Ο ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΟΣ
Ό,τι κι αν γράψεις λόγια θα ’ναι.
Αυτά τα λόγια που ζητώ να εξαφανίσω·
κι είναι γι’ αυτό που έχω κόψει το χέρι μου.
Κι είναι γι’ αυτό που ζυμώνομαι
νύχτα μέρα με τη φωτιά, που πατήθηκα
κι έλιωσα κάτω όπως ένα
τριαντάφυλλο κόκκινο.
Θέλω να γίνω ενός άλλου
είδους νερό. Μιαν άλλου είδους γλώσσα.
Σαν αχτίνες χρυσές να τρυπώνω τα λόγια μου
μες απ’ τους πόρους σας, δίχως να ξέρετε,
προχωρώντας και φέγγοντας, βαθύτερα, όλο
και βαθύτερα μες στις καρδιές σας, καθώς
τις μαύρες στοές της γης
κατεβαίνοντας
ο ανθρακωρύχος με το λυχνάρι του.