Η περίοδος της δικτατορίας μπορεί να ήταν δύσκολη για την ελληνική κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα ήταν και ιδιαίτερα παραγωγική στο πεδίο του Πολιτισμού και της Τέχνης. Κι όλα αυτά παρά τους αυστηρούς περιορισμούς που είχε θέσει η λογοκρισία των συνταγματαρχών.
Η εξήγηση είναι απλή: μέσα από την Τέχνη οι άνθρωποι του πνεύματος προσπαθούσαν να περάσουν τα δικά τους μηνύματα περί δημοκρατίας και ελευθερίας, πολλές φορές με ιδιαίτερα σουρεαλιστικό τρόπο, προκειμένου να μην γίνονται εύκολα αντιληπτά από τους λογοκριτές, οι οποίοι όπως απέδειξε η ιστορία, δεν ήταν και ιδιαίτερα…εύστροφοι στο να τα αντιλαμβάνονται.
Έτσι, σήμερα, εάν κάποιος εστιάσει στην περίοδο 1967-1974 βλέπει ξεκάθαρα δεκάδες δείγματα (θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, εκδηλώσεις, λογοτεχνήματα, ακόμα και σειρές στην τηλεόραση) τα οποία κρύβουν μέσα τους τόσα αντιδικτατορικά μηνύματα που προκαλεί απορία το γεγονός ότι «πέρασαν» από τη λογοκρισία. Κι όμως, συνέβαινε.
«Η Αλίκη δικτάτωρ» και η «light» λογοκρισία της
Μια τέτοια περίπτωση – ίσως από τις πλέον τρανταχτές – ήταν και η περίπτωση της ταινίας «Η Αλίκη δικτάτωρ», η οποία προβλήθηκε το 1972, την πιο στυγνή περίοδο της χούντας. Ακόμα και ο τίτλος της ήταν τόσο ξεκάθαρος για τα μηνύματα που περνούσε, που κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι οι συνταγματάρχες επέτρεψαν την προβολή της. Κι όμως υπάρχει η εξήγηση: πρωταγωνίστρια ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, της οποίας φανατική θαυμάστρια ήταν η κόρη ενός κορυφαίου στελέχους της χούντας. Εκείνη λοιπόν παρακάλεσε τον πατέρα της να μην απαγορεύσει την προβολή της ταινίας, γιατί ήθελε η ίδια να δει την Βουγιουκλάκη.
Ο πατέρας της, της έκανε το χατήρι και επέτρεψε την προβολή. Ωστόσο, η ταινία δεν απέφυγε κάποιες περικοπές, οι οποίες ευτυχώς δεν ήταν ικανές να αλλοιώσουν τα μηνύματα που ήθελε αυτή να περάσει. Μηνύματα που «πέρναγαν» στον θεατή αριστοτεχνικά, μέσα από το μαεστρικό σενάριο του Λάκη Μιχαηλίδη.
Κατά πολλούς, η ταινία «Η Αλίκη δικτάτωρ» είναι η μοναδική ταινία που έκανε εκείνη την εποχή τόσο ουσιαστικές και καίριες νύξεις κατά της χούντας. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή με τον αξέχαστο Μάνο Κατράκη, ντυμένο και μακιγιαρισμένο ως Ελευθέριο Βενιζέλο, να περπατάει έξω από το κτίριο της Βουλής και να τραγουδάει το αξέχαστο κομμάτι «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Τον ίδιο, υποτίθεται ότι τον συναντά η Βουγιουκλάκη και συνομιλεί μαζί του για την πολιτική κατάσταση εκείνης της εποχής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος λοιπόν, παράλληλα, αναπολεί τα χρόνια που ήταν μέλος του κοινοβουλίου και της κυβέρνηση.
Η εμφάνιση του Κατράκη στον ρόλο του Βενιζέλου – η οποία σημειωτέων διαρκεί λίγα μόλις λεπτά –, είναι συγκλονιστική και προκαλεί ρίγη συγκίνησης, ιδιαίτερα αν σκεφθεί κανείς υπό ποιες συνθήκες γυρίστηκε. Μάλιστα, στο τέλος της σκηνής, ο Κατράκης ως Βενιζέλος αρχίζει να περπατάει και να απομακρύνεται από την Βουγιουκλάκη, τραγουδώντας ψυθιριστά το «Πότε θα κάνει ξαστεριά»!
Ένα σύντομο πέρασμα από την συγκεκριμένη ταινία κάνει και ο Κώστας Χατζηχρήστος στο ρόλο του εκδότη εφημερίδας. Όταν διαπιστώνει ότι η εφημερίδα του θα κυκλοφορούσε με τίτλο «Θα γίνουν εκλογές», τα βάζει με τους αρχισυντάκτες του λέγοντας ότι θα τους κατηγορούσαν για διακίνηση ψευδών ειδήσεων.
Επρόκειτο για ένα σαφέστο υπαινιγμό για την ανυπαρξία δημοκρατίας, δεδομένου ότι οι εκλογές είχαν απαγορευτεί από την χούντα.
Κι ο «Παπατρέχας» στο στόχαστρο!
Το γεγονός ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών δεν ήταν και ιδιαίτερα ευφυής στον τρόπο που υποτίθεται ότι ήλεγχε την κινηματογραφική παραγωγή αποδεικνύεται περίτρανα και μέσα από μια σειρά άλλων, αλλοπρόσαλων αποφάσεών της για την καταλληλότητα κάποιων κινηματογραφικών ταινιών, όπως η προβολή του «Los Olvidados» του Λουίς Μπουνιουέλ η οποία απογορεύθηκε σε όλη την Ελλάδα επειδή «στερείται παντελώς καλλιτεχνικής αξίας».
Την ίδια στιγμή, ο «Τρελός Πιερό» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ χαρακτηρίζεται ως «αποκορύφωμα ασυναρτησίας», ενώ η ταινία της Finos Film, με τον τίτλο « Η κόρη μου η σοσιαλίστρια», με πρωταγωνίστρια την Αλίκη Βουγιουκλάκη, για να προβληθεί ελεύθερα έπρεπε να αφαιρεθεί η σκηνή όπου ο αστυνομικός φτιάχνει το μουστάκι του!
Ωστόσο, οι παρεμβάσεις δεν σταματούν εδώ, ενώ δεν αφορούν μόνο την περίοδο της χούντα. Ιδού ένα παράδειγμα: Το 1966, ένα μόλις χρόνο πριν την δικτατορία της 21ης Απριλίου, το εκφυλισμένο πλέον δημοκρατικό καθεστώς λογοκρίνει ακόμα και τον Θανάση Βέγγο στην ταινία «Παπατρέχας», στη σκηνή όπου κάνει αστειάκια για τον Μίκη Θεοδωράκη και την Αριστερά, την ώρα που τρώει σε ένα τραπέζι με τους υποψήφιους γαμπρούς των αδελφών του.
Η συγκεκριμένη σκηνή στις σημερινές προβολές της ταινίας υπάρχει πλέον κανονικά, ωστόσο στην πρώτη της προβολή, το 1966 είχε κοπεί. Η «κουλτούρα» της λογοκρισίας είχε ήδη διαποτίσει το DNA των κυβερνήσεων της χώρας από τη δεκαετία του 1950. Από εκείνα τα χρόνια κιόλας, δεν νοείτο ταινία που να παρουσιάζει ανθρώπινη δυστυχία στη χώρα και να μην θεωρείται ότι υπονομεύει τις παραδόσεις της.
Μάλιστα, τέτοιες ταινίες είχαν απαγορευτεί ακόμα και να περνούν τα ελληνικά σύνορα και να προβάλλονται στο εξωτερικό. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές ταινίες του είδους αυτού ήταν η ταινία «Συνοικία το όνειρο», σκηνοθέτης της οποίας ήταν ο αριστερών πεποιθήσεων Αλέκος Αλεξανδράκης.
Η «Συνοικία το όνειρο» και η παρέμβαση της Ελένης Βλάχου στον Καραμανλή
Πρόκειται για μία αριστουργηματική από κάθε άποψη ταινία, που γυρίστηκε το 1961 και η δημιουργία της αποκάλυψε το δημοκρατικό έλλειμμα της πολιτικής ηγεσίας, η οποία είχε εθιστεί στο να λογοκρίνει ότι θεωρούσε ότι δεν άρμοζε στην διεθνή εικόνα της χώρας. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι η ταινία κατάφερε να παιχτεί τελικά στους κινηματογράφους μετά από προσωπική παρέμβαση της Ελένης Βλάχου, Εκδότριας της Καθημερινής, στον τότε Πρωθυπουργό, Κωσταντίνο Καραμανλή! Και πάλι όμως παίχτηκε «πετσοκομμένη» από τη λογοκρισία, ενώ οι σκηνές που «κόπηκαν» καταστράφηκαν ολοκληρωτικά!
Είναι αυτό ακριβώς το γεγονός που ανάγκασε τον Αλέκο Αλεξανδράκη να αποκαλύψει πολλά χρόνια αργότερα ότι η ταινία που τελικά προβλήθηκε δεν είχε σχέση με αυτή που ο ίδιος είχε δημιουργήσει και ως εκ τούτου ουδεμία σχέση δεν ήθελε πλέον να έχει μαζί της! Ακόμα όμως και με την άδεια του Πρωθυπουργού, η πρώτη προβολή της ταινίας έγινε μέσα σε επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθησή της ουσιαστικά κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης!
Σε συνέντευξή του στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, ο Αλεξανδράκης είχε πει: «Δεν είχαμε προβλήματα με την αστυνομία, αλλά με τους τραμπούκους. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται γνωστό ότι γυρίζαμε την ταινία εκεί και η τότε βαμμένη δεξιά έστελνε τους τραμπούκους […] τα αρνητικά (ενν. της ταινίας) τα είχε εξαφανίσει η λογοκρισία.
Όταν άρχισε να παίζεται, από πολλά μέρη της επαρχίας την έστελναν πίσω, είτε γιατί ο χωροφύλακας ήταν έξω από την αίθουσα και κατέγραφε ποιοι έμπαιναν, είτε γιατί οι αντιφρονούντες πετροβολούσαν τον κινηματογράφο».
Γιατί όμως η ταινία αυτή προκάλεσε τόση ένταση; Διότι πολύ απλά, θεωρήθηκε ότι «δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας», αφού παρουσίαζε τη σκληρή καθημερινότητα των ανθρώπων μιας φτωχογειτονιάς της Αθήνας, και δη του Ασύρματου, μιας παραγκούπολης ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Ανω Πετράλωνα.
Ενα άλλο ενοχλητικό στοιχείο ήταν το γεγονός ότι η μουσική ήταν του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ τα τραγούδια ερμήνευε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με κορυφαίο όλων το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη, τραγούδι που έγινε ο «ύμνος» του απλού λαού. Να σημειωθεί ότι ο Τάσος Λειβαδίτης είχε γράψει και το σενάριο του έργου. Η εκμετάλλευση της ταινίας αργότερα πέρασε στα χέρια των αδελφών Κουρουνιώτη, στους οποίους ο Αλεξανδράκης πούλησε τα δικαιώματά της λόγω χρεών του.
«Η “Στεφανία” απευθύνεται στα κατώτερα ένστικτα του κοινού, ενώ συκοφαντεί την Ελλάδα»
Μία ακόμα ταινία που λογοκρίθηκε έντονα από την δικτατορία ήταν η «Στεφανία» της Finos Film, η οποία προβλήθηκε το 1967 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη, με πρωταγωνίστρια την Ζωή Λάσκαρη.
Η υπόθεση ήταν η εξής: Η Στεφανία, ένα όμορφο κορίτσι, ζει με την μητέρα και τον πατριό της, με τον οποίο αποκτά την πρώτη ερωτική της εμπειρία. Από τότε η κοπέλα παίρνει τον άσχημο δρόμο και εκμεταλλεύεται την ομορφιά της για να αποκτήσει μια πλούσια ζωή, όταν την πιάνει η αστυνομία και η ίδια οδηγείται στο αναμορφωτήριο.
Τόσο η υπόθεση, όσο και οι καταστάσεις που παρουσίαζε (αναμορφωτήρια, άθλιες συνθήκες κράτησης, αστυνομοκρατούμενη κοινωνία κ.α.) κρίθηκαν από την χούντα ως ακατάλληλα προς προβολή. Οι συνταγματάρχες αποφάσισαν ότι η ταινία «απευθύνεται στα κατώτερα ένστικτα του κοινού, ενώ συκοφαντεί την Ελλάδα» και λογόκριναν πολλές σκηνές της.
Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος και την ένταση του προβλήματος της λογοκρισίας στον ελληνικό κινηματογράφο, αρκεί να δει ότι στο ελληνικό σύνταγμα… του 1952, οι δικαιοδοσίες της λογοκρισίας κατοχυρώνονται, ενώ ο φόρος αποτελεί πάνω από το 40% της τιμής του εισιτηρίου, συχνά δε, προστίθενται και έκτακτες εισφορές υπέρ τρίτων, π.χ. Βασιλική Πρόνοια.
Μόλις 9 χρόνια αργότερα, με το νόμο 4208/ 1961 δίνονται απεριόριστες εξουσίες στις επιτροπές λογοκρισίας, που διορίζονται από το Υπουργείο Προεδρίας και οι οποίες είναι αρμόδιες να δίνουν τόσο άδειες λήψης σκηνών, όσο και προβολής ταινιών.
Γίνεται έτσι κατανοητό γιατί το ζήτημα της λογοκρισίας δεν αποτελεί «εφεύρεση» της δικτατορίας του 1967, αλλά μια πρακτική που ήταν κατοχυρωμένη από την ελληνική πολιτεία, πολλά χρόνια πριν, από την δικτατορία του Μεταξά, πριν την γερμανική κατοχή της χώρας.
Αναδημοσίευση άρθρου απο το:
gazzetta.gr