Κατά την περίοδο της καπιταλιστικής άνθησης του δεύτερου μισού του 19ου αι. γινόταν ολοένα και πιο φανερό ότι οι καπιταλιστές βιομήχανοι θα μπορούσαν να γίνουν πιο πλούσιοι απ’ ό,τι ήταν, μια νέα τάξη ευγενών, ακόμα και βασιλιάδων.
Ήδη, δια των γάμων, είχε αρχίσει η αγορά τίτλων. Η Κονσουέλο Βάντερμπιλντ – κόρη του βασιλιά των σιδηροδρόμων Κορνήλιου Βάντερμπιλντ – παντρεύτηκε με τον Δούκα του Μάρλμπορο, με μια αρχική καταβολή 2.500.000 δολαρίων (συνολικό κόστος περίπου 10.000.000. δολάρια. Η Άννα Γκουλντ, κόρη του Τζαίυ Γκουλντ, έδωσε περίπου 5.500.000 δολάρια για τον (πολύ λιγότερο λαμπερό από έναν Μάρλμπορο) Κόμη Μπόνι ντι Καστελάνε. Ό,τι πληρώνεις παίρνεις…
Και οι φτωχοί; Αυτοί που ζούσαν σε νοικιασμένη γη, που δούλευαν στα χαλυβουργεία και τα διυλιστήρια; Αυτοί ζούσαν στο σύνολό τους στην ολοκληρωτική φτώχεια, κάτι που σήμαινε μια σκληρή ζωή στον κόσμο αυτό, αλλά εξασφάλιζε μια εύκολη ζωή στον επόμενο. Είναι χαρακτηριστικό το τετράστιχο που ζήτησε να γραφεί – σύμφωνα με το θρύλο – μια αγγλίδα παραδουλεύτρα πάνω στην ταφόπλακά της:
«Μην με πενθήσετε φίλοι,
μην κλάψετε για μένα ποτέ
γιατί από τώρα και στο εξής
δεν θα κάνω τίποτα και για πάντα
Συνήθως, τους πλούσιους τους προσέχουν περισσότερο και τους μελετούν λιγότερο. Εκείνη την εποχή, συμπονετικοί ερευνητές μελέτησαν σε βάθος τις συνθήκες ζωής των φτωχών. Γιατί ήταν φτωχοί; Τι έφταιγε; Μήπως η τεμπελιά; Μήπως η εκμετάλλευση από σκληρούς εργοδότες; Μήπως η ανεξέλεγκτη αναπαραγωγή; Μήπως η φυσική διάταξη των πραγμάτων;
Αυτή η τελευταία εκδοχή έγινε και η σημαία της φιλοσοφίας του άγγλου φιλόσοφου και κοινωνιολόγου Χέρμπερτ Σπένσερ (1820 – 1903). Στον Σπένσερ και όχι στο Δαρβίνο, όπως συνήθως φανταζόμαστε, χρωστάμε τη φράση «η επιβίωση των ικανοτέρων». Δεν μιλούσε για επιβίωση στο ζωικό βασίλειο, αλλά για επιβίωση στον κόσμο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Ο Σπένσερ ήταν πολυγραφότατος. Τα βιβλία του άσκησαν μεγάλη επιρροή στην Αγγλία, αλλά στην Αμερική θεωρήθηκαν σχεδόν σαν θεία αποκάλυψη. Ήταν ένα αμερικάνικο ευαγγέλιο, επειδή οι ιδέες του ταίριαζαν σαν γάντι στις ανάγκες του αμερικάνικου καπιταλισμού.
Ήταν ιδέες υπέροχες. Ποτέ πριν σε μια χώρα δεν ήταν τόσοι πολλοί άνθρωποι τόσο πλούσιοι ή δεν απολάμβαναν τον πλούτο τους τόσο πολύ. Και χάρη στον Σπένσερ, κανένας δεν ήταν ανάγκη να νιώθει την παραμικρή ενοχή για την καλή του αυτή τύχη. Ήταν καθαρά αποτέλεσμα φυσικής επιλογής. Ο πλούσιος ήταν πλούσιος επειδή ήταν ανώτερος από τον φτωχό.
Βέβαια, υπήρχε και το πρόβλημα των φτωχών. Πολλοί πλούσιοι μπορεί να ταλαιπωρούσαν τη συνείδησή τους και ίσως έκαναν φιλανθρωπίες. Ο Σπένσερ όμως, το τακτοποίησε κι αυτό: Το να βοηθάει κανείς τους φτωχούς, είτε με ιδιωτικά είτε με δημόσια μέσα ήταν μια καταστροφική επέμβαση στη βελτίωση του γένους. Η φιλανθρωπία ήταν φανερό πως συντελούσε στο να σταματά η διαδικασία της ολοκληρωτικής απαλλαγής από εκείνους που παρουσίαζαν χειρότερη ανάπτυξη.
Ο Σπένσερ στην Αμερική ήταν ένας Μεσσίας. Κι ο απόστολος αυτού ο Ουίλιαμ Γκράχαμ Σάμνερ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Γαίηλ που ενοποίησε τις ιδέες του Ανταμ Σμιθ, του Ρικάρντο και του Σπένσερ.
«Οι εκατομμυριούχοι είναι ένα προϊόν της φυσικής επιλογής», έγραφε. «Είναι ακριβώς επειδή επιλέγονται μ’ αυτόν τον τρόπο που ο πλούτος (και ο δικός τους και αυτός που τους έχουν εμπιστευτεί) συσσωρεύεται στα χέρια τους… Θα μπορούσαν εύκολα να θεωρηθούν πράκτορες της κοινωνίας, επιλεγμένοι για μια συγκεκριμένη εργασία. Παίρνουν μεγάλους μισθούς και ζουν μέσα στην πολυτέλεια, αλλά το αποτέλεσμα είναι ευνοϊκό για την κοινωνία».
Επιτέλους, ο καπιταλισμός είχε βρει το φιλοσοφικό και θεωρητικό του στήριγμα. Αυτό φυσικά δεν άφησε αδιάφορη την εκκλησία. Όπως έχουν πει πολλοί, ο Θεός αγαπάει τους φτωχούς και γι’ αυτό έκανε τόσους πολλούς. Ήδη ο Ρικάρντο είχε διατυπώσει τη σκέψη ότι η φτώχεια είναι αναπόφευκτη, αντικαθρεπτίζοντας την αμετάλλακτη λειτουργία των οικονομικών νόμων. Κι όπως είδαμε, υποστηρίχτηκε η σκέψη του Σπένσερ και του Σάμνερ, ότι με τη φυσική επιλογή οι φτωχοί ξεκαθαρίζονται. Η Εκκλησία είχε ένα θέμα: Από τη μια μεριά η άποψη περί φυσικής επιλογής προερχόταν από τη Δαρβινική θεωρία, την οποία αποκήρυττε μετά βδελυγμίας, από την άλλη το ποίμνιο αποτελούνταν από ανθρώπους, αν όχι πλούσιους, τουλάχιστον καλοβολομένους.
Το 1866, ο Χένρυ Γουώρντ Μπήτσερ, εφημέριος της εκκλησίας του Πλύμουθ στο Μπρούκλιν, μια από τις πλουσιότερες ενορίες των Η.Π.Α., έγραφε στον Σπένσερ: «Η ιδιόμορφη κατάσταση της αμερικανικής κοινωνίας έχει κάνει τα κείμενά σας πολύ πιο καρποφόρα και ζωογόνα εδώ, παρά στην Ευρώπη». Ο Μπήτσερ είχε κι άλλα καλά νέα για το πλούσιο ποίμνιό του: Ο Θεός αγαπούσε ιδιαίτερα τους αμαρτωλούς γιατί του άρεσε να τους συγχωρεί. Έτσι λοιπόν, εκτός από την ανακούφιση που πρόσφερε στους πλούσιους ενορίτες του, βεβαιώνοντάς τους για τη νομιμότητα του πλούτου τους, ικανοποιούσε και τις γυναίκες τους οδηγώντας τες (τουλάχιστον μερικές απ’ αυτές) στο κρεββάτι του. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο, οι ένορκοι διαφώνησαν για την ενοχή του, παρόλο που κανένας απ’ όσους μελέτησαν αργότερα τα στοιχεία δεν διατύπωσε καμιά αμφιβολία για την ενοχή του.
Μην φανταστείτε ότι ο Σάμνερ και ο Σπένσερ αποτελούν λείψανα του παρελθόντος. Μιλώντας στο Ντάλας το 1975, ο (τότε) αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Νέλσον Ροκφέλερ (γόνος της γνωστής δυναστείας) είπε, προειδοποιώντας για τους κινδύνους της συμπόνιας: «Ένα από τα προβλήματα αυτής της χώρας είναι η ιουδαϊκοχριστιανική παράδοση να θέλουμε να βοηθούμε αυτούς που έχουν ανάγκη. Κι όταν αυτό προστεθεί σε μερικά πολιτικά έθιμα, προκαλεί τους ανθρώπους να υπόσχονται μερικές φορές περισσότερα απ’ όσα μπορούν να δώσουν».
ο Γκόγκολ καίει το χειρόγραφο του δεύτερου μέρους από τις “Νεκρές ψυχές” –
Ίλια Ρέπιν
Τον 19ο αι. ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσιτσίκωφ ταξίδεψε σε όλη τη Ρωσία αγοράζοντας δουλοπάροικους που δεν είχαν επίσημα απογραφεί ως νεκροί (στις «Νεκρές Ψυχές» του Νικολάϊ Γκόγκολ). Τους αγόραζε από γαιοκτήμονες και χρησιμοποιούσε το γεγονός πως του ανήκαν, σαν υποθήκη για να παίρνει δάνεια από τις τράπεζες.
Ο Τζων Κένεθ Γκαλμπραίηθ έγραφε το 1977: «Τα έθιμα του καπιταλισμού βελτιώνονται. Τα ήθη ίσως όχι. Αλλά τουλάχιστον δεν χειροτερεύουν». Δεν ξέρω αν ζούσε σήμερα (πέθανε το 2006) αν θα είχε την ίδια γνώμη, βλέποντας τις «νεκρές ψυχές» που ζητάει ως υποθήκη το τραπεζικό σύστημα, ακολουθώντας το δόγμα του Σπένσερ: Οι φτωχοί δεν αξίζει να ζουν.
Του Αχιλλέα Ε. Αρχοντή
Πηγή: schooltime
Αντικλείδι , https://antikleidi.com