Οι σταθμοί της ζωής του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 99 ετών, ένας από τους πολιτικούς που σημάδεψαν τη σύγχρονη πολιτική  ιστορία. Τα ξημερώματα της Δευτέρας 29 Μαΐου 2017, απεβίωσε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, πρώην πρωθυπουργός και επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
“Σήμερα στη 01:00 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε από τη ζωή, περιστοιχισμένος από τους ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν”» αναφέρει η ανακοίνωση της οικογένειάς του.
Γιος του πολιτικού Κυριάκου Μητσοτάκη (1884-1944) και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη και μικρανιψιός του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε  στις 18 Οκτωβρίου 1918 στη Χαλέπα Χανίων.
Ο παππούς του Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν επίσης πολιτικός, ιδρυτής και αρχηγός του κόμματος των «Ξυπόλητων» (Φιλελευθέρων).
Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Δυτική Γερμανία.
Το 1941, πήρε μέρος ως έφεδρος αξιωματικός στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου. Το διάστημα 1942-1944 άσκησε τη δικηγορία στην Κρήτη, ενώ κατά τη διάρκεια της κατοχής πρωτοστάτησε στη δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων.
Λόγω της δράσης του συνελήφθη δύο φορές από τους Γερμανούς και καταδικάστηκε σε θάνατο. Για την αντιστασιακή του δράση τιμήθηκε με τα μετάλλια Εθνικής Αντιστάσεως από την Ελλάδα και τη Βρετανία.
Το 1945, επανεξέδωσε την ημερήσια εφημερίδα «Κήρυξ Χανίων», η οποία κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.
Για πρώτη φορά βουλευτής
Το 1946, εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων με τους «Βενιζελικούς Φιλελεύθερους» των οποίων ηγείτο ο Σοφοκλής Βενιζέλος.
Το 1951, ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα ως υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου.
Στις 31 Mαρτίου 1955 κατέθεσε δήλωση ανεξαρτησίας και στις 26 Απριλίου 1955 προσχώρησε στη «Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ενωση».
Στις 3 Φεβρουαρίου 1960 προσχώρησε στην «Κίνηση Εθνικής Αναδημιουργίας» και στις 13 Φεβρουαρίου 1961 προσχώρησε στο «Δημοκρατικόν Κέντρον-ΑΦΕ» (Αγροτική Φιλελευθέρα Ενωσις)».
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Κέντρου λαμβάνοντας μέρος στον επονομαζόμενο Ανένδοτο Αγώνα των ετών 1961–1963, κατά της Κυβέρνησης του 1961 του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που οδήγησε την κεντρώα παράταξη στην εξουσία έπειτα από μακρά περίοδο παραμονής της στην αντιπολίτευση, καθώς και στην κρίση που ακολούθησε του Ιουλίου του 1965, οπότε ερχόμενος σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου αποχώρησε από την κυβέρνηση μαζί με άλλα στελέχη, χαρακτηριζόμενοι γι αυτό «αποστάτες» και «προδότες» της Ένωσης Κέντρου, σχηματίζοντας τις λεγόμενες «Κυβερνήσεις των Αποστατών» (αυτές των Αθανασιάδη-Νόβα, Τσιριμώκου και του Στεφανόπουλου).
Σημαντικό ρόλο στα «Ιουλιανά»
Το 1964, πρωταγωνίστησε στις ενδοκομματικές διενέξεις που συγκλόνισαν την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, ενώ το Νοέμβριο του ίδιου έτους ήρθε σε ρήξη με τον συνάδελφό του και γιο του πρωθυπουργού, αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία οξύνθηκε με την αμφιλεγόμενη αποκάλυψη μυστικής οργάνωσης στο στρατό (υπόθεση «Ασπίδα») και είχε ως αποτέλεσμα την προσωρινή απομάκρυνση του Ανδρέα Παπανδρέου από την κυβέρνηση.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα του Ιουλίου του 1965, τα οποία έχουν τον γενικό χαρακτηρισμό Ιουλιανά ή Αποστασία και αναφέρονται στις αιτίες της παραίτησης (κατ΄άλλους καθαίρεσης) από το βασιλιά της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου 1965.
Η κρίση που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου και του Γεωργίου Παπανδρέου, είχε φαινομενική αφορμή την αποπομπή του Υπουργού Εθνικής Αμύνης Πέτρου Γαρουφαλιά και ειδικότερα το πρόσωπο που θα τον αντικαθιστούσε στη συνέχεια στο υπουργείο.
Μετά την παραίτηση Παπανδρέου και παρά την προσπάθεια που κατέβαλε προηγουμένως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης για να την αποτρέψει, αναγκάστηκε στη συνέχεια να συνταχθεί με κάποια στελέχη της Ένωσης Κέντρου, όπου και σχημάτισαν την ομάδα των λεγομένων αποστατών η οποία και έδιδε ψήφο εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Συμμετείχε στις κυβερνήσεις των Γεωργίου Αθανασιάδη – Νόβα  και Στέφανου Στεφανόπουλου ως Υπουργός Συντονισμού ενώ αρνήθηκε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Ηλία Τσιριμώκου.
Την 1η Οκτωβρίου του 1965, από τα Χανιά, προανήγγειλε την ίδρυση νέου κεντρώου κόμματος, του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (ΦΙΔΗΚ). Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, χαρακτηρίστηκε από το συμπολιτευόμενο τύπο του Γ. Παπανδρέου ως αποστάτης και προδότης.
Σε συνέντευξή του το 2001 ο Κ. Μητσοτάκης σχολίασε για την κίνηση της «Αποστασίας» από την ΕΚ:
«Έχω μετανιώσει, γιατί θα μπορούσα εκείνη την ώρα να δείξω λιγότερη ευαισθησία απέναντι των εξελίξεων και αντί να πάω να ορκιστώ, να πάω στο Καστρί και να κοιτάξω να συμφιλιώσω και πάλι τον Βασιλέα με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ίσως μπροστά στο φάσμα του απειλουμένου εμφυλίου πολέμου να ήσαν σοβαρότεροι και οι δύο.
Διότι και η μια μεριά και η άλλη είχε άδικο. Κατά τη δική μου αντίληψη και το είχα πει τότε εις τον Γέρο, ότι επιτέλους ο Κωνσταντίνος, ο τότε Βασιλεύς ήτο νέος, άπειρος, υφίστατο και κακές επιρροές, σίγουρα υφίστατο κακές επιρροές γύρω του, δεν αναφέρομαι κατ’ ανάγκη στη Βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία κι αυτή είχε ορισμένες φορές ακραίες θέσεις, είχε πολλά προσόντα, αλλά είχε και αδυναμίες που οφείλονται ίσως στην καταγωγή της και στην ψυχολογία την οικογενειακή, αλλά αναφέρομαι και σε πολλούς άλλους, είχε αδυναμίες, είχε ο Βασιλεύς άδικο.
Αλλά ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας ώριμος πολιτικός, ο οποίος θα έπρεπε εκείνη την ώρα να δείξει περισσότερη λογική και να παραδεχθεί ότι χρειαζόταν μια μικρή υποχώρηση. Σας είπα, ότι αναγκάστηκε στη συνέχεια να κάνει πολύ μεγαλύτερη για να αποφύγει.»
Στις 13 Νοεμβρίου 1965 κατέθεσε δήλωση ανεξαρτησίας και στις 24 Ιανουαρίου 1966 προσχώρησε στο «Φιλελεύθερον Δημοκρατικόν Κέντρον» (ΦΙΔΗΚ).
Την 21η Απριλίου 1967 συνελήφθη από τη δικτατορία των συνταγματαρχών και κρατήθηκε σε καθεστώς περιορισμού, αλλά αφέθηκε ελεύθερος με την αμνηστία του Δεκεμβρίου 1967 και ύστερα διέφυγε στη Γαλλία, όπου παρέμεινε περίπου πεντέμισι χρόνια συμμετέχοντας ενεργά στη δράση κατά του στρατιωτικού καθεστώτος.
Η μεταπολίτευση
Το 1973 επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά μετά το πραξικόπημα της 25ης Νοεμβρίου συνελήφθη και πάλι για να ελευθερωθεί τελικά τον Ιούλιο του 1974, όταν ανατράπηκε η δικτατορία.
Στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, συμμετείχε ως ανεξάρτητος υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο του Δημοκρατικού Συνδυασμού Νομού Χανίων, αλλά αν και πήρε 11.322 ψήφους, δεν εξελέγη βουλευτής, παρότι κατετάγη δεύτερος σε αριθμό ψήφων στο νομό.
Το 1977 συμμετείχε στις εκλογές της 20ης Νοεμβρίου και εξελέγη στην περιφέρεια Χανίων ως αρχηγός του νεοσυσταθέντος από τον ίδιο κόμματος Νεοφιλελευθέρων.
Στις 16 Μαΐου 1978 δήλωσε στη Βουλή, μαζί με τον Παύλο Βαρδινογιάννη, ότι το κόμμα των Νεοφιλελευθέρων συγχωνεύθηκε με τη ΝΔ. Το 1981 ορίστηκε κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος.
Πρόεδρος στη ΝΔ
Την 1η Σεπτεμβρίου 1984 εξελέγη πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας με 70 ψήφους έναντι 42 του δεύτερου υποψήφιου Κωστή Στεφανόπουλου.
Στις εκλογές του Ιουνίου 1985 μετείχε ως αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αναδείχτηκε δεύτερο κόμμα με ποσοστό 40,84% και 126 έδρες.
Τον Σεπτέμβριο του 1987 εξελέγη αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ενωσης Δημοκρατικών Κομμάτων (IDU), θέση στην οποία επανεξελέγη το 1989 και το 1992.
Το 1989 μετείχε για δεύτερη φορά στις βουλευτικές εκλογές (της 18ης Ιουνίου), ως αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αναδείχτηκε πρώτο κόμμα συγκεντρώνοντας τη σχετική πλειοψηφία με ποσοστό 44,25% και 145 έδρες.
Στις 20 Ιουνίου 1989 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας του ανέθεσε την πρώτη διερευνητική εντολή για να σχηματίσει κυβέρνηση, την οποία όμως παρέδωσε αφού οι προσπάθειες που κατέβαλε στο τριήμερο που ορίζει το Σύνταγμα απέβησαν άκαρπες.
Πρωθυπουργός για πρώτη φορά
Στις 11 Απριλίου 1990, ενώ είχαν προηγηθεί οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989 στις οποίες το κόμμα του δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία, κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση, αφού στις τρίτες κατά σειράν εκλογές της 8ης Απριλίου 1990, η ΝΔ συγκέντρωσε 150 έδρες (ποσοστό 46,88%) και έλαβε την υποστήριξη του Θ. Κατσίκη μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ.
Στις 12 Ιουλίου 1991, πρότεινε τη σταδιακή απομάκρυνση των επιθετικών όπλων από τις περιοχές της ελληνικής Θράκης, της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της νότιας Βουλγαρίας. Η πρόταση αυτή, η οποία ανακοινώθηκε λίγες μέρες πριν από το ταξίδι του αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους στην Αθήνα, έγινε αμέσως αποδεκτή από τη Βουλγαρία, αλλά δεν βρήκε την ανάλογη ανταπόκριση από την Τουρκία.
Το διήμερο 1-2 Μαΐου 1993 υπήρξε ο οικοδεσπότης πρωθυπουργός της Διάσκεψης των Αθηνών, η οποία εγκωμιάστηκε ως επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη γιουγκοσλαβική κρίση, αφού, κατά τη διάρκειά της, ο ηγέτης των Σέρβων της Βοσνίας Ράντοβαν Κάρατζιτς, επείσθη να υπογράψει υπό όρους το ειρηνευτικό σχέδιο Βανς-Οουεν.
Η υπογραφή του σέρβου ηγέτη έγινε δεκτή από τη διεθνή κοινή γνώμη ως το πρώτο σημαντικό βήμα για τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου στη Βοσνία, αλλά λίγες μέρες αργότερα το αυτοανακηρυχθέν κοινοβούλιο των Σέρβων της Βοσνίας απέρριψε με συντριπτική πλειοψηφία το ειρηνευτικό σχέδιο και παρέπεμψε την έγκρισή του σε δημοψήφισμα.
«Να δικαστώ για να λάμψει η αλήθεια»
Στις 11 Οκτωβρίου 1993, μετά την εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας, υπέβαλε την παραίτησή του στον πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Στις 26 Οκτωβρίου 1993 παραιτήθηκε και από πρόεδρος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας και στις 3 Νοεμβρίου, ύστερα από πρόταση του νέου προέδρου της ΝΔ Μιλτιάδη Εβερτ και ομόφωνη απόφαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος του κόμματος.
Στις 5 Μαΐου 1994, 42 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ κατέθεσαν στη Βουλή πρόταση κατηγορίας εναντίον του για την υπόθεση της πώλησης της ΑΓΕΤ, ενώ στις 19 Μαΐου η Βουλή αποφάσισε τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής για την ίδια υπόθεση. Στις 16 Ιουνίου η Βουλή τον παρέπεμψε στο Ειδικό Δικαστήριο για το θέμα των υποκλοπών και στις 15 Σεπτεμβρίου αποφάσισε την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση της ΑΓΕΤ.
Υπέρ της παραπομπής για την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας σε απιστία ψήφισαν μόνον οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, ενώ για τις τρεις άλλες κατηγορίες (παθητική δωροδοκία, παράβαση καθήκοντος και παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών) ψήφισαν υπέρ της παραπομπής και οι βουλευτές της Πολιτικής Ανοιξης (ΠΟΛΑΝ).
Στις 16 Ιανουαρίου 1995, η Βουλή, μετά από παρέμβαση του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, την οποία ο ίδιος χαρακτήρισε «ταπεινωτική υποχώρηση» ζητώντας να δικαστεί για να «λάμψει η αλήθεια», αποφάσισε την αναστολή της δίωξης για τις υποθέσεις της ΑΓΕΤ και των υποκλοπών.
Βραβείο «Ιπεκτσί»
Τον Ιούνιο του 1997 τιμήθηκε με το μέγα βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας «Ιπεκτσί» για τη δραστηριότητά του υπέρ της προσέγγισης της Ελλάδας με την Τουρκία.
Τον Ιανουάριο του 2004, μετά από 58 χρόνια παρουσίας στη Βουλή, ανακοίνωσε την απόφασή του να τερματίσει την κοινοβουλευτική του σταδιοδρομία και δήλωσε ότι θα παραμείνει στην ενεργό πολιτική.
Τον Οκτώβριο του 2005 ιδρύθηκε προς τιμήν του έδρα Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ του Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ.
Συνέγραψε τον πρόλογο της συλλογικής έκδοσης του βιβλίου «Μπροστά από την εποχή της η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας 1990-1993», της οποίας υπήρξε πρωθυπουργός, εκδ. Εστία, 2013.
Παντρεύτηκε τη Μαρίκα Γιαννούκου, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες και ένα γιο.
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ 
ΑΞΙΩΜΑ – ΘΕΣΗ – ΑΠΟ-ΕΩΣ
—————————————————————————–
Υφυπουργός Οικονομικών 01/02/1951-27/10/1951 Β (βουλευτής)
Υπουργός Συγκοινωνιών & Δημοσίων Εργων 04/09/1951-27/10/1951 Β
Υπουργός Οικονομικών 08/11/1963-31/12/1963 Β
Υπουργός Οικονομικών 19/02/1964-15/07/1965 Β
Υπουργός Συντονισμού 15/07/1965-20/08/1965 Β
Υπουργός Συντονισμού 17/09/1965-22/12/1966 Β
Υπουργός Συντονισμού 10/05/1978-10/05/1980 Β
Υπουργός Εξωτερικών 10/05/1980-17/09/1981 Β
Υπουργός Εξωτερικών 17/09/1981-21/10/1981 Β
Πρόεδρος Κυβέρνησης 11/04/1990-08/08/1991 Β
Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας 11/04/1990-01/10/1990 Β
Υπουργός Εθνικής Οικονομίας 01/10/1990-08/08/1991 Β
Πρόεδρος Κυβέρνησης 08/08/1991-12/10/1993 Β
Υπουργός Αιγαίου 08/08/1991-03/12/1992 Β
Υπουργός Εξωτερικών 14/04/1992-07/08/1992 Β
Υπουργός Αιγαίου 03/12/1992-12/10/1993 Β
Πηγή: enallaktikos.gr