δεν θυμίζει το καλοκαίρι. Μα, μόλις πριν λίγο καιρό δεν ήταν που μέχρι εδώ άκουγες τις φωνές των παιδιών; Κι όμως δεν έχει περάσει καιρός. Είναι βράδυ μα ο γουαδεφρύγος το καναρίνι μου καθόλου δεν νοιάζεται. Ξαφνικά, άρχισε να κελαηδάει μια δική του, εντελώς δική του συμφωνία. Έχει σπουδαία φωνή και το ξέρει, γι ‘ αυτό επιδίδεται σε αυτά τα τσαλιμάκια. Έτσι λοιπόν, καθισμένος στη βεράντα του πατρικού σπιτιού, μακριά από τα φώτα της πόλης όπως πάντα, σκέφτομαι πως η ζωή είναι κάτι ανάμεσα στις φωνές του πιτσιρικά ανιψιού μου, του τραγουδιού από το καναρίνι, των γαβγισμάτων της Ζιζέλ, του ήχου που κάνει μια ομελέτα όταν ψήνεται στο γκάζι, και της φθινοπωρινής νύχτας. Ίσως κάπου εκεί ανάμεσα πάλι να βρίσκεται και η ευτυχία ή ένα νόημα στη ζωή, όμως ετούτη τη στιγμή, τ’ ομολογώ, ότι διόλου δεν το σκέφτηκα…

Σ. Ν. “Chinaski”