“πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στυλ της καρέκλας.”
—
“Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή
πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.”
—
“εδώ η ζωή μας ταύρος με καρφωμένα χιλιάδες
φασιστικά μαχαιράκια”
—
“ένα μεγάλο στρογγυλό κουτί σαν κάλπη η γη
να ρίχνουμε την ψήφο μας
ό,τι χρώμα και να παίρνει η σαλαμάντρα
δεξιά είναι”
—
“παλαιομοδίτικο φουλάρι φοράμε στο λαιμό μας
την ψόφια γάτα του πολιτισμού”
—
“Η μοναξιά
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με το κομμάτια τους στον πάτο του φωταγωγού.”
—
“την ώρα που θα πέφτει το τελευταίο καδρόνι
πέρα μακριά ανεμίζουν πουλιά
βάλε τα χέρια στις άδειες τσέπες σου
άνοιξε βήμα μη νοιαστείς για την ώρα
άνοιξε το στόμα σου ξύπνα τους ένοικους της γης
βάλε λόγια και δική σου μουσική
ξελαρυγγιάσου με την αγριοφωνάρα σου
– Η ζωή –
δεν είναι ένα κλειστό ταξίδι
που ήταν
α-α-αταξίδευτο.”
—
“Άμα κατέβεις από δω
θα σου δείξω κάτι μεγάλα φτερά που μου φυτρώσανε
Θα σου δείξω
πόσο ανάλαφρα πέταγα
πηγαίνοντας στην απαγορευμένη συγκέντρωση
γιατί σφύριζε στο χέρι μου
μια βαριά αλυσίδα.”
—
“Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
– σταμάτα να σου πω –
μη βιάζεσαι και με λες ψεύτρα..
Είναι τώρα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια
και μπερδεύω το όνειρο
και που αρχίζει η αλήθεια….”
—
“Γι’ αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’ αυτό αν τύχει και μ’ αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’ αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.”
—
“Πάρε με λοιπόν από δω.
Θέλω να σου δείξω τα καλοκαιριάτικα θέατρα
πώς ζούνε το χειμώνα
Πόσο άδεια είναι τα σχολικά όταν έχουν αργία
κι όλους τους φίλους που φύγανε
και δεν μπορούν πια να με προδώσουν
πάμε από δω πάμε εκδρομή σε μέρος που δεν έγινε
αφού στο ‘χω γράψει στο ‘χω πει
όπου κι αν πάτησα άφηνα αίμα
γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ
κι όλο αλλάζω σεντόνια”
—
“Αν θες είναι καλύτερα – καλύτερο –
να κοιμηθούμε αγκαλιά
δε θα βήχω τη νύχτα
δε θα τραβάω τα σεντόνια
θα λουστώ
θα ‘μια φρόνιμη
ακούνητη
θα ‘μαι σαν πεθαμένη
μη με ξεχάσεις όμως το πρωί
γιατί έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους έτσι
που το ‘καναν για να μην ενοχλούν τους δίπλα
ή κι έτσι γι’ αστείο
και δεν ξαναξυπνήσανε
κι ούτε που παίξανε πoτέ.”
—
“οι ρίζες δεν είναι για να γυρίζουμε πίσω
είναι για να βγάζουνε κλαριά
άμα δε βγάζουνε
είναι παλούκια καυσόξυλα
οδοφράγματα Μπροστά Μπροστά κι άλλο!
τόσο θέλει
απ’ την υποταγή στην εξέγερση
απ’ το όλοι η κανένας
απ’ το όλα η τίποτα”
—
“Πάρε με ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ μου
η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή
προσπίπτω στα φοβερά μπούτια σου
πάρε με απ’ το γήινο κόσμο.
Χρόνια αφήνω το παράθυρο ανοιχτό
περιμένοντας εσένα και τα UFO
δεν αντέχω άλλο τους θνητούς
είμαι ανάμεσα φθοράς και αφθαρσίας.
Πάρε με απ’ το χέρι
Ανέβασε με στους ανεξερεύνητους πλανήτες
Δείξε μου να πετάω
Πάνω απ’ τα γήινα και τα συμπλέγματα μου”
—
“Μη βάλεις πάλι τις φωνές και μουρμουράς μονάχη σου
πως όλο ζω με ψέματα
έμαθα και το παιδί κι είμαι ονειροπαρμένη.
Δε ξέρω όμως μάνα άλλο τρόπο να ζω.
Είναι ένας τρόπος κι αυτός μάνα να ζεις.”
—
“άκου θα ‘ρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θα ‘μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.
Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.”
—
“Άρχισα να γέρνω σαν εκείνη την ιτιούλα
που σού ‘χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.”
—
“Άντρες πηδάνε ανεμίζοντας την κάρτα ανεργίας
και φεύγουνε απ’ τις ταράτσες λαϊκών ξενοδοχείων.
Πρέπει να τους προλάβω.
Με περιμένουνε.
Αντίο Άντίο Αντίο”