Ο Δημήτρης Λιαντίνης, υπήρξε παιδαγωγός, ποιητής και μεταφραστής, μα πάνω απ’ όλα υπήρξε συγγραφέας βιβλίων με σημαντικότατο φιλοσοφικό περιεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό μέσα από την ιστορία της αυτοθέλητης εξαφάνισής του, την πρώτη μέρα του καλοκαιριού του 1998, σε ηλικία 56 ετών, ακριβώς πριν 20 χρόνια.
Αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη της πνευματικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ελλάδας και στη φιλοσοφική προσέγγιση της ζωής και του θανάτου. Εξάλλου, ο ίδιος είχε ενστερνιστεί τον ορισμό του Πλάτωνα περί φιλοσοφίας: «φιλοσοφία εστί μελέτη θανάτου».
Τον Ιούλιο του 2005, αποκαλύφθηκε ο σκελετός του, από έναν έμπιστο φίλο του, σε μια μικρή σπηλιά στον Ταΰγετο. Τα πάντα είχαν σχεδιαστεί από τον ίδιο. Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν γραφτεί και ακουστεί πολλά για τον τρόπο επιλογής του θανάτου του. Αν μη τι άλλο ήταν κάτι πρωτόγνωρο, μια πράξη ακατανόητη για τον απλό κόσμο.
Παρότι τα βιβλία του είναι προσβάσιμα, αλλά και οι ομιλίες του υπάρχουν ελεύθερες πλέον στο διαδίκτυο, λίγοι είναι εκείνοι που επιχείρησαν να εμβαθύνουν στο πλούσιο έργο του. Ωστόσο, μέσα από τις πράξεις του, μέσα από την απλή καθημερινότητα του Λιαντίνη, μπορεί κάποιος να διακρίνει μερικά από τα στοιχεία εκείνα που τον έκαναν να ξεχωρίζει.
Όπως για παράδειγμα το περιστατικό με έναν Βέλγο τουρίστα, στις Κεχριές Κορινθίας. Ο Λιαντίνης, όσο περήφανος ένιωθε για την ελληνική καταγωγή του, άλλο τόσο πικραινόταν με τα στραβά της φυλής μας. Υπήρχαν λοιπόν στιγμές που αυτά τα στραβά ένιωθε την ανάγκη να τα διορθώσει μόνος του.
Κάθε καλοκαίρι που πήγαινε για διακοπές στο εξοχικό της οικογένειας στις Κεχριές, σηκωνόταν νωρίς το πρωί, έπαιρνε κάποια παιδιά από την περιοχή και ορμούσαν κατά μήκος της παραλίας με σακούλες σκουπιδιών στα χέρια. Δεν άφηναν σκουπίδι για σκουπίδι. Αυτό συνέβαινε επί σειρά ετών, κάθε καλοκαίρι. Τα παιδιά βέβαια, από ένα σημείο και μετά, δεν πήγαιναν μαζί του. Εκείνος όμως, ήταν κάθε πρωί στην παραλία και καθάριζε τις ακαθαρσίες πολλών νεοελλήνων.
Μια μέρα λοιπόν, καθώς καθάριζε την παραλία τον είδε ένας Βέλγος γιατρός, τουρίστας της περιοχής και άρχισε να διαμαρτύρεται για τους «βρόμικους Έλληνες που έχουν πανέμορφη χώρα, αλλά δεν τη σέβονται». Στη συνέχεια, είπε στον Λιαντίνη να μαζέψει κι άλλα σκουπίδια, δίνοντάς του κατά κάποιο τρόπο «διαταγές». Τον είχε περάσει για καθαριστή του Δήμου.
Όταν ο Λιαντίνης του αποκάλυψε ότι είναι δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο, ο Βέλγος έβγαλε το καπέλο που φορούσε για προστασία από τον ήλιο, ώστε να δείξει το θαυμασμό του και του είπε: « Έπρεπε να το δω αυτό για να πω ότι η Αρχαία Ελλάδα δεν πέθανε». Το περιστατικό αυτό έγινε πριν 25 χρόνια, μπορεί και παραπάνω. Τις προηγούμενες μέρες, έτυχε να διαβάζουμε για το πολύ μεγάλο πρόβλημα που δημιουργήθηκε πάλι με τα σκουπίδια σε πολλές περιοχές της χώρας, με αποκορύφωμα στο Αίγιο και στην Κέρκυρα.
Είναι διαχρονικά ένα άλυτο πρόβλημα στην Ελλάδα, για διάφορες αιτίες, ενώ σε οποιαδήποτε παραλία και να βρεθούμε σήμερα, αρκετοί νεοέλληνες συνεχίζουν να αφήνουν τις ακαθαρσίες τους. Το περιστατικό με τον Βέλγο τουρίστα, είναι ενδεικτικό του χαρακτήρα του Λιαντίνη. Είναι μια προσπάθεια προσέγγισης του χαρακτήρα ενός ανθρώπου για τον οποίο έχουν ακουστεί πολλές ανακρίβειες κατά καιρούς. Ενός ανθρώπου που ενώ οι πράξεις και τα γραπτά του αποπνέουν αισιοδοξία και κατάφαση, αποφασίζει να φύγει αυτοθέλητα.
Ενός ανθρώπου που σε μια άλλη εποχή, σε περίοδο «ευημερίας», είχε τη διορατικότητα να προβλέψει ότι «έρχονται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές», όπως έγραψε χαρακτηριστικά στο τελευταίο γράμμα προς την μοναχοκόρη του. Κλείνοντας, όπως έχει πει και ο αδερφός του ο Γιώργος: «Αν θέλετε να κατανοήσετε τον Λιαντίνη, να μάθετε ποιος ήταν, διαβάστε τα βιβλία του».
Λάμπρος Αναγνωστόπουλος, κοινωνιολόγος
Βοήθημα:
Δημήτρης Αλικάκος, Λιαντίνης- Έζησα έρημος και ισχυρός,
Εκδόσεις: Ελευθερουδάκης