Είναι μεσημέρι και ο ήλιος καυτός στον επαρχιακό δρόμο. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου ανοιχτά χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς έχεις γίνει “κουδούνι” από την όλη ατμόσφαιρα. Σε κάποιο σημείο από όπου θα περάσεις, έξω από κάποιο χωριό και πάντα στον επαρχιακό δρόμο, εκεί στην άκρη κάτι στέκεται ακίνητο. Χρώμα καφέ με κόκκινο. Πλησιάζεις λίγο πιο αργά αφού έχεις κόψει ταχύτητα και παρατηρείς καθαρά. Ένας σκύλος νεκρός, με καφέ τρίχωμα και κατακόκκινες αποχρώσεις αίματος πάνω τους. Το δικό του αίμα είναι προφανώς. Ο δύσμοιρος ζαλίστηκε φαίνεται κι εκείνος από τον καυτό ήλιο στο τέλος του καλοκαιριού, ίσως να ήταν πεινασμένος, αποκαρδιωμένος, δεν έβλεπε καθαρά. Κάποια “λαμαρίνα” τον πήρε σβάρνα και νάτος τώρα εδώ να στέκεται ανήμπορος στην άκρη του δρόμου. Ανήμπορος γιατί ποτέ πια δεν θα έχει την ικανότητα να ζαλιστεί, να πεινάσει, να τρέξει ή να απελπιστεί. Ανήμπορος γενικότερα… νεκρός.
Είναι πρώτη φορά που κάνεις τόσες πολλές σκέψεις μέσα σε λίγες στιγμές. Όσο διαρκεί δηλαδή ένα σύντομο πέρασμα δευτερολέπτων με το αυτοκίνητό σου από κάποιο σημείο ενός επαρχιακού δρόμου. Σημείο μοναχικό όσο και ο δρόμος που είχε πια πάρει να βαδίζει ο σκυλάκος. Τα χρόνια έχουν περάσει κι εσύ έχεις αρχίσει να καταλαβαίνεις καλά, να το νιώθεις στο πετσί σου κάθε τόσο πως ζωή, είναι πράγμα σπάνιο, μοναδικό και σύντομο. Δεν γνωρίζω αν και τα ζώα διαθέτουν την ικανότητα να κάνουν τέτοιες σκέψεις όμως δεν το αποκλείω κιόλας. Είναι η πρώτη φορά που η εικόνα ενός καφέ σκυλάκου που χτυπήθηκε “παράπλευρα” κι εντελώς μοιραία στη γωνία ενός ασήμαντου δρόμου με στοιχειώνει. Απόκοσμη αίσθηση. Η ασημαντότητα της ύπαρξης βρίσκεται καμία φορά ολοφάνερη μπροστά τα μάτια μας. Κι έτσι έρχονται στο νου μου τα λόγια ενός αγνώστου συγγραφέα που έγραφε το εξής: “Είναι μικρή η απόσταση από το εδώ ως το τίποτα φίλε.”
Του Στάθη Ντάγκα