Έπρεπε να φτιαχτεί καινούργια στρούγκα για τα πρόβατα και τα γίδια, η παλαιά ήταν “εκτός σχεδίου πόλεως” ή μάλλον εκτός σχεδίου του χωριού. Έπρεπε να φτιαχτεί και έπρεπε να γίνει άμεσα γιατί είχε ζητηθεί. Ο κόσμος αγνοεί πως τα ζώα είναι ψυχή με βάθος, ότι αναπνέουν, πως αγαπούν το σπίτι τους όπως αγαπούν τα σπίτια τους οι άνθρωποι. Ο κόσμος αγνοεί τα ζώα, όμως όχι εκείνος, ούτε εγώ.
Ήμουν δεν ήμουν 12 χρόνων όταν μια ημέρα ήρθε με γεμάτη πλέγματα και σιδεριές την καρότσα του αγροτικού. Φορτώσαμε βαριοπούλες, πένσες, σύρματα κι όλα τα εργαλεία και πήγαμε οι δύο μας, ντάλα κατακαλόκαιρο μέσα στον ήλιο, να φτιάξουμε σε εκείνες τις λάκκες το νέο σπίτι για τα ζωντανά. Βρήκαμε μια μικρή άγρια καρυδιά που γύρω της ανοίγονταν μια όαση από μεγάλα πουρνάρια. Ακριβώς εκεί αποφασίσαμε πως θα είναι το κατάλληλο σημείο. Το μαντρί έπρεπε να έχει δύο χωρίσματα, ένα για τις αίγες κι ένα για τα πρόβατα. Άλλες συνήθειες το κάθε είδος, άλλες συμπεριφορές, να μην τα μπλέξουμε. Μέσα σε μερικές ώρες μέχρι που να νυχτώσει, κατάκοποι από την προσπάθεια που καταβάλαμε, καταφέραμε να τελειώσουμε το έργο μας. Ένα όμορφο “σπιτάκι”, που το είχαμε φτιάξει εμείς, με τα χέρια μας.
Το ίδιο λοιπόν σούρουπο τα ζώα μπήκαν στον νέο τους χώρο. Δεν σας κρύβω πως απ’ όσα θυμάμαι αισθάνθηκαν λίγο άβολα για την αλλαγή. Όμως δεν άργησαν να εγκλιματιστούν και τις επόμενες ημέρες είχαν κάνει το μαντρί ολότελα δικό τους.
Πέρασαν χρόνια πολλά με την κατασκευή να αντέχει τους χειμώνες, τα χιόνια και τις μεγάλες παγωνιές στο βουνό. Κάθε καλοκαίρι το “σπίτι” άνοιγε ξανά τις πόρτες του να υποδεχθεί ανάσες, βελάσματα, μικρά βυζανιάρικα που τρέχανε δώθε – κείθε, κουδούνια και κομπόρες, ανθρώπους που φρόντιζαν τα ζωντανά τους, που τα ξεγεννούσαν, τα άρμεγαν, τα κούρευαν για να μη σκάνε απ’ τις ζέστες. Ανθρώπους απλούς, μεγαλειώδεις, υπέροχους, παντρεμένους απόλυτα με τη φύση.
Πέρασαν χρόνια μέχρι που ακόμη και σήμερα υπάρχουν τμήματα της κατασκευής εκείνης των παιδικών μου χρόνων. Όμως κάθε φορά που επισκέπτομαι τον χώρο, επιστρέφω νοητά σε μια εποχή που δεν υπάρχει πια. Σε μια εποχή που με έκλεισε μέσα της και με κράτησε εκεί. Μόνο να με θυμηθώ όσο καλύτερα γίνεται μπορώ, μαζί με μυρωδιές, αισθήσεις, κουβέντες και εικόνες. Τίποτε άλλο δεν μπορώ. Για τον χρόνο άλλωστε τα γνωρίζετε όλοι πια πολύ καλά. Είναι πανδαμάτωρ. Ακόμη και η καρυδιά της φωτογραφίας το γνωρίζει.
Αν δεν υπήρχες εσύ δεν θα ήμουν εγώ. Αυτό είναι κάτι που πάντα θα με καθορίζει.
Σε ευχαριστώ.
Σ. Ν. “Chinaski”