Η Ελευθερία «τούτο το τρομερό όνομα γραμμένο πάνω στο άρμα της θύελλας» βρίσκεται στην αρχή όλων των επαναστάσεων. Χωρίς αυτή οι στασιαστές δεν μπορούν να φανταστούν τη δικαιοσύνη.
Έρχεται όμως ο καιρός που η δικαιοσύνη απαιτεί την αναστολή της ελευθερίας. Η τρομοκρατία, μικρή ή μεγάλη, έρχεται τότε να στεφανώσει την επανάσταση. Κάθε εξέγερση είναι νοσταλγία αθωότητας και κραυγή προς το είναι. Αλλά μια μέρα η νοσταλγία παίρνει τα όπλα και αναλαβαίνει την ολοκληρωτική ενοχή, δηλαδή το φόνο και τη βία.
Οι εξεγέρσεις των δούλων, οι βασιλόκτονες επαναστάσεις και εκείνες πού έγιναν τον 20ό αιώνα αποδιώχτηκαν έτσι συνειδητά μια όλο και μεγαλύτερη ενοχή στο βαθμό πού σκόπευαν να επιφέρουν μια όλο και πιο ολοκληρωτική Απελευθέρωση. Αυτή η αντίφαση, πού έγινε εκρηκτική, εμποδίζει τους επαναστάτες μας να έχουν το ύφος ευτυχίας κι ελπίδας που έλαμπε στο πρόσωπο και τούς λόγους των Αντιπροσώπων της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης.
Είναι Αναπόφευκτη; Χαρακτηρίζει η προδίδει την Αξία της Εξέγερσης ;
Αυτή είναι η ερώτηση πού προβάλλει για την επανάσταση όπως πρόβαλε και για τη μεταφυσική εξέγερση. Στ’ Αλήθεια, η επανάσταση δεν είναι παρά η λογική συνέχεια της μεταφυσικής εξέγερσης και θα συναντήσουμε στην Ανάλυση τού επαναστατικοί κινήματος την ίδια απεγνωσμένη κι αιματηρή προσπάθεια για την επιβεβαίωση του Ανθρώπου απέναντι σ΄ αυτό που τον αρνιέται.
Το επαναστατικό πνεύμα αναλαβαίνει έτσι την υπεράσπιση αυτού του μέρους του ανθρώπου που δε θέλει να υποκύψει. Προσπαθεί απλά να του δώσει την εξουσία στο πέρασμα του χρόνου. Με το ν’ αρνιέται το θεό, διαλέγει την ιστορία ακολουθώντας μια φαινομενικά αναντίρρητη λογική.
Στη θεωρία, η λέξη επανάσταση διατηρεί την έννοια πού έχει στην αστρονομία. Είναι ένα κίνημα που προσθέτει έναν κρίκο, που πέρνα από τη μια κυβέρνηση στην άλλη ύστερα Από μια ολοκληρωτική μετάθεση. Μια αλλαγή του καθεστώτος ιδιοκτησίας χωρίς την αντίστοιχη κυβερνητική μεταβολή δεν είναι επανάσταση αλλά μεταρρύθμιση.
Δεν υπάρχει οικονομική επανάσταση, είτε γίνεται με βίαια, είτε γίνεται με ειρηνικά μέσα, πού να μη φαίνεται ταυτόχρονα και πολιτική. ’Έτσι ή επανάσταση ξεχωρίζει Από την εξέγερση. Ή περίφημη φράση: «Όχι, κύριε, δεν είναι εξέγερση, είναι επανάσταση» εκφράζει αυτή την ουσιαστική διαφορά. Σημαίνει ακριβώς «είναι σίγουρο πώς θα έχουμε μια νέα κυβέρνηση». Το κίνημα της εξέγερσης στην αρχή τελειώνει γρήγορα. Είναι μόνο μια μαρτυρία χωρίς συνοχή. Η επανάσταση αντίθετα αρχίζει από την ιδέα.
Είναι ακριβώς η εισαγωγή της ιδέας στην ιστορική εμπειρία, ενώ η εξέγερση είναι μόνο ή κίνηση πού οδηγεί από την ατομική εμπειρία στην ιδέα. Ενώ ακόμα κι ή συλλογική ιστορία ενός κινήματος εξέγερσης είναι πάντα ή ιστορία μιας επιστράτευσης πού δεν καταλήγει σε γεγονότα, μιας ακαθόριστης διαμαρτυρίας πού δεν επιστρατεύει ούτε συστήματα ούτε αίτιες, μια επανάσταση είναι προσπάθεια προσαρμογής της δράσης πάνω σε μια ιδέα για να διαμορφωθεί ο κόσμος σε θεωρητικά πλαίσια για αυτό η εξέγερση σκοτώνει ανθρώπους ενώ η επανάσταση καταστρέφει και άνθρωπο.
Ενώ ακόμα κι η συλλογική ιστορία ενός κινήματος εξέγερσης είναι πάντα η ιστορία μιας επιστράτευσης πού δεν καταλήγει σε γεγονότα, μιας ακαθόριστης διαμαρτυρίας πού δεν επιστρατεύει ούτε συστήματα ούτε αίτιες, μια επανάσταση είναι προσπάθεια προσαρμογής της δράσης πάνω σε μια ιδέα για να διαμορφωθεί ο κόσμος σε θεωρητικά πλαίσια. Γι’ αυτό η εξέγερση σκοτώνει ανθρώπους, ενώ η επανάσταση καταστρέφει και ανθρώπους και αρχές.
Αλλά για τις ίδιες αιτίες μπορούμε να πούμε ότι ακόμα δεν έχει γίνει επανάσταση στην ιστορία. Δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο μια επανάσταση, αυτή πού θα είναι η οριστική επανάσταση. Το κίνημα πού φαίνεται πώς αποτελειώνει μια αλυσίδα δημιουργεί κιόλας αρχή για έναν καινούργιο κρίκο τη στιγμή ακριβώς πού σχηματίζεται η κυβέρνηση. Οι αναρχικοί, με το Βαρλέ αρχηγό τους, είδαν σωστά όταν κυβέρνηση και επανάσταση είναι ασυμβίβαστα στην άμεση έννοια τους.
«Είναι μια αντίφαση, λέει ο Προυντον, να λέμε πώς μια κυβέρνηση μπορεί ποτέ να είναι επαναστατική κι αυτή για τον απλό λόγο ότι είναι κυβέρνηση.»
Μετά από δική μας εμπειρία, μπορούμε να προσθέσουμε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι επαναστατική παρά ενάντια σ’ άλλες κυβερνήσεις. Οι επαναστατικές κυβερνήσεις υποχρεώνονται τον περισσότερο καιρό να είναι πολεμικές κυβερνήσεις. Όσο περισσότερο εξαπλώνεται η επανάσταση τόσο πιο σημαντικός είναι ο κίνδυνος τού πολέμου που προϋποθέτει. Η κοινωνία πού προέρχεται από το 1789 θέλει να πολεμήσει για την Ευρώπη. Αυτή πού γεννήθηκε από 1917 αγωνίζεται για την παγκόσμια κυριαρχία.Η τελική Επανάσταση καταλήγει έτσι στη διεκδίκηση της εξουσίας του κόσμου και θα δούμε το γιατί.
Μέχρι να έρθει αυτή η ολοκλήρωση, αν πρόκειται να ‘ρθει, η ιστορία των ανθρώπων είναι κατά κάποιο τρόπο το άθροισμα των διαδοχικών τους εξεγέρσεων. Με άλλα λόγια το κίνημα της μετάθεσης πού βρίσκει τη σαφή του έκφραση μέσα στο χώρο δεν είναι παρά μια προσέγγιση μέσα στο χρόνο. Αυτό πού ονομάζουν μ’ ευλάβεια το 19ο αιώνα προοδευτική χειραφέτηση του ανθρώπινου γένους φαίνεται εξωτερικά σα μια ακατάπαυστη σειρά από εξεγέρσεις πού ξεπερνά ή μια την άλλη και προσπαθούν να μορφοποιηθούν σε ιδέες, αλλά πού δεν έφτασαν ακόμα στην οριστική επανάσταση, πού θα σταθεροποιούσε τα πάντα στη γη και στον ουρανό.
Η επιφανειακή εξέταση θα κατέληγε όλη σε μια πραγματική χειραφέτηση, αλλά μάλλον σε μια επικύρωση τού ανθρώπου από τον εαυτό του, επικύρωση όλο και ευρύτερη αλλά πάντα όχι ολοκληρωμένη. Πραγματικά αν γινόταν έστω και μια επανάσταση δε θα υπήρχε πια ιστορία, θα υπήρχε ευτυχισμένη ενότητα και χορταριασμένος θάνατος. Γι’ αυτό όλοι οι επαναστάτες σκοπεύουν τελικά στην ενότητα του κόσμου και ενεργούν σα να πίστευαν στην ολοκλήρωση της ιστορίας.
Η πρωτοτυπία της επανάστασης τού 20ού αιώνα είναι ότι για πρώτη φορά ισχυρίζεται ανοιχτά πώς θα πραγματοποιήσει το παλιό όνειρο του Ανάχαρσι Κλούτς, την ενότητα του ανθρώπινου είδους και ταυτόχρονα τ’ οριστικό κορύφωμα της Ιστορίας. Όπως το κίνημα της εξέγερσης κατέληγε στο «όλα ή τίποτα», όπως η μεταφυσική εξέγερση ήθελε την ενότητα του κόσμου, το επαναστατικό κίνημα του 20ού αιώνα φτάνοντας στις πιο διαυγείς συνέπειες της λογικής του, απαιτεί, με το όπλο στο χέρι, την ιστορική ολότητα.
Η εξέγερση είναι τότε αναγκασμένη να γίνει επαναστατική αλλιώς θεωρείται τιποτένια και ξεπερασμένη. Δεν μπορεί πια ο στασιαστής να θεοποιήσει τον εαυτό του όπως ο Στίρνερ ή να σωθεί μόνος του με τη διαγωγή του. Πρέπει να θεοποιήσει το είδος όπως ο Νίτσε και ν’ αναλάβει να υπερασπίσει το ιδανικό του υπεράνθρωπου για να εξασφαλίσει τη σωτηρία όλων σύμφωνα με την ευχή του Ιβάν Καραμαζώφ.
Οι Δαιμονισμένοι μπαίνουν για πρώτη φορά στη σκηνή και εξηγούν ένα από τα μυστικά της εποχής: την ταύτιση της λογικής και της θέλησης για δύναμη. Αφού ο θεός πέθανε ο κόσμος πρέπει ν’ αλλάξει και να οργανωθεί από τις δυνάμεις του ανθρώπου. Η δύναμη της κατάρας δε φτάνει πια, χρειάζονται όπλα και η κατάχτηση της ολότητας. Η επανάσταση, ακόμα και εκείνη πού παρουσιάζεται σαν υλιστική, είναι μια απέραντη μεταφυσική σταυροφορία.
Αλλά η ολότητα είναι και ενότητα;
Σ’ αυτή την ερώτηση προσπαθεί ν’ απαντήσει τούτο το δοκίμιο. Βλέπουμε μόνο πώς το θέμα τούτης της ανάλυσης δεν είναι να περιγράφει για εκατοστή φορά το επαναστατικό φαινόμενο ούτε ν’ απαριθμήσει ακόμα μια φορά τις ιστορικές ή οικονομικές αίτιες των μεγάλων επαναστάσεων. Είναι να εντοπίσει μέσα σε μερικά επαναστατικά γεγονότα τη λογική συνέχεια, τις επεξηγήσεις και τα σταθερά θέματα της μεταφυσικής εξέγερσης.
Οι περισσότερες επαναστάσεις παίρνουν τη μορφή τους και την πρωτοτυπία τους από ένα έγκλημα. Όλες ή σχεδόν όλες προκάλεσαν ανθρωποκτονίες. ’Αλλά μερικές έκαναν και κάτι παραπάνω: βασιλοκτονία και ζωοκτονία. Όπως ή ιστορία της μεταφυσικής εξέγερσης άρχισε με το Σαντ, έτσι και το πραγματικό μας θέμα αρχίζει με τούς βασιλοκτόνους τους συγχρόνους του που επιτίθενται στη θεία ενσάρκωση χωρίς να τολμούν ακόμα να σκοτώσουν την αιώνια αρχή. Άλλα και πιο πριν η ιστορία των ανθρώπων μας δίνει το ισοδύναμο του πρώτου κινήματος εξέγερσης, με τον ξεσηκωμό των σκλάβων.
Εκεί όπου ο σκλάβος ξεσηκώνεται ενάντια στον αφέντη ο ένας άνθρωπος ξεσηκώνεται ενάντια στον άλλο, πάνω στη σκληρή γη, μακριά από τις ουράνιες αρχές. Το αποτέλεσμα είναι μόνο η δολοφονία ενός ανθρώπου. Οι ταραχές των δούλων, οι ζακερί, οι ξεσηκωμοί των δουλοπάροικων και οι πόλεμοι των χωρικών θέτουν εκ των προτέρων μια αρχή ισοδυναμίας, ζωή ενάντια σε ζωή, πού, παρ’ όλες τις τολμηρότητες και τις απάτες, θα την ξαναβρούμε στις καθαρότερες μορφές του επαναστατικοί πνεύματος, όπως π.χ. στη ρωσική τρομοκρατία τού 1905.
Η εξέγερση του Σπάρτακου στο τέλος τού αρχαίου κόσμου, μερικές δεκάδες χρόνια πριν από τη χριστιανική εποχή, αποτελεί παράδειγμα πάνω σ’ αυτό. Ας σημειώσουμε πρώτα ότι πρόκειται για μια εξέγερση μονομάχων, δηλαδή δούλων πού ασχολούνταν με αγώνες ανθρώπου ενάντια στον άνθρωπο και καταδικασμένων ή να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν για την ψυχαγωγία των αφεντικών. Αυτή η εξέγερση άρχισε με 70 ανθρώπους και τέλειωσε μ’ ένα στρατό 70.000 ξεσηκωμένων πού συντρίβουν τις καλύτερες λεγεώνες των Ρωμαίων και διασχίζουν την ιταλική χερσόνησο για να επιτεθούν ενάντια στην ίδια την αιώνια πόλη. Κι όμως αυτή ή εξέγερση, όπως παρατηρεί ο Αντρέ Πρυντομμώ, δεν έφερε καμιά νέα αρχή στη ρωμαϊκή κοινωνία. Ή προκήρυξη του Σπάρτακου αρκείται να προτείνει στους σκλάβους «ίσα δικαιώματα».
Αυτό το πέρασμα από το γεγονός στο δικαίωμα πού αναλύσαμε στο πρώτο κίνημα εξέγερσης είναι στην πραγματικότητα το μόνο λογικό απόκτημα πού μπορεί κανείς να βρει σε αυτό το επίπεδο της εξέγερσης. Ο ανυπότακτος αρνιέται τη σκλαβιά και ανακηρύσσει τον εαυτό του ίσο με το αφεντικό, θέλει να είναι αφέντης με τη σειρά του. Η εξέγερση του Σπάρτακου εφαρμόζει σταθερά το αξίωμα της διεκδίκησης. Η στρατιά των δούλων ελευθερώνει τούς σκλάβους και τους δίνει αμέσως τους παλιούς αφέντες στην υπηρεσία τους. Σύμφωνα με μια όχι και τόσο βεβαιωμένη παράδοση θα οργάνωνε αγώνες μονομάχων ανάμεσα σ’ εκατοντάδες Ρωμαίους και θα γέμιζε τις κερκίδες με δούλους πού θα ούρλιαζαν από χαρά κι ενθουσιασμό.
Αλλά το να σκοτώνεις ανθρώπους δεν οδηγεί σε τίποτα άλλο παρά στο να σκοτώνονται ακόμα περισσότεροι. Για να φτάσει στο θρίαμβο μια θεωρία μια άλλη πρέπει να νικηθεί. Η πόλη του ήλιου πού ονειρευόταν ο Σπάρτακος δε θα μπορούσε να υψωθεί παρά πάνω στα ερείπια της αιώνιας Ρώμης, των θεών της και των θεσμών της. Ο στρατός του Σπάρτακου προχωρεί για να το πραγματοποιήσει ενάντια σε μια Ρώμη τρομοκρατημένη γιατί θα έπρεπε να πληρώσει τα εγκλήματα της. Κι όμως εκείνη την αποφασιστική στιγμή μπροστά στα ιερά τείχη ο στρατός μένει ακίνητος και διαλύεται σα να υποχωρούσε μπροστά στις αρχές, στους θεσμούς, στην πόλη των θεών.
Αν η πόλη αυτή καταστρεφόταν τι θα έπαιρνε τη θέση της εκτός από την άγρια επιθυμία δικαιοσύνης, την πληγωμένη, οργισμένη αγάπη πού μέχρι τότε κρατούσε όρθιους εκείνους τούς δυστυχισμένους; Σε όλες τις περιπτώσεις ο στρατός υποχωρεί χωρίς να ‘χει πολεμήσει κι αποφασίζει τότε μια περίεργη κίνηση να επιστρέψει στον τόπο που άρχισαν οι εξεγέρσεις των δούλων, να ξανακάνει αντίθετα τη μακρινή πορεία των νικών του και να ξαναγυρίσει στη Σικελία. Λες κι αετοί οι αποκηρυγμένοι μόνοι πια και άοπλοι μπροστά στα μεγάλα καθήκοντα πού τούς περίμεναν, αποθαρρημένοι μπροστά στον ουρανό πού έπρεπε να καταχτήσουν, η εξέγερση του Σπάρτακου συνετίζει στην πραγματικότητα το πρόγραμμα των εξεγέρσεων των δούλων που προηγήθηκαν.
Αλλά το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει μόνο τη διανομή της γης και την κατάργηση της δουλείας. Δεν αγγίζει άμεσα τούς θεούς της πολιτείας. ήθελαν να ξαναγυρίσουν στο καθαρότερο και ζεστότερο κομμάτι της Ιστορίας τους, στη γη των πρώτων κραυγών όπου ο θάνατος ήταν εύκολος και καλός.
Τότε αρχίζει ή ήττα και το μαρτύριο. Πριν από την τελευταία μάχη ο Σπάρτακος διατάζει να σταυρώσουν ένα Ρωμαίο πολίτη για να πληροφορήσει τούς ανθρώπους του για την τύχη πού τούς περιμένει. Κατά τη διάρκεια τού αγώνα με μανιασμένη επιμονή, πού δεν μπορεί κανείς να μην τη δει σα σύμβολο, προσπαθεί ο ίδιος να πλήξει τον Κράσο πού οδηγεί τις ρωμαϊκές λεγεώνες, θέλει να πεθάνει αλλά στη μονομαχία με κείνον πού συμβολίζει εκείνη τη στιγμή όλους τούς Ρωμαίους αφέντες.
Ναι, θέλει να πεθάνει, αλλά στην τελειότερη ισότητα. Δε θα χτυπήσει τον Κράσο: οι αρχές μάχονται από μακριά και ο Ρωμαίος στρατηγός στέκει σε απόσταση. Ο Σπάρτακος θα πεθάνει, όπως το θέλησε, αλλά κάτω από τα χτυπήματα των μισθοφόρων, σκλάβων όπως κι αυτός, που σκοτώνουν την ελευθερία τους μαζί με τη δική του. Για το μοναδικό σταυρωμένο πολίτη ο Κράσος θα βασανίσει χιλιάδες δούλους. Οι 6.000 σταυροί πού, μετά από τόσο δίκαιες εξεγέρσεις, θα στηθούν στο μήκος του δρόμου από την Κάπουα στη Ρώμη, θ’ αποδείξουν στο πλήθος των δούλων ότι δεν υπάρχει ισοδυναμία μέσα στον κόσμο των ισχυρών κι όταν οι αφέντες λογαριάζουν με φιλαργυρία την τιμή του αίματός τους.
Ο σταυρός είναι επίσης το μαρτύριο του Χριστού. Μπορούμε να φανταστούμε πώς αυτός διάλεξε μερικά χρόνια αργότερα την τιμωρία του δούλου για να μειώσει την τρομερή απόσταση πού χώριζε από τότε την ταπεινωμένη ύπαρξη από την ασυγκίνητη μορφή του αφέντη. Υποφέρει κι αυτός με τη σειρά του τη μεγαλύτερη αδικία για να μη χωρίσει η εξέγερση τον κόσμο στα δύο, για να φτάσει ο πόνος και στον ουρανό και να τον αποσπάσει από την κατάρα των ανθρώπων.
Ποιος θ’ απορήσει γιατί το επαναστατικό πνεύμα, θέλοντας αργότερα να επιβεβαιώσει το χωρισμό του ουρανού από τη γη, άρχισε να καταστρέφει την ενσάρκωση της θεότητας, σκοτώνοντας τούς αντιπροσώπους της πάνω στη γη; Το 1793 τελειώνει με κάποιο τρόπο ή εποχή της εξέγερσης κι αρχίζουν πάνω σ’ ένα ικρίωμα οι επαναστατικοί καιροί.
Albert Camus – Ο επαναστατημένος άνθρωπος – Η Ιστορική εξέγερση
Αντικλείδι , http://antikleidi.com