Θυμάμαι τα πάντα ακόμη και τώρα που δεν ακούω τόσες μουσικές

Έχω αρκετό καιρό τώρα που δεν ακούω μουσικές. Εγώ. Που αν με γνώριζες έστω και ελάχιστα θα ήσουν σίγουρος ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτές. Χιλιάδες μουσικά χιλιόμετρα κάθονται δίπλα και με κοιτάζουν με απορία κι ένα μεγάλο παράπονο. Αναρωτιούνται που να πήγε εκείνος ο καράφλας ραδιοφωνικός παραγωγός του παρελθόντος, εκείνος που έψαχνε νότες από όλες τις μεριές της γης. Που να πήγε άραγε;

Παρακολουθούσα πριν λίγο κάποια σειρά σε επανάληψη στην tv, μια σειρά που έκανε θραύση όταν ήμουν στα 20 + και ξαφνικά θυμήθηκα όλη εκείνη την εποχή. Δεν έχουν περάσει παρά λίγα χρόνια και μοιάζει λες και αλλάξαμε αιώνα. Μα ρε φίλε είναι μόλις λίγο πριν, τόσο πολύ μας σακάτεψε αυτή η ιστορία της κρίσης με τα παρελκόμενα της. Μάλλον ναι.

Μεγαλώσαμε ξαφνικά, τόσο που βλέπεις τριαντάρηδες να δείχνουν γέροι. Φυσικά και δεν δείχνουν έτσι, αλλά έτσι αισθάνονται και αυτό είναι το πιο σημαντικό και το πιο λυπηρό. Κι όμως, εμείς ήμαστε που δεν είχαμε αφήσει συναυλία για συναυλία να πάει χαμένη , έχουμε παίξει μουσικάρες, έχουμε ξημερώσει με απίθανους στίχους και έχουμε ερωτευθεί χωρίς να υπάρχει αύριο με όλη αυτή την διαδικασια. Εμείς που προλάβαμε τις γεμάτες αφιερώσεις ραδιοφωνικές εκπομπές. Εμείς και την κασέτα.

Τώρα γίναμε κάποιοι άλλοι, σκορπίσαμε. Πληρώσαμε το μάρμαρο που λέει ο σοφός λαός, που μερικές φορές δεν είναι και τόσο σοφός αλλά στις ρήσεις πάντα είναι. Πόσο θα ήθελα να υπήρχε λέει εκείνη η περίφημη μηχανή του χρόνου που σε επιστρέφει σε αγαπημένες στιγμές του παρελθόντος. Να άνοιγα την πόρτα να μπω μέσα και με ένα κουμπάκι… Ωπ, βρίσκομαι στην disco – club (όπως θέλετε πείτε το) και παίζει ο παρακάτω ύμνος του Νάτσο Σοτομαγιόρ και της γενιάς μου. Έχει σχεδόν ξημερώσει και απ’τα παράθυρα του μαγαζιού φαίνεται έξω η θάλασσα. Είμαστε όλοι εδώ, όλα τα φιλαράκια, όλα τα κορίτσια που γουστάρουμε. Ξημέρωσε 8η Ιουλίου και είμαστε ακόμη εδώ…

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας και αφιερώνει στα φιλαράκια του όπου κι αν βρίσκονται.. Θυμάμαι τα πάντα ρε!