Αργούσε λίγο αλλά πάντα μου το έκανε το χατήρι ο χρυσός μου ο μπαμπάς. Λοιπόν, ήμουν στην Πέμπτη του Δημοτικού όταν επεθύμησα εκείνην την τσάντα φάκελο με φερμουάρ και τα δυο φτενά χεράκια που μπαίνανε στη σχισμή, σκεφτόμουνα ότι θα έκανα τράκες γιατί κανένα άλλο παιδί δεν είχε αυτό το είδος.
Άρχισα τα γκρ…γκρ…ότι η παλιά μου σάκα χάλασε, ότι τάχα ήτανε μικρή , ενδιαμέσως δε περιέγραφα αυτό που ήθελα.
Σε κάμποσο καιρό πήγε στην Αθήνα για δουλειές γύρισε και μαζί με τους συνηθισμένους του χουρμάδες και τις γεμιστές καραμέλες ”Αστακός”, τι ωραία, έφερε και σε μένα τον ποθητό χαρτοφύλακα.
Ήταν καφέ και πολύ σπέσιαλ.
Καμάρωνα στο σχολείο, πέταγα.
Τον είχα τον χαρτοφύλακα πέντε έξη μέρες όταν το μεσημέρι μετά το μάθημα γύρισα και δεν ήταν κανείς στο σπίτι, έψαξα , ήσαν όλοι στο αχούρι γιατί γένναγε η γίδα. Έμεινα και εγώ εκεί για να δω το θαύμα. Θυμάμαι της γιαγιάς μου τα στιβαρά χέρια με σηκωμένα τα μανίκια, είπε κάποια στιγμή η ξεγεννήτρα ” Έχει κι άλλο”.
Μετά γύρισα στο σπίτι, έφαγα, άκουσα μουσική , τεντώθηκα και διάβασα ‘ Μικρή Λουλού’. πήγα στα Γαλλικά, σουρούπωσε και έπαιξα κρυφτό με κάτι γειτονόπουλα, νύχτωσε , μαζεύτηκα στο σπίτι , ε.. και τότε σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να διαβάσω έτσι και κάτι λίγο για την άλλη μέρα.
Πού όμως ήταν η έρμη σάκα μου; Έφαγα τον τόπο και δεν τη βρήκα.
” Στο αχούρι” σκέφτηκα και κοκκάλωσα. Πήγαμε με την γιαγιά μου , η καλή μου κρατούσε τον φακό, ο φωτεινός του κύκλος έψαχνε ολόγυρα ώσπου στάθηκε σ’ ένα θλιβερό, πατημένο, ζουλιγμένο γεμάτο κοπριά και άχυρα πράγμα, Ο Ψαρρής το άλογο είχε κάνει το καμάρι μου, τον θησαυρό μου, τον λατρευτό τον χαρτοφύλακά μου…κώλο.
Μικροαφήγημα της συγγραφέως και φίλης του περιοδικού Τέτης Παγκάλου.