Γυρίζοντας σε απαστράπτον σινεμασκόπ ένα θρίλερ μυστηρίου που διαδραματίζεται σε ένα και μόνο δωμάτιο, ο Κουέντιν Ταραντίνο φέρνει με διαολεμένο κέφι την Αγκαθα Κρίστι στην Αγρια Δύση και ολοκληρώνει ένα οργισμένο αντιρατσιστικό μανιφέστο στη μορφή ενός σύγχρονου american classic.
Εξι ή οχτώ ή δώδεκα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, o κυνηγός επικηρυγμένων Τζον Ρουθ και η «Κρατούμενη» Ντέιζι Ντόμεργκιου πηγαίνουν στην πόλη Red Rock, όπου ο Ρουθ, γνωστός στα μέρη αυτά ως ο «Κρεμάλας», σκοπεύει να φέρει την Ντόμεργκιου ενώπιον της δικαιοσύνης. Στο δρόμο, συναντούν δύο ξένους: τον ταγματάρχη Μαρκίς Γουόρεν, έναν μαύρο πρώην στρατιώτη του στρατού των Βορείων που πλέον έχει γίνει διαβόητος «Κυνηγός Κεφαλών», και τον Κρις Μάνιξ, έναν Νότιο αντάρτη που υποστηρίζει ότι είναι ο νέος «Σερίφης» της πόλης. Χάνοντας τον δρόμο τους στην χιονοθύελλα, ο Ρουθ, η Ντόμεργκιου, ο Ουόρεν και ο Μάνιξ αναζητούν καταφύγιο σε ένα πανδοχείο σε ένα ορεινό πέρασμα. Οταν φτάνουν εκεί, συναντούν όχι την ιδιοκτήτρια αλλά τέσσερα άγνωστα πρόσωπα. Ο «Μεξικάνος» Μπομπ, ο οποίος φροντίζει το πανδοχείο όσο η ιδιοκτήτρια επισκέπτεται τη μητέρα της, έχει αποκλειστεί εκεί με τον «Ανθρωπάκο» Οσβάλντο Μομπρέι, τον δήμιο του Red Rock, τον «Γελαδάρη» Τζο Γκέιτζ και τον Στρατηγό του στρατού των Νοτίων, τον «Νότιο» Σάνφορντ Σμίδερς. Καθώς η χιονοθύελλα τυλίγει το πανδοχείο, οι οκτώ ταξιδιώτες μας συνειδητοποιούν ότι δεν θα είναι και τόσο εύκολο να φτάσουν τελικά στο Red Rock…
Μια άμαξα διασχίζει σχεδόν σε real time το χιονισμένο τοπίο. Με ένα εσταυρωμένο σε πρώτο πλάνο στη μέση του πουθενά, την επιβλητική μουσική του Ενιο Μορικόνε να αντηχεί στο απόλυτο κενό, την κάμερα να πλησιάζει τα άλογα της άμαξας σε χορευτική συγχρονισμένη κίνηση και τους τίτλους της ταινίας σε ποπ πορτοκαλί να λερώνουν το χιόνι, ο Κουέντιν Ταραντίνο δεν χρειάζεται πλέον να εξηγήσει γιατί επέμενε να γυρίσει το «The Hateful Eight» σε 70mm σινεμασκόπ – ακριβώς όπως το έκαναν παλιά.
Κι, όμως, έχετε μόλις ξεγελαστεί με τον ίδιο διαβολικό τρόπο που λίγο αργότερα οι μισητοί οκτώ του τίτλου (και μερικοί ακόμη που θα σκάσουν πραγματικά από το πουθενά) θα εγκλωβιστούν σε ένα πανδοχείο και δεν θα βγουν από εκεί παρά μόνο όταν όλα θα έχουν τελειώσει σε ένα λουτρό αίματος και η Αμερική θα αναγκαστεί να ζήσει σε repeat, flash-backs και ατελείωτες σελίδες διαλόγων την εφιαλτική της ιστορία έτσι όπως αυτή φτάνει στο σήμερα μετρώντας ακόμη ανοιχτές πληγές…
Με μια πόρτα αμπαρωμένη με καρφιά που σπάνε κάθε φορά που κάποιος μπαίνει στο εσωτερικό του πανδοχείου (μια μόνο από τις υπέροχες λεπτομέρειες του σεναριακού οίστρου του Ταραντίνο), η απειλητική χιονοθύελλα θα μείνει έξω από τη δράση, ελάχιστο χιόνι θα πέφτει από τις τρύπες στην οροφή για να θυμίζει το βαρύ χειμώνα μιας χώρας που βγαίνει βαθιά τραυματισμένη από έναν εμφύλιο και η κάμερα δεν θα βγει ξανά ποτέ έξω στο φως, αλλά θα μείνει κι αυτή εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους μιας ταινίας φτιαγμένης σχεδόν σαν long version μονόπρακτο.
Μόνο τότε μπορείς πλέον να είσαι σίγουρος πως ο πραγματικός λόγος της εμμονής του Ταραντίνο για τη χρήση του σινεμασκόπ ήταν να ανοίξει το πλάνο τόσο πολύ ώστε να χωρέσει μέσα του ένα κυριολεκτικό θέατρο (του παραλόγου) που ξεκινάει από τον Αντον Τσέχοφ για να καταλήξει στο «Η Κόλαση είναι οι Αλλοι» του Ζαν Πολ Σαρτρ, αφού πρώτα έχει διασχίσει κάτι από το «Ο Παγοπώλης Ερχεται» του Ευγένιου Ο’ Νιλ και μαζί την πιο βίαιη και ρομαντική παράδοση του αμερικανικού και του σπαγγέτι γουέστερν.
Χωρισμένο σε έξι κεφάλαια, το «Hateful Eight» θα μπορούσε να είναι, περισσότερο απ’ όλα τα παραπάνω, η ποπ-γουέστερν εκδοχή των «Δέκα Μικρών Ινδιάνων» της Αγκαθα Κρίστι, ένα «βρες ποιος το έκανε» που θα ξεκινήσει όταν ο Ταραντίνο, αρκετή ώρα μέσα στην ιστορία του και ενώ είσαι σίγουρος πως βρίσκεσαι μπροστά σε ένα από τα πιο φλύαρα ταραντινικά σύμπαντα με ήρωες που απλά μιλάνε αναλύοντας ταυτόχρονα το τίποτα και το ίδιο τους το είναι, θα γυρίσει το χρόνο πίσω και σε μια παιχνιδιάρικη και αριστοτεχνικά ενορχηστρωμένη σεναριακή ανατροπή θα αποκαλύψει τι ενώνει – και κυρίως τι χωρίζει – τους «μισητούς» οκτώ του τίτλου.
Μακριά από τις gospel δραματικές εξάρσεις του «Django Unchained» και τη σκονισμένη από την ταχύτητα και τον αισθησιασμό δράση του «Death Proof», το «The Hateful Eight» θυμίζει ίσως περισσότερο τον εμμονικό και παιχνιδιάρικο βερμπαλισμό του «Inglourious Basterds», μόνο που εδώ ο Ταραντίνο δεν έχει πια ανάγκη από καμία «Gasoline» για να βάλει φωτιά στα πάντα.
Πιο ώριμος από ποτέ, με ένα σενάριο τόσο δουλεμένο πάνω στους χαρακτήρες, τις ιστορίες τους και την κάθε τους κίνηση που μοιάζει σαν να υπήρχε από πάντα ως ένας folk μύθος, ο Ταραντίνο σνομπάρει κάθε φτηνό εντυπωσιασμό, γράφει ατάκες που με κλειστά μάτια πλέον δεν μπορούν παρά να ανήκουν μόνο στον ίδιο, αρνείται να μειώσει τις σελίδες των διαλόγων του θεωρώντας κάθε λέξη σημαντική, παίρνει το χρόνο του είτε αυτό σημαίνει ένα ολόκληρο σχεδόν αχρείαστο δεύτερο κεφάλαιο μέσα στην άμαξα ή ένα αφοπλιστικά ρομαντικό τραγούδι της υπέροχης Τζένιφερ Τζέισον Λι / Ντέιζι Ντόμεργκιου με την κιθάρα (σαν μνήμη από το «Ριο Μπράβο» του Χάουαρντ Χοκς) και κινηματογραφεί κλασικά, στατικά, μεγαλοπρεπώς και ταυτόχρονα τόσο ιδιοφυώς απλά ένα γουέστερν δωματίου που ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στο ασήμαντο και το πολύτιμο, το διασκεδαστικό και το επώδυνο, το cult και το modern classic.
Στην καρδιά της όγδοης, όμως, ταινίας του Κουέντιν Ταραντίνο υπάρχει κάτι που χτυπάει πιο δυνατά από τη φόρμα της και την πλέον θρησκευτική κινηματογραφική αφοσίωση του δημιουργού της, κάτι που τσακίζει κόκαλα, που βάζει φωτιά στα πάντα, που στομώνει την πολιτική ορθότητα, κάτι που ορθώνεται ως μια άλλη σημαία απέναντι στο ρατσιστικό σύμβολο της ομοσπονδιακής σημαίας που έχτισε την Αμερική που γνωρίζουμε σήμερα, κάτι που απλώνεται μέσα στους τέσσερις τοίχους αυτού του πανδοχείου σαν το πιο σοβαρό αστείο που σας έκανε ποτέ να γελάσετε τόσο δυνατά. Μα και τόσο μα τόσο πικρά.
Ο Ταραντίνο φέρνει τον πραγματικό χειμώνα μέσα στο πανδοχείο και ελευθερώνει μια πραγματικά φονική χιονοθύελλα σε όλα όσα λέγονται ανάμεσα σε ανθρώπους του νόμου, επικηρυγμένους, αξιωματικούς νοσταλγούς του παρελθόντος, ανθρώπους που θέλουν να πάρουν εκδίκηση και άλλους που δεν φαντάστηκαν ποτέ πως ζούσαν εν γνώσει τους σε ένα κόσμο πιο σάπιο και από τα σανίδια της πόρτας του πανδοχείου που θυμίζει αδιάκοπα – κόντρα στις προβλέψεις – πως το κακό βρίσκεται εδώ… μέσα.
Το «Hateful Eight» είναι μια σκληρή, νιχιλιστική και χειρουργικά ανατριχιαστική κατακραυγή πάνω στη γέννηση ενός έθνους που οικοδομήθηκε πάνω στην εξαπάτηση, την προδοσία, τη διαπλοκή, το τέρας του ρατσισμού και την απόλυτη ακύρωση κάθε ιδανικού. Σε ένα ρόλο σπουδαιότερο και από αυτόν του Τζουλς στο «Pulp Fiction», ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον είναι ο κύριος ήρωας των μισητών οκτώ, τρομακτικός όταν αφηγείται μια ιστορία ταπείνωσης ενός λευκού, τραγικά αστείος όταν βρίσκεται πυροβολημένος στ’ αρχίδια (μια από τις παράπλευρες απώλειες του φινάλε), σπαρακτικός όταν μιλάει για εκείνο το γράμμα που έλαβε κάποτε από τον Αβραάμ Λίνκολν.
Το κατηγορώ του ήρωα που υποδύεται, του Ταγματάρχη Μάρκις Γουόρεν είναι μαζί και το απόλυτο μανιφέστο του Κουέντιν Ταραντίνο: μια θαρραλέα πράξη ακτιβισμού και ταυτόχρονα η πιο απενοχοποιημένα ξεδιάντροπη κριτική για μια χώρα που όσες φορές κι αν πνιγεί στο αίμα, δεν θα φροντίσει ποτέ να κλείσει τα τραύματα της μια για πάντα. Μια χώρα που συνεχίζει να οικοδομείται πάνω στο ρατσισμό ακόμη και όταν έχει για Πρόεδρό της έναν Αφροαμερικάνο. Μια χώρα που υποκρίνεται ότι επιδιώκει την ομόνοια όταν το μόνο που κάνει είναι να σπέρνει το μίσος. Μια χώρα που ο Ταραντίνο αμπαρώνει μέσα σε ένα πανδοχείο του 1800 για να μιλήσει εξαντλητικά αλλά χωρίς καμία περιστροφή, με δαιμόνιο τρόπο και πιστός στο ποπ ημερολόγιό του για ένα κόσμο που θα στοιχημάτιζε λάθος στο πιο φαινομενικά ασήμαντο αλλά τελικά ζωτικό ερώτημα της εποχής μας: «Ποιος γαμημένος δηλητηρίασε τον καφέ;».
Πηγή: flix.gr