Παιδιά με κοστούμια ~ Της Ζανέτ Κασκούτα

Πριν απο λίγο καιρό έτυχε να ταξιδέψω μόνη. Στα ταξίδια πάντα απολαμβάνω να παρατηρώ τους γύρω μου, είναι ένα παιχνίδι του μυαλού, να είμαι συνεχώς σε εγρήγορση για να δω ότι πιο περίεργο και αξιοθαύμαστο μέσα στα πιο ουδέτερα πράγματα. Αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Άυπνη για μέρες, δεν είχα καμία όρεξη να δω τί γινόταν δίπλα μου, το μόνο που ήλπιζα ήταν να καταφέρω να κοιμηθώ στην διαδρομή, μπας και αναπληρώσω ένα 5ωρο ύπνου συνολικά.

Στην διπλανή μου θέση, είδα έναν κύριο που, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, μου έκανε αμέσως εντύπωση. Γύρω στα 55, πολύ σπασμένος για την ηλικία του, έμοιαζε ήδη με καλοφροντισμένο παππού. Φορούσε ένα ακριβό κοστούμι, η γραβάτα του ήταν σφιγμένη, το ύφος του παγερό και απρόσιτο. Έδειχνε πολύ αυστηρός, μετρημένος, ένας άνθρωπος που δεν προσεγγίζεται εύκολα. Κοίταγε επίμονα την πλάτη της μπροστινής θέσης με προσήλωση- προφανώς σκεφτόταν, ή έκανε υπολογισμούς, και μετά έξω απο το παράθυρο την μεγαλειώδη θέα, με αδιάφορο ύφος. Λίγο πριν την απογείωση πήρε ένα τηλέφωνο. “Καλημέρα πριγκήπισσα μου. Ξύπνησες καλά; Μπράβο… Σου έχω αφήσει ένα μικρό δωράκι, στις κούκλες σου. Όχι, είναι ανάμεσα στο κομοδίνο και το κουκλόσπιτο… Φιλιά, και να είσαι ήσυχη σήμερα.” Η φωνή του ακούστηκε τόσο βαθυά, αλλά σταθερή, με μια απίστευτη γλύκα. Πώς το κατάφερε αυτό; Απο τον τρόπο που της απαντούσε, ενιωθα πως το κοριτσάκι είχε αγωνία για τον μπαμπάς της. Πόσο να ήταν άραγε; Γύρω στα 7, υποθέτω.

Σε λίγο, πέρασε η αεροσυνοδός και του άφησε μαζί με τον καφέ, ένα μικρό λουκούμι και μόλις το είδε σχεδόν ανασηκώθηκε. Το έφαγε με λαχτάρα, με λαιμαργία, γεμάτος χαρά, λες και ήταν παιδάκι- ίσως όσο κόρη του- που του έδωσαν το παιχνίδι για το οποίο γκρίνιαζε στην μαμά του όλο το απόγευμα. Του πρόσφερα και το δικό μου, με ευχαρίστησε, μα δεν το δέχτηκε. Προφανώς είδε ότι βρήκα χαριτωμένο τον ενθουσιασμό του και ντράπηκε. Το ακούμπησε στο τραπεζάκι μου χωρίς να με κοιτάξει αλλά έδειχνε φανερά ενοχλημένος. Δεν τον παρεξήγησα. Άστον να το παίζει ιστορία, σκέφτηκα, και κράτησα μόνο το πώς μίλησε στην μικρή του πριγκήπισσα, όσο λίγους μπαμπάδες έχω ακούσει.

Όλοι κρύβουμε μια παιδική πλευρά μέσα μας. Άλλοι τα καταφέρνουν περίφημα στο να μην την δείχνουν ποτέ, ούτε στις πιο προσωπικές τους στιγμές- θα με κρίνουν, θα με πουν χαζό!-, άλλοι πάλι όχι. Μην κρίνουμε, φίλοι μου, έναν άνθρωπο ούτε απο την εμφάνιση, οι πιο σκεπτόμενοι το ξέρετε ήδη αυτό, ούτε όμως και απο την συμπεριφορά. What? Εντάξει, δεν είναι και απόλυτο αυτό. Αλλά πείτε μου, πόσες φορές υποκριθήκατε τον αδιάφορο, όπως ο κύριος του περιστατικού; Τον πειραγμένο ή τον θιγμένο; Φαίνεσαι μουντρούχος και ακοινώνητος, μα δεν είναι καθόλου έτσι. Είμαι σίγουρη ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι που αποζητούν περισσότερο απο τους υπόλοιπους την συντροφιά, την παρέα, όχι ποσοτικά, αλλά ποιοτικά, ένα εγκάρδιο «είσαι καλά;», ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο, να μοιραστούν έναν καφέ στο παγκάκι, ίσως τίποτα περισσότερο.

Βέβαια οι άμυνες είναι πολλές, όσες και οι φόβοι τους, οι φόβοι σου. Αρνείσαι ένα γλύκισμα που στην τελική σε κανέναν δεν θα λείψει, φεύγεις ασυναίσθητα μακρυά όταν έχεις την υποψία ότι πάνε να σε πλησιάσουν, είσαι πεπεισμένος εξ αρχής ότι δεν θα σε καταλάβουν, ότι θα πιεστείς και δεν θα είσαι ο εαυτός σου- τεράστιο λάθος. Δεν έχεις τίποταν να χάσεις. Με συγχωρείς που θα στο πω, αλλά εισαι ήδη χαμένος όσο απέχεις απο όλους. Χάνεις χρόνο απο ποιοτικές στιγμές με άτομα που σου μοιάζουν, να ανακαλύπτετε ιδέες ή απλά να λέτε χαζομάρες που όμως είναι τόσο απαραίτητες για να γελάσεις, για να ξεχαστείς απο ότι ενδεχομένως σε στεναχωρεί. Φυσικά και δεν μπορείς να γίνεις κολλητός με όλους. Οι πραγματικοί φίλοι είναι ελάχιστοι, και αυτό είναι φυσιολογικό. Όμως υπάρχουν πολλά άτομα εκεί έξω και ξέχνα την προκατάληψη ότι μένουμε σε χωριο.

Υ.Γ: Η ιστορία με τον κύριο δεν τελείωσε εκεί. Τον είδα μετά απο 3 μέρες και με αναγνώρισε αμέσως, όσο εγώ, απο διακριτικότητα, δεν έδειξα ότι φυσικά και τον θυμόμουν. Πριν καν μου μιλήσει μου χάρησε ένα μεγάλο, παιδικό χαμόγελο και τα μάτια του φωτίστηκαν όλο συμπάθεια. Εντυπωσιακό, ήταν η πρώτη φορά που με έβλεπε face to face. “Μπορεί να μην δέχτηκα εκείνο το λουκούμι, αλλά να που τα λέμε τώρα!”. Μιλήσαμε για αρκετή ώρα, εκεί έμαθα ότι η δουλειά που κάνει είναι πολύ υπεύθυνη, μου έδωσε ένα σωρό συμβουλές, που στο μυαλό μου εκείνη την ώρα τις κατέγραφα με ανεξίτηλο στυλό, και μου εξήγησε πολλά πράγματα για τον τομέα του. Δεν είχε κανένα όφελος απο μένα, κι όμως ασχολήθηκε σοβαρά μαζί μου. Στο τέλος μάλιστα κάναμε πλάκα, και φεύγοντας του υποσχέθηκα ότι θα επικοινωνήσω μαζί του. Γιατί; αναρωτήθηκα. Γιατί κανένας δεν είναι κουτός, αυτή η μικρή μου κίνηση ήταν που τον κέρδισε.

 

Της Ζανέτ Κασκούτα