Φερνάντο Πεσσόα – Η ζωή είναι ένα πειραματικό ταξίδι..

Η ζωή είναι ένα πειραματικό ταξίδι που γίνεται παρά τη θέλησή μας. Είναι ένα ταξίδι του πνεύματος μέσα από την ύλη· καθώς το πνεύμα ταξιδεύει, ο άνθρωπος βιώνει μέσα από το πνεύμα τη ζωή.

Κι έτσι, υπάρχουν ψυχές ονειροπόλες που έχουν ζήσει πιο έντονα, πιο πλατιά, πιο συνταρακτικά από άλλες που έζησαν την εξωτερική ζωή.

Αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα: ό,τι νιώσαν οι αισθήσεις, αυτό βιώθηκε μονάχα. Μπορεί να επιστρέφει κανείς το ίδιο κουρασμένος από ένα όνειρο, όσο κι από μια εργασία ορατή. Ποτέ δεν ζει κανείς τόσο πολύ όσο όταν σκέπτεται πολύ.

Αυτός που στέκεται στη γωνιά της αίθουσας χορεύει μ’ όλους τους χορευτές. Τα βλέπει όλα, κι επειδή τα βλέπει όλα, τα ζει όλα. Καθώς τα πάντα, στην ουσία τους και στην κατάληξή τους, δεν είναι παρά η δική μας αίσθηση, η επαφή μ’ ένα κορμί αξίζει όσο και η όψη του, ή μέχρι κι η απλή ανάμνησή του. Χορεύω, λοιπόν, όταν βλέπω να χορεύουν. Λέω κι εγώ, σαν τον Άγγλο ποιητή που διηγείται πως κοιτάζει από μακριά, ξαπλωμένος στο χορτάρι, τρεις χωριάτες που θερίζουν: «Υπάρχει κι ένας τέταρτος που θερίζει, κι αυτός είμαι εγώ».

Μου βγαίνει τώρα όλο αυτό, που το λέω όπως το νιώθω, εξαιτίας μιας τεράστιας κούρασης που ένιωσα σήμερα να πέφτει ξαφνικά πάνω μου. Δεν είμαι μόνο κουρασμένος μα και πικραμένος, κι η πίκρα μου είναι εξίσου ανεξήγητη. Αισθάνομαι κάτι ανάμεσα από βαθιά αγωνία και διάθεση να βάλω τα κλάματα — όχι με δάκρυα που κλαίγονται, αλλά που συγκρατιούνται, δάκρυα ενός πόνου της ψυχής κι όχι κάποιου πόνου αισθητού.

Πόσο πολύ έχω ζήσει χωρίς καθόλου να έχω ζήσει! Πόσο έχω σκεφτεί χωρίς καθόλου να έχω σκεφτεί! Βαραίνουν πάνω μου κόσμοι ακίνητης βιαιότητας, περιπέτειας που τέλειωσε δίχως την παραμικρή κίνηση. Είμαι χορτασμένος από αυτό που ποτέ δεν είχα κι ούτε θα ’χω, κουρασμένος από θεούς που ακόμη δεν έχουν υπάρξει. Φέρω πάνω μου τις πληγές από όλες τις μάχες που απέφυγα. Το μυϊκό μου σώμα είναι εξαντλημένο από την προσπάθεια που ούτε καν σκέφτηκα να κάνω.

Μαλθακός, μουγκός, άχρηστος… Ο ουρανός εκεί ψηλά είναι ο ουρανός ενός καλοκαιριού που πέθανε, ατελείωτο. Τον κοιτάω σαν να μην ήταν εκεί. Κοιμάμαι αυτά που σκέφτομαι, περπατώ μένοντας ξαπλωμένος, υποφέρω χωρίς να αισθάνομαι… Η μεγάλη μου νοσταλγία είναι το τίποτα, είναι τίποτα, σαν αυτόν τον ψηλό ουρανό που δεν βλέπω, όπου απρόσωπα κατευθύνω τη ματιά μου.

****

Από “Το Βιβλίο της Ανησυχίας” του Φερνάντο Πεσσόα

Πηγή: Αντικλείδι , https://antikleidi.com