Ήμουν ακόμη μαθητής δημοτικού όταν ξεκίνησα να περπατώ, κάνοντας ισορροπία πάνω στην γραμμή του τρένου. Δεν είναι ότι κατοικούσα σε ένα σπίτι δίπλα απ’τις ράγες, ήταν απλά αυτή η παράξενη αίσθηση πως αν πέσεις απ’την γραμμή κάτι κακό θα συμβεί που με προκαλούσε. Έστω κι αν η απόσταση από το έδαφος ήταν μόλις μερικά εκατοστά. Τότε στα παιδικά μάτια μου έμοιαζε χάος. Έπεφτα συχνά, έχανα την ισορροπία. Σήμερα στα ανδρικά μάτια μου μοιάζει πάλι χάος. Όσες φορές να το επιχειρήσω ξαναπέφτω συχνά. Χάνω την σταθερότητα.
Πιθανότατα να σιχαίνομαι την σταθερότητα. Ακόμη και σαν έκφραση, σαν λέξη, σαν έννοια μου προκαλεί αηδία. Να μένεις ίδιος, να μη σε επηρεάζουν οι συνθήκες και οι καιροί. Να αδιαφορείς για ότι συμβαίνει δίπλα σου και να μένεις πάνω στη γραμμή, απλά για να μην πουν ότι έπεσες, για να μη σε δει κανείς να γκρεμοτσακίζεσαι. Δίπλα σου μπορεί να σκάνε βόμβες αλλά εσύ στην ευθεία σου. Να προχωράς, τα μάτια μπροστά, ψυχρά, να βλέπεις μόνο την κορυφή στο τέλος του δρόμου.
Δεν την μπόρεσα ποτέ την σταθερότητα που να με πάρει. Όλο έπεφτα μετά από μερικά βήματα και έχω φτάσει να είμαι γεμάτος σημάδια. Σταματούσα στις βόμβες που σκάγανε δίπλα μου, δεν είχα τη διάθεση να κοιτάξω το τέλος του δρόμου. Μα ήταν και είναι αδιάφορο που φτάνει αυτός ο δρόμος. Σημασία έχει το ταξίδι, έτσι δεν έλεγε ο ποιητής; Όταν τριγύρω όλα είναι σκατά τι να την κάνω την κορυφή; Δεν με απασχολεί ή κορυφή, μου προκαλεί εμετό. Τα ψηλά επίπεδα καταξίωσης έτσι όπως έχουν τεθεί απ’τις ανθρώπινες κοινωνίες, είναι μια πλάνη.
Ακόμη περπατώ πάνω στις ράγες και βρίσκομαι στον κόσμο τον δικό μου. Μπορεί να μην έχει τόση βαβούρα έδω, αλλά είναι καθαρά, είναι ήσυχα. Δεν χρειάζομαι άλλους κόσμους, δεν του θέλω. Τους γνώρισα και τους σιχάθηκα.
Στάθης Ντάγκας
I walk the line
05/02/17