Οι τελευταίες ώρες του τίποτα πλησιάζουν από ένα καφενείο που έχει ν ανοίξει τις πόρτες του εδώ και 15 χρόνια. Μόνο τα παράθυρα είναι ανοιχτά από τις 7 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ και οι πελάτες του — καφενόβιοι κατά το πλείστον, χαρίζοντας τσιγάρα και διαβάζοντας στις απογευματινές εφημερίδες τις πρωινές ειδήσεις.
Παράπλευρα από την μεγάλη και κυρία είσοδο υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο που ανοίγει μόνο τις Κυριακές το απόγευμα για τον πρόεδρο της δημοκρατίας που έρχεται να βγάλει κήρυγμα. Ο κ. πρόεδρος είναι κουφός (δεν ακούει τίποτα) και δεν βλέπει καλά μακρυά η κοντά, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία για τις ικανότητες του σαν άξιου ηγέτη της χώρας του, γιατί με περισσή ευκολία έχει καταφέρει το λαό να πιστέψει πως οι τελευταίες ώρες του τίποτα που πλησιάζουν θα φέρουν μια κάποια λύση στα ολοένα διογκούμενα και στοιβαζόμενα προβλήματα τους.
Όλοι λοιπόν οι κάτοικοι, άντρες και γυναίκες, τίποτα άλλο δεν χάνουν παρά να κουβεντιάζουν για τις τελευταίες ώρες του τίποτα, ή, τελευταία, και γι’ αυτό το ίδιο το τίποτα. Κουβεντιάζουν γιά το πως θα τους φανή, πως θα το υποδεχτούν, τι αλλαγές πιθανόν να συμβούν στις ζωές τους και όλοι παρακολουθούν ειδικά προγράμματα στην τηλεόραση με το γενικό τίτλο ΕΙΣΑΙ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ, ΜΑΘΕ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Ένα πρωινό μιας άτυχης Δευτέρας που τίποτα δεν προμηνούσε τίποτα, οι τελευταίες ώρες του τίποτα άρχισαν να βγαίνουν στριμωγμένες από τις ορθάνοιχτες πόρτες του καφενείου. Πήραν την κεντρική λεωφόρο που βγάζει στο προεδρικό μέγαρο κι από κει άλλες τράβηξαν δεξιά για το χρηματιστήριο και τις εκκλησίες και άλλες αριστερά για τα βιβλιοπωλεία και τις πινακοθήκες. Μέχρι τις 12 το μεσημέρι η πόλη όλη είχε γεμίσει με τίποτα, η συγκοινωνία λόγω συνωστισμού είχε διακοπεί, τα μαγαζιά είχαν κλείσει και ο κόσμος είχε βγει στους δρόμους να χαζέψει με τα τίποτα που τίποτα δεν τα εμπόδιζε να πηγαίνουν όπου θέλουν και να κάνουν ότι τους καπνίσει.
Το θέαμα, αλλά και το θέμα, ήταν άκρως διασκεδαστικό. Όπου περνούσαν τα τίποτα δεν άφηναν τίποτα πίσω τους. Για παράδειγμα, όταν ο διευθυντής μιας τράπεζας είπε στην γραμματέα του αν ήθελε να πάνε πουθενά να φάνε τίποτα, κυριολεκτούσε. Γιατί μόλις μπήκανε σε παραπλήσιο εστιατόριο για το μεσημεριανό τους το γκαρσόν τους είπε ότι δεν υπήρχε τίποτα να φάνε. Αλλά ούτε και κανένας άλλος από τους φιλήσυχους και ξαφνικά αναστατωμένους κατοίκους ήταν ικανός να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του. Άνοιγαν τα ψυγεία τους και δεν βρίσκαν τίποτα, άνοιγαν το ραδιόφωνο και δεν άκουγαν τίποτα, άνοιγαν την τηλεόραση και δεν έβλεπαν τίποτα, σήκωναν το τηλέφωνο που χτυπούσε και δεν άκουγαν τίποτα.
Σιγά-σιγά τα πάντα άρχισαν να υποχωρούν μπροστά στο τίποτα. Πρώτα τα εργοστάσια, μετά τα σφαγεία, οι βιβλιοθήκες, τα γηροκομεία, τα μαγαζιά και τελευταίες οι αλογοουρές των γυναικών. Μέσα σε δυο μέρες τίποτα δεν υπήρχε, μονάχα πεινασμένοι άνθρωποι που έσερναν τα πεινασμένα τους κορμιά ζητώντας έλεος από τα τίποτα, αλλά εκείνα τίποτα δεν έκαναν παρά μονάχα γέμιζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους με τίποτα. Γέμισαν τους δρόμους, τα σπίτια, τις πολυκατοικίες, τα γκαράζ, τα δημόσια κτίρια. Καβάλησαν τοίχους, πέταξαν στον αέρα και τον γέμισαν κι αυτόν με τίποτα, κατέβηκαν στα λιμάνια και την ξεχείλισαν με τίποτα τόσο που το νερό (τιποτένιο) ανέβηκε δυο μέτρα.
Ο πρόεδρος της δημοκρατίας δεν είχε ακούσει ούτε δει τίποτα και την τελευταία στιγμή, τότε που οι άνθρωποι πεθαίνανε κατά εκατοντάδες, ο υπουργός ασφαλείας τον ενημέρωσε για τα καθέκαστα. Παίρνει τηλέφωνο λοιπόν τον πρόεδρο μιας άλλης πιο μεγάλης δημοκρατίας για να ζητήσει τη συμβουλή του αλλά δεν ακούει τίποτα και μάταια ψάχνει με το υπουργικό του συμβούλιο να βρει μιαν άλλη λύση. Στο μεταξύ τα τίποτα κατέλαβαν και το πεντάγωνο κι ελέγχουν πλήρως την κατάσταση στη χώρα. Σε ένα μήνα τίποτα δεν είχε μείνει που να θυμίζει πως κάποτε η χώρα αυτή κατοικούνταν από όντα ανθρώπινα. Τα τίποτα έχουν εγκαταστήσει μια δικιά τους πολιτεία που δεν περιγράφεται με τίποτα.
***
Ντίνος Σιώτης – Περιοδικό “Η λέξη” – 1981
Ο Ντίνος Σιώτης (γεν. Τήνος, 19 Δεκεμβρίου 1944) είναι Έλληνας ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών.
Φωτό: GREECE. Attica. Near Sounion. 1937. “Taverna by the sea”.
Αντικλείδι , http://antikleidi.com