Πήγαμε νωρίς στο σχολείο για να κάνουμε πρόβα για τις γυμναστικές επιδείξεις τις προγραμματισμένες για τον Μάιο. Ήταν η τελευταία μέρα σχολείου πριν τις διακοπές του Πάσχα, εμένα με έτρωγε η στενοχώρια γιατί μέσα στην ημέρα θα γράφαμε διαγώνισμα στην Χημεία. Πριν τελειώσουμε την πρόβα θυμάμαι μια αναταραχή προς την μεριά του γραφείου των καθηγητών και αμέσως ακούστηκε η σφυρίχτρα του γυμναστή Γκαϊνά να μαζευτούνε στο περιστύλιο, ο λυκειάρχης Παπαγιαννόπουλος μετά την προσευχή κάτι μας είπε που δεν άκουσα και μετά συμπλήρωσε ότι δεν θα γίνει μάθημα εκείνη την ημέρα. Εγώ , ανίδεη και επιπόλαιη, πουλάκια μου αηδονάκια μου, φουλ ερωτευμένη,παραδομένη στην υπερπροστασία της οικογένειάς μου,με την ροκ και τα γαλλικά τραγούδια στο μυαλό μου,πιστή στη λογοτεχνία και στους μοντέρνους χορούς δεν κατάλαβα τι έγινε μόνο καταχάρηκα που δεν θα γινότανε μάθημα. Δεν ήξερα.
Πάρα πέρα είδα το λιγνό αγόρι μου με σκοτεινό πρόσωπο, αυτός ήξερε καλά κι επρόκειτο να μάθει ακόμα καλύτερα. Δεν μιλήσαμε εκείνο το πρωινό.
Γύρισα στο σπίτι κι ο παππούς μου μ’ ένα περίεργο ύφος και καπνίζοντας άκουγε δημοτικά από το ραδιόφωνο.
¨Ήταν το Σάββατο 22 Απριλίου 1967.
Πολύ γρήγορα έμαθα κι εγώ, βγήκα από το κουκούλι μου.
Της Χριστίνας – Τέτης Παγκάλου.