Λένε – και πολλές φορές ισχύει – ότι όταν αποφασίζουμε να παντρευτούμε, συνήθως πέφτουμε στον λάθος άνθρωπο, ή επιλέγουμε κάποιον με τον οποίο δεν είμαστε καν ερωτευμένοι. Είναι μια αλήθεια, επιμένουν οι πεσιμιστές, που ισχύει για τους περισσότερους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλής και εθνικότητας, οικονομικής κατάστασης και μορφωτικού επιπέδου. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Τι μας οδηγεί στο λάθος ταίρι ή ακόμα και σε έναν άνθρωπο με τον οποίο δεν είμαστε πραγματικά ερωτευμένοι; Οι λόγοι που παραθέτει ο Αλέν ντε Μποτόν εξηγούν και το πώς το κείμενό του έγινε δημοφιλές μέσα σε λίγες ώρες από την ανάρτηση του στη στήλη των απόψεων των “New York Times“.
Είναι από εκείνα τα πράγματα που πιο πολύ φοβόμαστε ότι μπορεί να μας συμβούν. Κάνουμε τα πάντα για να το αποφύγουμε, αλλά παρόλα αυτά επαναλαμβάνουμε το ίδιο λάθος που έκαναν πολλοί πριν από εμάς: παντρευόμαστε τον λάθος άνθρωπο.
Εν μέρει, αυτό συμβαίνει γιατί ανακύπτει μια σειρά προβλημάτων κάθε φορά που προσπαθούμε να σχετιστούμε με τους άλλους. Φαινόμαστε φυσιολογικοί μόνο σε όσους δεν μας γνωρίζουν καλά. Σε μία πιο σοφή κοινωνία, με μεγαλύτερη αυτεπίγνωση από την δική μας, μία κλασική ερώτηση στο δείπνο του πρώτου κιόλας ραντεβού θα ήταν: “Πώς είσαι όταν θυμώνεις;”.
Ίσως έχουμε μια λανθάνουσα τάση να γινόμαστε έξαλλοι όταν κάποιος διαφωνεί μαζί μας ή μπορούμε να χαλαρώσουμε μόνο όταν είμαστε απασχολημένοι με κάτι. Πιθανόν δυσκολευόμαστε να εκφράσουμε οικειότητα μετά το σεξ ή δεν αντιδρούμε όταν κάποιος μας εξευτελίζει. Σίγουρα, κανείς δεν είναι τέλειος. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι πριν από τον γάμο, σπάνια τολμούμε να σκαλίσουμε τα συμπλέγματά μας. Κάθε φορά που οι συνήθεις σχέσεις μας απειλούν να αποκαλύψουν τα ελαττώματά μας, κατηγορούμε τους συντρόφους μας γι’ αυτά και αποσυρόμαστε. Όσο για τους φίλους μας, αυτοί συνήθως δεν νοιάζονται αρκετά, ώστε να σταθούν πλάι μας και να μας βοηθήσουν να διορθωθούμε. Ένα από τα προνόμια, λοιπόν, του να μένουμε μόνοι μας είναι η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να συνυπάρξουμε εύκολα με τους άλλους.
Οι σύντροφοί μας δεν διακρίνονται πλέον για την αυτεπίγνωσή τους. Προσπαθούμε να τους γνωρίσουμε, επισκεπτόμενοι τις οικογένειές τους, κοιτάζοντας παλιές τους φωτογραφίες, γνωρίζοντας τους συμμαθητές και τους φίλους τους. Όλο αυτό μας δημιουργεί την αίσθηση ότι έχουμε κάνει όλα όσα χρειαζόταν να κάνουμε. Κι όμως, αυτό είναι λάθος. Έτσι, ο γάμος καταλήγει να είναι ένα ελπιδοφόρο, πλουσιοπάροχο, τζογαδόρικο παιχνίδι που παίζουν δύο άνθρωποι, μη γνωρίζοντας καλά-καλά ούτε τους εαυτούς τους, ούτε τους άλλους, δεσμευόμενοι σε ένα μέλλον που δεν μπορούν να φανταστούν και την ίδια στιγμή έχουν επιμελώς αποφύγει να διερευνήσουν.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της καταγεγραμένης ιστορίας, οι άνθρωποι παντρεύονταν για συμφεροντολογικούς λόγους: επειδή το αγροτεμάχιο της νύφης συνόρευε με εκείνο του γαμπρού, επειδή η οικογένειά της κατείχε μία επικερδή επιχείρηση, επειδή ο πατέρας της ήταν ο φύλαρχος ή ο αρχηγός του χωριού, κ.ο.κ. Αποτέλεσμα τέτοιων συμφεροντολογικών γάμων ήταν συχνά η μοναξιά, η απιστία, η κακοποίηση, η απομάκρυνση και οι συνεχείς καυγάδες. Ο γάμος από συμφέρον δεν υπήρξε ποτέ εκ των υστέρων μία σοφή επιλογή. Έτσι, τη θέση του πήρε ο γάμος από έρωτα, ο οποίος, σε αντίθεση με τον πρώτο, δεν χρειάστηκε ποτέ λογικά επιχειρήματα.
Το σημαντικό στον γάμο από έρωτα είναι ότι δύο άνθρωποι έλκονται μεταξύ τους από ένα δυνατό ένστικτο, το οποίο τους κάνει να πιστεύουν βαθιά μέσα στην καρδιά τους ότι αυτό που κάνουν είναι σωστό. Στην πραγματικότητα, όσο πιο γρήγορος είναι ένας τέτοιος γάμος (μπορεί να έχει περάσει μόνο ένα εξάμηνο από τη στιγμή που γνωρίστηκαν, ενώ ένας από τους δυο να μην έχει καν δουλειά ή και οι δύο να βγήκαν μόλις πριν λίγο από την εφηβεία), τόσο πιο ασφαλής φαντάζει. Η απερισκεψία θεωρείται το αντίβαρο σε όλα τα σφάλματα του ορθολογισμού, ένας καταλύτης ενάντια στη δυστυχία. Η βαρύτητα αυτή που δίνεται στο ένστικτο είναι η τραυματισμένη αντίδραση σε όλους τους προηγούμενους αιώνες παράλογης λογικής.
Όμως, ακόμα κι έτσι, παρόλο που πιστεύουμε ότι αναζητούμε την ευτυχία στον γάμο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γιατί αυτό που πραγματικά ψάχνουμε δεν είναι η ευτυχία, αλλά η οικειότητα, η οποία μπορεί να μπερδέψει τα σχέδιά μας. Ειδικά, όσον αφορά τον γάμο, εκείνο που πραγματικά ψάχνουμε είναι να ξαναζήσουμε, μέσα στις ενήλικες σχέσεις μας, το περιβάλλον και τα συναισθήματα της παιδικής μας ηλικίας. Η αγάπη που οι περισσότεροι από εμάς γευτήκαμε ως παιδιά, συγχεόταν συχνά με άλλες, πιο καταστροφικές δυναμικές: αισθήματα από την επιθυμία παροχής βοήθειας σε κάποιον ενήλικα που είχε χάσει τον έλεγχο του εαυτού του, αισθήματα αποστέρησης της ζεστασιάς κάποιου γονέα ή τρόμου από τον θυμό του, αισθήματα ανασφάλειας για την έκφραση των επιθυμιών μας, κ.ο.κ. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο τώρα που ως ενήλικες απορρίπτουμε συγκεκριμένους ανθρώπους, όχι επειδή έχουν κάποιο ελάττωμα, αλλά επειδή είναι σωστοί για εμάς – για την ακρίβεια πολύ σωστοί, πολύ ισορροπημένοι, πολύ ώριμοι, αξιόπιστοι και γεμάτοι κατανόηση – δεδομένου ότι στις καρδιές μας όλα αυτά τα στοιχεία μοιάζουν απολύτως ξένα. Έτσι, παντρευόμαστε τους λάθος ανθρώπους, γιατί πολύ απλά δεν συνδέουμε το αίσθημα που προσφέρει η αγάπη με το αίσθημα της ευτυχίας.
Επίσης, κάνουμε λάθη, επειδή νιώθουμε απελπιστικά μόνοι. Κανείς δεν μπορεί να είναι πραγματικά σε θέση να επιλέξει έναν σύντροφο όταν δεν αντέχει να μένει μόνος. Θα πρέπει να έχουμε αποδεχτεί απόλυτα το ενδεχόμενο να ζήσουμε πολύ καιρό ακόμα μόνοι, αν πρόκειται να κάνουμε την σωστή επιλογή. Σε αντίθετη περίπτωση, κινδυνεύουμε να παντρευτούμε κάποιον μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχουμε άλλο την μοναξιά.
Έτσι, τελικώς, παντρευόμαστε για να δημιουργήσουμε την αίσθηση της μονιμότητας σε ένα όμορφο συναίσθημα που νιώθουμε. Φανταζόμαστε ότι ο γάμος θα μας βοηθήσει να ασφαλίσουμε τη χαρά εκείνη που νιώσαμε, όταν σκεφτήκαμε για πρώτη φορά να κάνουμε την πρόταση γάμου. Ίσως να ήμασταν τότε στη Βενετία σε μια λιμνοθάλασσα, πάνω σε μια βάρκα, με τον ήλιο του δειλινού να ρίχνει χρυσές ανταύγειες πάνω στα νερά και να εξομολογούμασταν πράγματα που δεν είχαμε ξαναπεί ποτέ σε κανέναν. Παντρευτήκαμε, θέλοντας να κρατήσουμε αυτές τις στιγμές για πάντα μέσα μας, αλλά αποτύχαμε να δούμε ότι τα συναισθήματα που νιώθαμε δεν είχαν καμία ουσιαστική σχέση με τον θεσμό του γάμου.
Στην πραγματικότητα, ο γάμος τείνει να μας οδηγήσει αποφασιστικά σε μια άλλη, τελείως διαφορετική πραγματικότητα: σ’ ένα σπίτι γεμάτο υποχρεώσεις και παιδιά που τρέχουν πέρα-δώθε, που σκοτώνουν το πάθος στη σχέση, κι ας προήλθαν απ’ αυτό. Το μόνο στοιχείο που παραμένει ίδιο είναι ο σύντροφός μας, και αυτός είναι συνήθως το λάθος στοιχείο.
Τα καλά νέα είναι ότι δεν πειράζει αν ανακαλύψαμε ότι παντρευτήκαμε τον λάθος άνθρωπο. Δεν χρειάζεται να τον/την εγκαταλείψουμε. Αυτό που χρειάζεται να εγκαταλείψουμε είναι την ρομαντική ιδέα του δυτικού πολιτισμού που εδώ και 250 χρόνια θέλει να μας πείσει ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει το ιδανικό άλλο μας μισό, έτοιμο να ικανοποιήσει κάθε μας επιθυμία.
Χρειάζεται μόνο να απορρίψουμε και να απαλλαγούμε από αυτή την ιδεώδη θεώρηση με τη συνειδητοποίηση ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να μας απογοητεύσει, να μας θυμώσει, να μας ενοχλήσει, να μας κάνει έξαλλους – και το ίδιο μπορεί να κάνουμε κι εμείς στους άλλους (χωρίς ίχνος κακίας). Μπορεί να μας κυριεύει το αίσθημα του κενού και της απογοήτευσης, αλλά τίποτα από αυτά δεν θεωρείται εξωπραγματικό και δεν αποτελεί αιτία διαζυγίου. Πρέπει να γνωρίσουμε ότι επιλέγοντας αυτόν με τον οποίο θα δεσμευτούμε στη ζωή μας, επιλέγουμε ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο θέλουμε να υποφέρουμε.
Αυτή η πεσιμιστική θεώρηση των πραγμάτων προσφέρει παραδόξως μία διέξοδο σε όλη αυτή την δυσκολία και το άγχος που επικρατεί γύρω από τον γάμο. Ακούγεται παράξενο, αλλά ακριβώς αυτή η πεσιμιστική οπτική ανακουφίζει από την πίεση της φαντασίωσης, που έχει καλλιεργήσει η ρομαντική κουλτούρα μας, περί ενός τέλειου γάμου. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η αποτυχία ενός συγκεκριμένου συντρόφου να μας σώσει από τη θλίψη και τη μελαγχολία δεν έχει να κάνει με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, ούτε είναι σημάδι ότι η σχέση απέτυχε ή… χρήζει αναβάθμισης.
Ο άνθρωπος που μας ταιριάζει καλύτερα δεν είναι αυτός με τον οποίο συμφωνούμε στα πάντα, με τον οποίο μοιραζόμαστε κοινά γούστα και επιλογές, αλλά εκείνος που μπορεί να διαπραγματευτεί τις διαφορές μας με έναν έξυπνο τρόπο – κοινώς ένας σύντροφος που είναι καλός στις διαφωνίες και τις διαπραγματεύσεις. Αντί της αφηρημένης ιδέας κάποιας απόλυτης συμπληρωματικότητας, η ικανότητα να αποδέχεται κάποιος τις διαφορές και τα ελαττώματά μας είναι η μεγαλύτερη ένδειξη του ότι βρήκαμε τον κατάλληλο άνθρωπο. Η συμβατότητα, λοιπόν, είναι επίτευγμα της αγάπης· όχι προαπαιτούμενο της.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο ρομαντισμός δεν μας βοήθησε πολύ. Αντίθετα, έχει συμβάλλει ώστε πολλά από αυτά που περνάμε στους γάμους μας να μας φαίνονται τρομακτικά και εξωπραγματικά. Έτσι, καταλήγουμε μόνοι και πεπεισμένοι ότι η σχέση μας με τον άλλον, με τις ατέλειες που έχει, δεν είναι φυσιολογική. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να αποδεχόμαστε περισσότερο το “λάθος”, προσπαθώντας κάθε φορά να υιοθετήσουμε μία όσο το δυνατόν πιο συγκαταβατική και ανάλαφρη στάση, τόσο απέναντι σε εμάς, όσο και απέναντι στους συντρόφους μας.