Είναι η 17η Ιουλίου του 1994, βράδυ. Είμαι δέκα χρόνων εκείνο τον Ιούλιο, λίγες ημέρες πριν τα έχω κλείσει. Η μητέρα μου έχει καταφέρει να μου κολλήσει το μικρόβιο της Ιταλίας από καιρό και παρότι ο πατέρας είναι “Βραζιλιανογερμανός”. Το Μουντιάλ του ’94 στις ΗΠΑ είχε πολλές ιδιαιτερότητες. Η πρώτη συμμετοχή της Εθνικής μας του Αλκέτα, τον Μαραντόνα, τον Μπάτζιο, τον Ρομάριο, τον Στόϊτσκοφ, τον Ρενέ, τον Χόρχε Κάμπος, τον Λόταρ Ματέους και γενικότερα, για να μην γεμίσω τη σελίδα με μύθους του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, όλες οι ομάδες διέθεταν τεράστιους καλλιτέχνες της μπάλας.
Είναι η 17η Ιουλίου βράδυ (διαφορά ώρας με τις ΗΠΑ) λοιπόν κι έχουμε βγάλει την μικρή τηλεορασίτσα στην βεράντα στο πατρικό μου στο Ξυλόκαστρο. Η μάνα μου έχει κόψει καρπούζι και επειδή με έβλεπε ότι δεν είχα μυαλό για τίποτα παρά μόνο για το παιχνίδι που μόλις ξεκινούσε, μου τόνισε πως δεν έχει σημασία ποιος θα κερδίσει αφού φτάσαμε στον τελικό. Να φάω το καρπούζι μου και να απολαύσω το παιχνίδι. Κάτι σαν το “και οι δύο είναι κερδισμένοι”. Μάταιος κόπος, έτρωγα τα νύχια μου σε τρομερούς ρυθμούς.
Φτάνει η ώρα της εκτέλεσης του πιο θρυλικού πέναλτι στην ιστορία του ποδοσφαίρου από καταβολής του. Ο καλύτερος παίκτης της Σκουάντρα, ο μικρός Βούδας, ο Ρομπέρτο Μπάτζιο, είναι συνάμα και ο κορυφαίος του τουρνουά. Έχει πάρει απ’το χέρι του Ιταλούς και τους έχει φθάσει στον τελικό. Μπορεί να είχε τεράστια ονόματα εκείνη η ομάδα όπως ο Φράνκο, όμως εκείνος ο διάολος με τα κοτσιδάκια ήταν μαγικός. Εκτελεί το πέναλτι, κομμένη η παιδική μου ανάσα, η μπάλα ψηλά άουτ και όλα σκοτεινιάζουν.
Θυμάμαι πως εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. “Γιατί τόση αδικία”; Ηταν η ερώτηση που έκανα και ξανέκανα για μια ολόκληρη νύχτα στον εαυτό μου. Κοντά στα ξημερώματα ήρθε στο δωμάτιο η μητέρα μου να δει πως είμαι. Το μαξιλάρι είχε μουσκέψει απ’το κλάμα.
Εκείνο το βράδυ αγάπησα παθολογικά το ποδόσφαιρο. Δεν το συγκρίνω με κανένα άλλο άθλημα στον κόσμο και παρότι συχνά με πληγώνει. Εκείνο το βράδυ αγάπησα όσο κανέναν άλλο ποδοσφαιριστή τον Ρομπέρτο Μπάτζιο. Στα μάτια μου παραμένει ο κορυφαίος γκολτζής όλως των εποχών.
Για εσένα μεγάλε “μικρέ Βούδα”. Από έναν θαυμαστή σου που έχει μείνει ακόμη στα δέκα του χρόνια.
Γράφει ο Στάθης Ντάγκας