“Ότι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα..” τραγουδούσαν πριν αρκετά χρόνια οι τρύπες στο τραγούδι που έφερε τον ίδιο ακριβώς τίτλο.
Παρότι λοιπόν είμαι από του δυνατούς φαν του συγκροτήματος που καθόρισε την ελληνική ροκ σκηνή με την επαναστατική του ποίηση, θα διαφωνήσω με τον συγκεκριμένο στίχο. Κουβαλά μεγάλη ηττοπάθεια μέσα του, δεν μου ταιριάζει ακόμη και που τον διαβάζω.
Ότι σκοτώνεις δεν είναι δικό σου για πάντα. Ίσως τελικά να μην ήταν ποτέ δηλαδή, γιατί αν ήταν δεν θα το σκότωνες. Αλληγορικές οι έννοιες για να μην μπερδευτούμε.
Το πιο εκνευριστικό είναι στην περίπτωση που συζητάμε, όταν ότι “σκότωσες” εντελώς αψυχολόγητα, έχεις την απαίτηση να σε ακολουθήσει, να σε στηρίξει, να σου χαϊδέψει τα αυτιά.
Είναι στην ευχέρεια του “σκοτωμένου” όμως να διαφοροποιήσει την θέση του και να κρατήσει την αξιοπρέπεια που του επιβάλλει η ανθρώπινη υπόσταση. Γιατί ότι “σκοτώνεται” το παθαίνει συνειδητά. Ότι “σκοτώνεται” ήθελαν να “σκοτωθεί” και δεν έγινε τυχαία. Ήταν μια προμελετημένη πράξη.
Όλοι έχουμε στο παρελθόν και στην διάρκεια του βίου μας αισθανθεί τέτοιου είδους αδικίες που ενδεχομένως δεν τις αξίζαμε. Εγώ προσωπικά που γράφω αυτές τις γραμμές δεν ξεχνώ και δεν κάνω συμβιβασμούς. Θυμάμαι πάντα τα βρώμικα χέρια που έδειξαν προς το μέρος μου ως άλλοι καταδότες. Θυμάμαι πάντα πως αισθάνεται κανείς την προδοσία από εκεί που δεν την περίμενε. Θυμάμαι πάντα πως είναι το ψέμα να προσπαθεί να λερώσει μια καθαρότατη συνείδηση. Θυμάμαι πάντα τους ανάξιους, τους χείριστους.
Γι’αυτό, κρατήστε όση αξιοπρέπεια σας απέμεινε και μείνετε μακριά από το καθαρό οπτικό μου πεδίο. Δεν επιθυμώ ούτε να σας βλέπω, ούτε να μιλάω πια για εσάς. Ευτυχώς δεν με διακατέχει κάποιο σύνδρομο σαν εκείνο της Στοκχόλμης. Μπορεί να συνηθίσατε να ζείτε με αυτό, όμως εγώ όχι.