Ξαναδιαβάζω, σε μια από αυτές τις υπνηλίες δίχως ύπνο, όπου διασκεδάζουμε έξυπνα μα χωρίς εξυπνάδα, μερικές από τις σελίδες που θα φτιάξουν, όταν συγκεντρωθούν, το βιβλίο των ασυνάρτητων εντυπώσεων μου. Και μου έρχεται απ’ τα γραπτά μου, σαν τη μυρωδιά ενός πράγματος οικείου, μια εντύπωση ερημικής μονοτονίας.
Νιώθω πως ακόμη κι όταν λέω πως είμαι πάντα διαφορετικός, επαναλαμβάνω ακατάπαυστα το ίδιο πράγμα· πως είμαι περισσότερο συνεπής στον εαυτό μου απ’ ό,τι ήθελα να ομολογήσω· πως, στο κάτω κάτω της γραφής, δεν γνώρισα ούτε τη χαρά της νίκης ούτε την απελπισία της ήττας.
Είμαι η απουσία ισολογισμού στον εαυτό μου, μια αθέλητη έλλειψη ισορροπίας που με φέρνει σε απόγνωση και με μειώνει.
Όλα όσα έγραψα είναι γκριζωπά. θα ’λεγε κανείς πως ολόκληρη η ζωή μου, ακόμη και η πνευματική μου ζωή, ήταν μια ατελείωτη μέρα βροχερή, όπου όλα είναι μη γεγονότα και σκοτεινά, προνόμιο άδειο και αιτία ξεχασμένη. Η απελπισία μου είναι μια μεταξένια καταρράκωση. Η άγνοια του εαυτού μου φωτεινή και πληκτική.
Η ταπεινή μου προσπάθεια, να πω τουλάχιστον ποιος είμαι, να καταγράψω σαν μια μηχανή από νεύρα, τις ελάχιστες εντυπώσεις της υποκειμενικής κι υπερευαίσθητης ζωής μου, όλο αυτό άδειασε ξαφνικά μέσα μου, σαν ένας κουβάς νερό που αναποδογύρισε κι έβρεξε το χώμα όπως το νερό όλων των πραγμάτων.
Με κατασκεύασα με χρώματα ψεύτικα και να τι κατάντησα, μια αυτοκρατορία για γέλια. Η καρδιά μου, που της εμπιστεύτηκα όλα τα μεγάλα γεγονότα μιας πρόζας βιωμένης, μου μοιάζει σήμερα, όπως την έγραψε η απόμακρη απόσταση αυτών των σελίδων που ξαναδιαβάζω τώρα με άλλη ψυχή, με μια παλιά αντλία σε μιαν αυλή, στην επαρχία, που συναρμολόγησε το ένστικτο και χειρίστηκε η ανάγκη. Ναυάγησα χωρίς να πέσει θύελλα, σε μια θάλασσα όπου στεκόσουν όρθιος.
Και ρωτώ τη συνείδηση που μου απομένει, σ’ αυτήν τη συγκεχυμένη σειρά διαλειμμάτων ανάμεσα σε πράγματα που δεν υπάρχουν, σε τι μου χρησίμευσε να γεμίσω τόσες σελίδες με φράσεις που πίστεψα σαν δικές μου, με συναισθήματα που ένιωσα σαν σκέψεις, με σημαίες και λάβαρα στρατιών — και, τελικά, δεν είναι παρά κομμάτια χαρτί που κόλλησε με το σάλιο της η κόρη του ζητιάνου, για να κλείσει τις χαραμάδες.
Ρωτώ αυτό που απομένει από τον εαυτό μου σε τι αποσκοπούν αυτές οι άχρηστες σελίδες, οι αφιερωμένες στα υπολείμματα και στα σκουπίδια που χάθηκαν, προτού προλάβουν να υπάρξουν, ανάμεσα στα τσαλακωμένα χαρτιά του Πεπρωμένου.
Ρωτώ μα επιμένω. Γράφω την ερώτησή μου, την τυλίγω με καινούργιες φράσεις, την ξετυλίγω με καινούργιες συγκινήσεις. Κι αύριο θα γράψω πάλι, συνεχίζοντας το ηλίθιο βιβλίο μου, την κρύα καταγραφή των καθημερινών μου εντυπώσεων γι’ αυτά που δεν νομίζω.
Ας συνεχίσουν, λοιπόν, έτσι όπως είναι. Όταν η παρτίδα του ντόμινο τελειώσει, κερδισμένη η χαμένη, τα πιόνια γυρίζουν, και τότε όλο το παιχνίδι γίνεται μαύρο.
****
Από “Το Βιβλίο της Ανησυχίας” του Φερνάντο Πεσσόα
Αντικλείδι , https://antikleidi.com