– Τις έχει τις 500 ή θα ξεθρακίσω και θα μου μείνουνε οι 50;
– Τις έχει σούαρ.
– Ντιριέμαι…η μύτη της…
– Αμάν ντε, δεν είναι και κορκόδειλος…υπάρχουν και γιατροί που τις καλαφατίζουνε.
– Άμα αρχίσω με καλαφατίσματα δεν θα μου μείνει λίρα τσακιστή.
Παίνεψε αρκούντως ο συγκεσιολόγος και τέλος πάντων δέχτηκε ο γαμπρός, με κάποιο δισταγμό να πούμε την αλήθεια, να πάει στο σπίτι της.
Καθίσανε όλοι στο καθιστικό στο ισόγειο. Ανέβηκε την εσωτερική σκάλα η κοπέλα να φέρει να τρατάρει. Σε λίγο…αχ…έπεσε η νύφη κατά την κάθοδο.
– Το κορίτσι, το παιδί , είπε ταραγμένα ο πατέρας της και βιαζότανε να πάει να βοηθήσει αλλά και να σκεπάσει τα πόδια της, ντροπιάστηκε.
– Κάτσε κάτω εσύ , του είπε η γυναίκα του.
Προσέτρεξε η μάνα , άργησε λίγο να κατεβάσει το φουρώ και τη φούστα και να καλύψει τα όμορφα πόδια.
– Αχ…ευτυχώς δεν χτύπησα, είπε η νύφη.
– Την παίρνω σάνβουαρ , ψιθύρισε ο γαμπρός στον συμπεθεροκόπο.
Είχανε σκορπιστεί τα φοντανάκια που αυτήν τη φορά τα είχανε βάλει σε καλαθάκι, να μη σπάσει και η φοντανιέρα όχι τίποτα άλλο είναι και γρουσουζιά.
Της Τέτης Παγκάλου
_____
©revista.gr – Σεπτέμβριος 2017