“ΥΠΑΓΕΤΕ ΣΚΟΥΛΗΚΑΝΤΕΡΕΣ ΕΙΣ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ” αναφώνησε ο ρασοφόρος κραδαίνοντας προς το νερό το Τίμιο Ξύλο που είχε νωρίτερα παραλάβει μέσω courier από το Άγιο Όρος. Η μέδουσα Πελαγία παρολίγο να λυθεί στο γέλιο, μια που ήταν η τελευταία του είδους της που κολυμπούσε σ’ εκείνη τη γωνιά του Κορινθιακού. Τα ρηχά νερά του κολπίσκου της ζέσταιναν ευχάριστα τα γέρικα πλοκάμια ενώ ταυτόχρονα της παρείχαν άφθονο πλαγκτόν για να χορτάσει το μπορντό στομάχι. Δεν γύρευε πολλά από τη ζωή της, ούτε χαλάλιζε για το τίποτα την τοξίνη της: Οι λουόμενοι κι οι συζητήσεις τους εξέπεμπαν μία τρομερή μιζέρια, στην πραγματικά ήταν περισσότερο τοξικοί κι από την ίδια.
Η Πελαγία σπανίως άφηνε την οργή να την οδηγήσει να ‘πλέξει κομπλέν’ στα άκρα και τα οπίσθια των ανθρωποειδών κι αυτό γινόταν όταν ο πρωτοζωϊκός της εγκέφαλος αναστατωνόταν από κυράτσες που κακάριζαν, κυρίους που ουρούσαν στη θάλασσα και ορισμένους νεαρούς με ξυρισμένα κεφάλια, θολωμένα μάτια και αγκυλωτά τατουάζ χαραγμένα στο δέρμα τους. Εκείνο το απομεσήμερο ωστόσο η θάλασσα μύριζε αλλόκοτα: Δεν ήταν τα αντηλιακά, δεν ήταν τα ληγμένα αποφάγια από τη διπλανή ταβέρνα που μόνο εκείνη ήξερε – σαν άλλος Ζήκος- τη βρώμα και τη σαπίλα που την έδερνε. Όχι. Μία αποφορά από τυρί ροκφόρ κατέκλυζε τα παράκτια νερά και την εξέπεμπαν τα ποδάρια του Άγιου Ανθρώπου!Μπόχα καραμπινάτη ικανή να τρομοκρατήσει τον κάθε ανδρειωμένο, όχι μία τσουρομαδημένη τσούχτρα σαν τη φιλενάδα μας.
Μια τέτοια αγιοσύνη ήταν αβάσταχτη για τα ήδη ευαίσθητα, ζελατινοειδή της νεύρα. Και παρά το γεγονός ότι αποκαλούταν μαλάκιο, το μυαλουδάκι της πήρε τη μεγάλη απόφαση: Θα ανοιγόταν στο πέλαγο για να ζήσει όσο της ήταν ακόμα γραφτό, είτε από τη φύση, είτε από το θέλημα Εκείνου που – αν υπήρχε- θα αγαπούσε ισότιμα όλα τα πλάσματα, ακόμα κι ορισμένα ρασοφόρα που δεν εννοούσαν να συνεχίζουν να Τον πλάθουν, κατά τη δική τους χαμερπή εικόνα και ομοίωση. Οι ώρες πέρασαν, το Θαύμα διαδόθηκε τάχιστα μέσω διαδικτυακών blog, τηλεοπτικών σταθμών και τα στόματα ευσεβών Χριστιανών: Ο Σεβασμιώτατος εξόρκισε τίς σατανικές τσούχτρες, τα νερά ήταν ακίνδυνα για πάσα χρήση!
Τα δελτία ειδήσεων ετοίμαζαν τους μεγάτιτλους, η Espreso θα κυκλοφορούσε έκτακτο παράρτημα με τη συγκινητική περιγραφή του συμβάντος ενώ ταυτόχρονα Τατιάνα & Βίκυ μαλλιοτραβιούνταν για το ποιάς η εκπομπή θα φιλοξενούσε πρώτη τον θαυμαστό ιερωμένο. Ο τοπικός ταβερνιάρης έτριβε τα χέρια , τα πλήθη που θα γέμιζαν το μαγαζί του θα καθάριζαν τα ψυγεία του κι απ’ τα τελευταία σαπάκια. Ο Σεβασμιώτατος αισθανόταν ένα πλάκωμα στη σκέψη ότι θα έπρεπε επιτέλους να κάνει ποδόλουτρο, γιατί είχε υποψιαστεί το μυστικό της επιτυχίας του. Κι η Πελαγία ήταν πιο ήρεμη από ποτέ. Εκεί στη γαλάζια θαλασσα δεν είχε να φοβηθεί τίποτα, ούτε τα μεγάλα κήτη, ούτε τα απάτητα βαθη. Ήταν σε απόσταση ασφαλείας από ότι πιο αηδιαστικό μαστίζει την Πλάση: Την ανθρώπινη ηλιθιότητα. Μέδουσα ήταν, δεν ήταν βλαμμένη.
“Ο Εξορκισμός της Πελαγίας” , 1-9-18. (Στη μνήμη του Νίκου Τσιφόρου)
Γράφει ο Χρήστος Ανδρέου