Τα Χριστούγεννα ήταν προ των πυλών όμως αυτό δεν φαίνονταν να επηρεάζει ιδιαίτερα την καθημερινότητα στο βουνό. Το κρύο ήταν τσουχτερό και μάλλον θα έφερνε χιόνι. Ήταν προπαραμονή και ακόμη δέντρο δεν είχαμε στολίσει. Ο Παππούς και η γιαγιά με τόσα γεννητούρια στα πρόβατα και τα γίδια ούτε που το είχανε σκεφθεί. Μουρμουρίζαμε με την αδερφή μου ότι δεν γίνεται να γεννηθεί ο Χριστούλης και να μην έχουμε στολίσει δέντρο με φάτνη και μπαλίτσες.
Στο κατηχητικό, αρκετές ημέρες πριν κλείσει το σχολείο για διακοπές τα είχαμε τακτοποιήσει αυτά τα πράγματα. Το μεσημέρι λοιπόν κατέβηκε ο παππούλης μου στο χωριό για ψώνια, κι έτσι πήρε φάτνη και μερικά στολίδια. Την ίδια ώρα και αφού είχα βγάλει τα στέρφα πρόβατα για βοσκή στα μεγάλα πεύκα, βρήκα ένα όμορφο βένιο και κατάφερα με εκείνο το μικρό σουγιαδάκι που είχα, να του αποσπάσω ένα αρκετά γεμάτο κομμάτι για να μπορέσουμε να το στολίσουμε. Αφού γύρισα και βοήθησα τη γιαγιά να αρμέξει, μαζευτήκαμε στο μικρό σπιτάκι οι τέσσερίς μας όπως πάντα στις γιορτές. Έξω έριχνε ήδη χιόνι από λίγη ώρα πριν. Αφού φάγαμε τραχανά και ζεσταθήκαμε στο τζάκι, η αδερφή μού είχε προετοιμάσει την ατμόσφαιρα για να στολίσουμε το δέντρο μας. Πράγματι το βένιο πέρα από την υπέροχη μυρωδιά του, υποδέχθηκε όλα τα στολίδια που μας είχε πάρει ο παππούς, την φάτνη, το ψεύτικο χιόνι και τα αγγελάκια, καθώς και μια σειρά από μικρά πολύχρωμα λαμπάκια. Σε λίγη μόλις ώρα ήταν όλα έτοιμα και τότε σβήσαμε τα φώτα για να το θαυμάσουμε στο σκοτάδι, παρέα με το ζεστό φως που έβγαζε στο μικρό καλυβάκι η φλόγα από το τζάκι.
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μας φώτιζε και μοσχοβολούσε και η μυρωδιά του περνούσε έξω από τους τοίχους. Όπως κι εκείνα τα λαμπιόνια, θαρρείς πως έδειχναν τον κόσμο σε ένα τέτοιο βάθος που δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε. Και ίσως να ήταν αλήθεια και δεν ήταν μονάχα η φαντασία μας που κάλπαζε, μαζί με τις σκέψεις για τον Άγιο Βασίλη, για τον Χριστό που γεννάται κάθε χρόνο σε ένα χωριό της Ιουδαίας, για τους μάγους με τα δώρα, για την αγάπη, για τους ανθρώπους.
Εκείνα τα Χριστούγεννα πέρασαν στη μικρή γωνιά της γης παρέα με πολλή αγάπη από ζώα και ανθρώπους και ήρθαν κι άλλα, κι έπειτα συνέχεια φθάνουν. Όμως, εκείνο που δεν φθάνει πια και που απουσιάζει είναι το φως που νόμιζες πως έλαμπε τον κόσμο. Ποιος θα το περίμενε άλλωστε, πως ύστερα από τόσο φως, ο κόσμος θα έμενε για πάντα στο σκοτάδι.
*Κάποια Χριστούγεννα.