Η ταινία μόλις είχε τελειώσει όπως και η δεύτερη μπυρίτσα μου και αφού είχα καπνίσει κάμποσα τσιγαράκια, ιδρωμένος από τον ζεστό εξώστη, περίμενα σχεδόν όλους να βγουν και βγήκα μάλλον τελευταίος. Βγαίνοντας παρατήρησα τριγύρω το ρετρό σκηνικό με τις φωτογραφίες από φιλμ μιας άλλης εποχής, με πρωταγωνιστές κάτι ανθρώπους όπως ο Κάρι Γκράντ, Γιουλ Μπρύνερ, Στηβ Μακ Κουήν, Ορσον Ουέλς και λοιπούς. Σκέφτηκα πως ίσως να είμαι από τους ελάχιστους που είχαν το προνόμιο από μικρή ηλικία να μάθουν όλες αυτές τις ταινίες, που τελικά επηρρέασαν όσο τίποτα, μάλλον, ολόκληρη την ιδιοσυγκρασία του. Από την άλλη μια θλιβερή σκέψη για το ποιος θα θυμάται πια τους αστέρες εκείνου του μακρινού παρελθόντος με κυρίεψε προς στιγμήν και σχεδόν βούρκωσα. Οι άνθρωποι ξεχνούν γρήγορα άλλωστε και με ποιον να μοιραστείς αυτή την γνώση; Ας είναι, βγήκα στο δρόμο και καβάλησα τη μηχανή..
Ήμουν ιδρωμένος και φορούσα εκείνο το αγαπημένο μου πουκάμισο το λινό, έφθασα στον παραλιακό δρόμο χωρίς κράνος και με ένα τσιγάρο αναμένο στο χέρι. Δεν έτρεχα, δεν μου αρέσει να τρέχω με τη μηχανή το καλοκαίρι. Μόνο μου αρέσουν οι μεγάλες βόλτες και να νιώθω το αεράκι δροσερό στο πρόσωπο μου, στο στήθος κι εγώ να ονειρεύομαι πως είμαι κάποιος άλλος, κάπου αλλού, μέσα σε μια ταινία του 1960 σε ένα μέρος μακρινό αλλά οικείο.
Καθώς λοιπόν με χτυπούσε το αεράκι κι ένα χαμόγελο με βρήκε ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου, ίσως και από την 2η μπυρίτσα που είπα παραπάνω, σε ονειρεύτηκα. Ονειρεύτηκα πως εκείνο το καλοκαίρι ήμασταν μαζί. Είχες υπέροχο κορμί και μια ψυχή κρεμασμένη στα χείλη, καθαρή και πανέμορφη, ανεξερεύνητο τοπίο από παλιό σινεμά. Ξαπλώναμε μαζί στην παραλία που ο Μπαρτ Λάνκαστερ γύρισε κάποτε μια από τις κορυφαίες ερωτικές σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου, δεν θα επεκταθώ, ίσως την ξέρεις. Σου φιλούσα τα μάτια στην ακτή, έχεις μοναδικά μάτια, και δεν μπορούσα να φανταστώ μεγαλύτερη ευτυχία. Επειτα γυρίζαμε τις νύχτες πάνω σε ανοιχτά αυτοκίνητα και μηχανές με στρογγυλά φανάρια, τα μαλλιά σου ήταν ακόμη βρεγμένα κι έτσι μακριά ανέμιζαν και μοσχοβολούσε ο τόπος. Καθόμασταν μέχρι το πρωί και πίναμε κοκτέιλ και σου μάθαινα όλα όσα ήξερα για τη ζωή, για το σινεμά, για τους ανθρώπους και τις αδικίες τις ιστορικές, για τις σπουδαίες προσωπικότητες, για τα βιβλία του Μπουκόβσκι και τα φιλμ του Μασάκι Κομπαγιάσι, για όλα όσα είμαι, για όλα όσα έχω υποφέρει στη ζωή, για τον αέρα που θέλω να μου χτυπά το πρόσωπο τα βράδια του καλοκαιριού για να ονειρεύομαι.
Η βόλτα τελείωσε σύντομα. Κράτησε όσο ο μικρός παραλιακός δρόμος μιας επαρχιακής ελληνικής πόλης. Όσο η παραπάνω ιστοριούλα. Κατέβηκα από τη μηχανή και έστριψα το κλειδί. Ησυχία. Το όνειρο έσβησε, δεν ήσουν πλεόν μπροστά μου, ούτε με αγκάλιαζες από τη μέση σφιχτά όπως τότε που σε γυρνούσα μεθυσμένη σπίτι και να, ξέχασα να το σημειώσω στην προηγούμενη παράγραφο. Το όνειρο κρατάει πάντα μια στιγμή έτσι κι αλλιώς και όλες οι άλλες οι στιγμές είναι απελπισία, έγραφε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις και απήγγειλε ο Χορν, με εκείνη την εξαίσια φωνή, την θεατρική, στο “πάρτυ”. Μια ολόκληρη εποχή τελείωσε με το γύρισμα ενός κλειδιού.
Στο επόμενο όνειρο θα έρθεις πια μόνη καθώς το ταξίδι ήταν κοπιαστικό και το ονείρεμα όσο σημαντικό κι αν είναι πληγώνει. Φρόντισε να μην αργείς, η κοινωνία δεν γουστάρω να με ταξινομήσει στα μέτρα της. Εγώ θέλω να ζήσω. Μην καθυστερήσεις να επιβιβαστείς στο επόμενο όνειρο..
- Η ταινία του Κουεντίν Ταραντίνο “κάποτε στο Χόλλυγουντ” φαίνεται πως με τάραξε και ήταν αναμενόμενο. Οι χαρακτήρες της παραπάνω ιστορίας είναι φανταστικοί και ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Τα όνειρα ήταν ανέκαθεν εξόχως ομορφότερα..
Γράφει ο Στάθης Ντάγκας (κατά κόσμον Χένρι Τσινάσκι).