Από την Βέρα Ντίκεϋ // *
Ξυπνάω το πρωί. Πλένομαι. Πίνω έναν καφέ. Μπαίνω στον υπολογιστή μου. Ξεκινάω την δουλειά μου. Με παίρνει τηλέφωνο ένας φίλος, κάνω ένα διάλειμμα. Πάω για ψώνια. Γυρνάω στο σπίτι. Βάζω θερμοσίφωνο, κάνω ένα μπάνιο, βάζω πλυντήριο, αλλάζω ρούχα. Τρώω κάτι πρόχειρο, δεν έχω όρεξη για μαγείρεμα. Συνεχίζω την δουλειά μέχρι το απόγευμα. Σταματάω, φτάνει τόσο. Πάω για ένα ποτό και μιλάω με τους φίλους μου για την κρίση. Γυρνάω σπίτι μου. Χώνομαι στα σκεπάσματα, τα λέω με τον εαυτό μου. Κοιμάμαι και ξεχνάω. Μια συνηθισμένη μέρα. Η ζωή μας πάνω – κάτω. Μας αρέσει και δεν μας αρέσει. Είναι μίζερη, είναι η ζωή μας όμως. Στριμωχτήκαμε λίγο, αλλά δεν βαριέσαι, όσο έχουμε την υγειά μας…
-Πώς είναι να ξυπνάς και να κάνει τόσο κρύο μέσα σου όσο και γύρω σου; Πώς είναι να μην έχεις τηλεόραση και υπολογιστή και κινητό; Πώς είναι να μην μπορείς να κάνεις ένα μπάνιο; Να μην μπορείς να διαλέξεις τι θα φας, να μην ξέρεις καν αν θα βρεις κάτι να φας σήμερα; Να μην μπορείς να δεις έναν φίλο στο σπίτι του ή στο σπίτι σου; Να μην έχεις ένα κρεβάτι να χωθείς μέσα του να σε παρηγορήσει; Πώς είναι να ζεις στον δρόμο; Εκεί που σε κοιτάνε όλοι και δεν σε βλέπει κανείς;
–Η φτώχια είναι μια φυλακή χωρίς κάγκελα. Και μας πλησιάζει απειλητικά. Στριμωχτήκαμε με την κρίση σε λιγότερη ζωή, χειρότερο φαγητό, πιο κρύα σπίτια. Αλλά, την παλεύουμε, έτσι λέμε όταν συναντιόμαστε τυχαία με γνωστούς. «Τι γίνεσαι ρε μεγάλε;» – «Εντάξει, την παλεύω».
-Την παλεύουμε λάθος, γιατί την παλεύουμε μόνοι μας. Τραβάμε την κουβέρτα της πραγματικότητας πεισματικά στο μέρος μας, δεν φτάνει για όλους. Κάποιοι μένουν έξω από την κουβέρτα αλλά είναι δικό τους το πρόβλημα. Μας κόβουν το ρεύμα, αλλά ΟΚ, κάναμε ρύθμιση. Μας στρίμωξαν οι τράπεζες, αλλά ΟΚ, βάλαμε το στεγαστικό στον νόμο Κατσέλη. Δεν πάμε σινεμά, αλλά δεν παίζει και καμιά καλή ταινία. Δεν ταξιδεύουμε, αλλά κι αυτά τα τουριστικά πολλή μιζέρια. Και τραβάμε την κουβέρτα προς το μέρος μας.
–Έξω από την κουβέρτα μένουν αυτοί που δεν έχουν ούτε για την ρύθμιση, άρα δεν έχουν ρεύμα. Αυτοί που χάνουν τα σπίτια τους. Αυτοί που δεν τους νοιάζει να πάνε ένα σινεμά γιατί πια αυτά είναι πολυτέλειες, δεν έχουν τι να ταΐσουν τα παιδιά τους. Όλο και περισσότεροι μένουν έξω από την κουβέρτα κι εμείς τους κοιτάμε σαν να είναι μεμονωμένες περιπτώσεις. Όλοι αυτοί, μεμονωμένοι. Κι εμείς κοινωνία. Εμείς οι προστατευμένοι. Δεν πάει έτσι και θα το καταλάβουμε με τον δύσκολο τρόπο. Στο πετσί μας.
–Ύπουλα και κυκλωτικά η φτώχια μας κλέβει τα δικαιώματα – είναι δικαίωμά σου η ζέστη και το σπίτι και το φαγητό – κι εμείς παριστάνουμε τους καπάτσους που θα την βολέψουν. Δεν θα την βολέψουμε, παιδιά. Θα μας καταπιεί το μαύρο το σκοτάδι. Έναν – έναν θα μας καταπιεί, εκεί ανάμεσα στην ρύθμιση του ρεύματος και τις προσφορές στο σούπερ μάρκετ.
-Ύπουλα και δολοφονικά είμαστε όλοι πια εκτός κοινωνίας. Κοινωνία θα πει έχω κοινό νου. Πού είναι αυτός ο κοινός νους; Για ποιον νοιαζόμαστε; Άσε το κράτος, κοινωνία δεν είναι το κράτος. Αν έχει ευθύνη λέει το κράτος, βουνό οι ευθύνες του κράτους. Αλλά μας έχει βρει μοναχοφαγάδες και μπορεί και μας εμπαίζει. Αν είχαμε κοινωνία θα περίττευε το κράτος. Μας έχει βρει σε ακοινωνησία και μπορεί και μας ξεμοναχιάζει. Όταν πηγαίνουμε λαϊκή δεν βλέπουμε αυτούς που στο τέλειωμα μαζεύουν τα απομεινάρια. Γιατί έχουμε ακόμα δυο φράγκα στην τσέπη να πάρουμε τα χρειαζούμενα, οπότε θεωρούμε αυτόν που ψάχνει στα σκουπίδια παρακατιανό, δεν είναι καπάτσος. Έτσι μας ξεμοναχιάζουν, γιατί θεωρούμε όποιον έχει λιγότερη τύχη από εμάς ή λιγότερη αντοχή, παρακατιανό. Μέχρι να γίνουμε εμείς οι αόρατοι φυλακισμένοι. Αυτοί που δεν τους βλέπει κανείς. Από καπάτσο σε στραπάτσο, μια δόση της ρύθμισης είναι, μην νομίζεις.
-Όσο ακόμα έχεις μια γωνιά να απαγκιάσεις κοίτα γύρω σου αυτούς που δεν έχουν (μια γωνιά να απαγκιάσουν). Κοίτα τους σαν προβολή του εαυτού σου στο μέλλον. Μην αποστρέφεις το βλέμμα σου. Κοίτα καλά. Μοιράσου μαζί τους τα λίγα σου που έχεις ακόμα. Δεν είναι κανείς μας καπάτσος. Είναι θέμα χρόνου να μας βάλει τις χειροπέδες η απόλυτη φυλακή της φτώχιας. Προλαβαίνουμε και δεν προλαβαίνουμε να γλιτώσουμε.
-Η «άκρη» για να γλιτώσουμε από την απόλυτη καταστροφή δεν είναι ο παραπάνω, είναι ο παρακάτω. Κανείς δεν θα σε συνδράμει όταν θα βρεθείς σε απόλυτη ανέχεια. Κανείς, εκτός από το καρντάσι που θα κάνεις τώρα, στα δύσκολα. Η φτώχια είναι μια αόρατη φυλακή. Μην έχεις το μυαλό σου στους δεσμοφύλακες, δεν μπορούν να σε βοηθήσουν. Στους συγκρατούμενους στην φτώχια να πάει το μυαλό σου. Αυτοί είναι η άκρη σου. Αυτοί που την πάτησαν πριν από σένα. Βοήθησε τους ανθρώπους που δεν τους βοηθάει κανείς. Άστεγοι και πένητες, πλάνητες και δρόμωνες, αυτοί είναι οι σύμμαχοί σου. Εσένα που ακόμα έχεις μια ρουτίνα, μια ζωή, ένα σπίτι, ένα πιάτο φαί δεν θα σε βοηθήσει κανείς εκτός από αυτόν που δεν έχει τίποτα. Συνδέσου μαζί του, ντε. Μαζί θα βγούμε από την φυλακή της φτώχιας. Ή μαζί ή κανείς…
*Η Βέρα Ντίκεϋ είναι συγγραφέας. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο στην Καλλιτεχνική Εταιρία Αθηνών. Έχουν εκδοθεί πάνω από 20 βιβλία της με θέμα την Αρκαδία κάτω από την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού.
*Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό http://fragilemag.gr/