Αλλοτινές μου εποχές..

«Αγόρι μου, η ζωή πολλές φορές είναι σαν μια ψευδαίσθηση, μια διαρκής  κίνηση  χωρίς να ξέρεις το γιατί, στο λέω εγώ που έκανα τόσα χρόνια στον Καναδά, που έφτιαξα μαγαζιά, έβγαλα λεφτά,  μεγάλωσα την οικογένειά μου. Σαν μια ψευδαίσθηση αλλά αξίζει, είναι το μόνο που έχουμε. Κάτσε να σου ψήσω καφέ να κάνουμε το τσιγαράκι μας».

Εγώ δεν ήμουν τότε ούτε είκοσι χρονών. Ο κυρ – Γιάννης είχε πατήσει τα 75. Βοηθούσε τα πρωινά στις αγορές των προϊόντων που χρειάζονταν ο μάγειρας για να βγει το μενού της ημέρας. Καθημερινά κι επειδή συχνά καθυστερούσα να φθάσω στο μαγαζί, πήγαινα και τα έβρισκα όλα έτοιμα. Δεν μου κόστιζε τίποτα παρά μόνο ένα καφεδάκι ελληνικό και κανένα μισάωρο κουβεντούλα. Κέρδιζα σοφία χωρίς να έχω τη γνώση εκείνη τη στιγμή ότι την κέρδιζα. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια πια για να καταλάβω τι εννοούσε ο φίλος μου ο κυρ – Γιάννης.

Κοιτάζω πίσω συχνά, βλέπω σε όνειρα τον παλιό μου εαυτό χωρίς ωστόσο να ζω στο παρελθόν. Ποιος ήμουν και ποιος έγινα. Είναι φορές  που βουρκώνω από περηφάνια για το εγώ μου, κι άλλες που περπατώ στο δρόμο και νιώθω σαν μικροσκοπικό πραγματάκι. Μάλλον έμεινα πολύ καιρό σε ετούτη την πόλη και την έμαθα τόσο καλά όσο κι εκείνη με ξέρει. Όπου και να κοιτάξω εδώ, βρίσκω κομμάτια από εμένα. Στο δάσος, στη θάλασσα, στα γήπεδα, τα σχολεία, στην ακρογιαλιά, στην πλατεία. Παντού κομμάτια μου ζωντανά και μερικά τόσο πεθαμένα που τρομάζουν.

«Η ζωή πολλές φορές είναι σαν μια ψευδαίσθηση..». Δεν ξέρω αν ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη ο φίλος μου και το κακό είναι ότι δεν μπορώ να τον ρωτήσω πλέον. Σίγουρα είναι κάτι που δεν μαθαίνεται η ζωή καλέ μου φίλε, ίσως και να είχες δίκιο. Δεν είναι ποδήλατο να εκπαιδευτείς άπαξ, δεν είναι μάθημα ιστορίας ούτε μαθηματικά. Είναι όνειρο και κάπου – κάπου ουτοπία. Από το μυαλό μας εξαρτάται τι από τα δύο θα υπερισχύσει. Τα έχω βιώσει και τα δύο, τα βιώνω και τα δύο.

Περπατώντας σήμερα στους άδειους δρόμους θυμήθηκα ποιος ήμουν και ποιος έγινα. Μη με ρωτήσετε, δεν έχω απάντηση. Είναι από τις φορές που δεν ένιωσα τίποτα. Ούτε περηφάνια ούτε μικρό πραγματάκι. Το μόνο δεδομένο πως είναι πολλά τα χρόνια του αγώνα, και είναι κάπως κουραστικά να περπατάς μέσα σε αυτά πάντοτε όρθιος.

#Ημερολόγιο καραντίνας

Γράφει ο Σ.Ν “Chinaski”

Επηρρεασμένος βαθύτατα από το ψυχογράφημα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που παρακολούθησα απόψε.

Όσοι σε πλήγωσαν, όσοι σε πρόδωσαν… ήταν όλοι δάσκαλοί σου

Όσοι σε πλήγωσαν, σε παράτησαν εν μια νυκτί, σε κορόιδεψαν και σε πρόδωσαν. Όσοι τους έδωσες αλόγιστα ό,τι πιο πολύτιμο είχες, και το μεταχειρίστηκαν τελικά σαν να τους χάρισαν μια δωρεάν εφημερίδα στο δρόμο, την οποία χωρίς καν να διαβάσουν, έβαλαν κάτω στη σακούλα σκουπιδιών για να μη τρέχει. Χρόνος, αγάπη, σκέψη, ενέργεια, βοήθεια, αγκαλιά, ζεστασιά και φροντίδα, όλα για το τίποτα λες.

Όσοι σε ταλαιπώρησαν, σε αμέλησαν, σε σύγκριναν και σε μείωσαν, και χωρίς να σε εκτιμήσουν, σου γύρισαν υπεροπτικά την πλάτη ή απλά αδιαφόρησαν. Σε όσους καταλογίζεις πως ζητιάνεψες ψίχουλα ή ένα κοκκαλάκι για να γλύφεις από την προσοχή τους. Σε όσους τριτοτέταρτους όπως οριοθετείς, χρεώνεις πως ανέβασες σε θρόνους ενώ ήταν για τους σταύλους και τα χωράφια (τίποτα κακό σε αυτά), σε όσους έδωσες μέχρι και τον δικό σου θρόνο και το εσωτερικό σου παλάτι. Μέχρι και το είναι σου που τώρα στέρεψε και τρεμοπαίζει σαν κερί, κι ακόμα αναρωτιέσαι το γιατί.

Ναι, σε επίπεδο προσωπικότητας το κάρμα που αντιστοιχεί στον βαθμό της θλίψης κι απόγνωσής που σου προκάλεσαν, δεν πρόκειται να το γλυτώσουν σε καμία περίπτωση. Μα σε επίπεδο ψυχής, ήταν όλοι τους δάσκαλοί σου. Ή αν θες κομπάρσοι στο παιχνίδι της ζωής και στα προσυμφωνημένα σενάρια της γνώσης, εξέλιξης και αναβάθμισής σου, που δέχτηκαν να παίξουν αυτούς τους δύσκολους κι άκαρδους εγωιστικούς ρόλους, τόσο ασυνείδητα όσο κι υποσυνείδητα. Αυτή η σκέψη (όπως λέμε στο life coaching: reframing ή αναπλαισίωση) δεν έχει σκοπό να τους “αθωώσει”, αλλά να στρέψει όλη την προσοχή σου από αυτούς, σε εσένα. Έτσι και μόνο, θα μπορέσεις να πάρεις την ευθύνη και κατ’ επέκταση την δύναμή σου πίσω.

Θα μου πεις εγώ τι φταίω που τα έκανα όλα τέλεια ή προσπάθησα ή κουβαλούσα μόνος μου τη σχέση και τραβούσα ακούραστα το κουπί μέχρι που η βάρκα πήγε τόσο μακριά; Ο άλλος έφυγε με ένα ταχύπλοο που τον περίμενε, κι εγώ έμεινα μόνος στο σκοτεινό πουθενά του απέραντου ωκεανού μακριά από κάθε στεριά κι άνθρωπο και ζώο. Τι φταίω;

Δύο ερωτήσεις: Ποιο ήταν το δικό σου μερίδιο ευθύνης; Μα κι αν σου φέρθηκε έτσι, εσύ γιατί έμεινες; Γιατί δεν έφυγες όταν μπορούσες; Γιατί έτσι ακριβώς συμπεριφέρθηκες εσύ στον εαυτό σου. Κι οι άλλοι, μας συμπεριφέρονται όπως ακριβώς τους επιτρέπουμε. Τι δεν καταλαβαίνεις; Αυτό που βίωσες ήταν απλά μια αντανάκλαση και προβολή της δικής σου συμπεριφοράς. Όχι προς τον άλλον, αλλά προς τον ίδιο σου τον εαυτό σου.

«Με παράτησε» «Μα εσύ σε παράτησες»
«Με εγκατέλειψε» «Μα εσύ σε εγκατέλειψες»
«Δε με αγάπησε» «Μα εσύ δεν σε αγάπησες»
«Δε με φρόντισε» «Μα εσύ δε σε φρόντισες»
«Αδιαφόρησε» «Μα εσύ αδιαφόρησες για σένα»
«Έβαζε άλλους για προτεραιότητα» «Μα κι εσύ τι έκανες σε σχέση με τον εαυτό σου;»

Δες: Αν κάποιος δεν σου αναγνωρίζει ή δεν βλέπει την αξία σου, αν εσύ ξέρεις την αξία σου, γιατί μένεις; Επειδή αυτό ίσως αλλάξει στο αύριο; Αν προσπαθήσεις λίγο ακόμη; Πόσο ακόμη; Και μέχρι τότε τι γίνεται; Αδιαφορείς και σε βάζεις δεύτερη προτεραιότητα. Εσύ παράτησες εσένα. Εσύ δε σε φρόντισες. Εσύ δεν σε αγάπησες και σε σκόρπισες σε μέρη που δεν ήταν για σένα. Από εξάρτηση, αδυναμία, ανάγκη, όχι από καθαρή αγάπη και επιλογή. Οφείλεις σε σένα να το εξομολογηθείς και να το παραδεχτείς.

Πρέπει να καταλάβεις, ότι το επίπεδο πόνου κι όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων που νιώθεις, δεν είναι τίποτε άλλο από το επίπεδο και βαθμό που άφησες εσένα. Ανεβαίνουμε συνειδητότητα κι εκεί που πάμε, θα χρειαστούμε άλλες αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Αυτά θα είναι τα εισιτήρια μας, ούτε οι τσάντες, ούτε τα αμάξια, ούτε τα καλοδουλεμένα σώματα, μόνο οι εσωτερικές αρετές και ποιότητες. Τίποτε άλλο.

Η ήρα θα χωρίσει από το σιτάρι, κι αυτή τη φορά σ’ αυτό το “άλμα”, τα χλωρά δεν θα καούν με τα ξερά. Ο καρχαρίας ακολουθεί τη φύση του, αν εσύ έχεις ανοιχτή πληγή, ο καρχαρίας θα μυριστεί το αίμα και θα επιτεθεί στο αδύναμό σου σημείο. Όχι ό,τι πιο ευχάριστο, αλλά αφού δε το φροντίζεις, θα έρθει με τον τρόπο που ορίζει η νομοτέλεια να στη δείξει, και συνήθως να στην κάνει ακόμα μεγαλύτερη παίρνοντας και επιπλέον κομμάτια μαζί του όσο δε τον απωθείς. Δεν είμαστε όλοι θεραπευτές, ούτε και δελφίνια.

Όμοια με όμοια λοιπόν, και “όμοιος ομοίω αεί πελάζει” όπως αναφέρει κι ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο. Το οποίο δεν αναφέρεται πάντα στο σύνολο, αλλά και στα επιμέρους στοιχεία που προκαλούν έλξη προς και από την κάθε μεριά.

Καθώς αναγνωρίζεις το μερίδιό σου αλλά σιγά σιγά και την αξία σου, μαθαίνοντας να σε αγαπάς να σε φροντίζεις και να σε προστατεύεις, θα δεις πως άνθρωποι θα αρχίσουν να εξαφανίζονται από την πραγματικότητά σου, ενώ παράλληλα με μαγικό τρόπο, θα δίνουν τη θέση τους σε νέους, πιο συμβατούς με τον νέο εσωτερικό σου ρυθμό και μελωδία.

Δεν περιγράφεται η επίγνωση παρά μόνο βιώνεται, κι όταν είσαι εκεί ή πλησιάζεις, απλά θα το καταλάβεις, όχι με το νου, αλλά με την καρδιά. Την μόνη πυξίδα που δεν απομαγνητίζεται από καμία καταιγίδα ή ηλεκτρονικό παλμό, σαν ένας αέναος εσωτερικός μουσικός βηματοδότης.

Κι αν ποτέ σου εμφανιστούν ξανά τέτοιοι άνθρωποι και σε πλησιάσουν, θα είναι απλά σαν μικρά τεστ υπενθύμισης για να μη παρεκκλίνεις ξανά. Τώρα ξέρεις. Ευχαρίστησέ τους, κι απελευθέρωσέ τους να πάνε “σε μέρη που είναι για εκείνους φτιαγμένα”. Όμοια με όμοια. Εσύ, έχεις μια άλλη πορεία πια.

Πηγή: enallaktikidrasi.com

Συγγραφέας: Αθανάσιος Στεργίου

Χόρχε Μπουκάι: Αφήνοντας πίσω αυτό που δεν υπάρχει πια

Είναι πολλά και ανησυχητικά αυτά που κάνουμε όλοι μας για να αποφύγουμε μιαν απώλεια. Δεν θέλουμε να περάσουμε ποτέ από τη διαδικασία του πένθους, και πολύ λιγότερο όταν δεν είμαστε εμείς που επιλέξαμε να βρεθούμε σ’ αυτήν την κατάσταση.

Αν και αρκεί μόνο μία ερώτηση: Είμαστε πράγματι στο περιθώριο της απόφασης του χωρισμού που μας ανακοινώνει ο σύντροφός μας;

Στο κάτω κάτω, ποιος θέλει να είναι δίπλα σε κάποιον όταν αυτός δεν τον θέλει πια;

Εγώ πάντως όχι, ούτε κι εσύ, και σίγουρα κανένας απ’ όσους διαβάζουν το βιβλίο αυτό, ετούτη τη στιγμή.

Όταν τα συνειδητοποιώ όλα αυτά, δεν προσπαθώ πια να σε κρατάω σφιχτά, παύω να θέλω να σ’ έχω αγκιστρωμένο, ανοίγω την αγκαλιά μου και σου επιτρέπω να φύγεις. Και ξέρω πως μόλις τελειώσει η επεξεργασία της απώλειας, το τραύμα μου δεν θα πονάει πια.

Μόλις αφήσω πίσω αυτό που δεν υπάρχει πια, θα απελευθερωθώ από το παρελθόν για να διαλέξω με ποιον θα συνεχίσω τον δρόμο της ζωής μου, αν φιλοδοξώ να συνεχίσω αυτόν τον δρόμο με συντροφιά. Παρόλα αυτά…. εμείς κοιτάμε πώς θα χειριστούμε τη συμπεριφορά του άλλου ώστε να κάνει αυτό που θέλουμε εμείς, αντί να περάσουμε τον δρόμο των δακρύων και, αφού κλάψουμε αρκετά, ν’ αφήσουμε χώρο για κάποιον που θα είναι πιο κοντά στα γούστα και τις αρχές μας.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, φαίνεται ότι θα μου ήταν πιο ευχάριστο να επιβεβαιώσω τη δύναμή μου, παρά να βρω κάποιον άλλον που θα ήθελε αυτά που θέλω κι εγώ, παρόλο που τις περισσότερες φορές είναι η φωνή του πιο νευρωτικού εαυτού μου αυτή που με προειδοποιεί: Μπορεί να μη συναντήσω ποτέ ξανά κάποιον που να με θέλει (γιατί ποιος θα με θέλει τώρα;).

Αυτή η φωνή μου λέει να μείνω, να επιμείνω, να κρατήσω σφιχτά τον/την σύντροφό μου (γιατί είναι καλύτερο το γνωστό κακό…) κ.λ.π. κ.λ.π.

Το κίνητρο, όμως, δεν είναι η αγάπη: είναι ο φόβος γι’ αυτό που ακολουθεί, η ψεύτικη σιγουριά που μου δίνει το γνωστό. Είναι η ψευδαίσθηση ηρεμίας δίπλα σ’ αυτόν που υποτίθεται πως έχω (παρόλο που στην πραγματικότητα δεν τον έχω πια στ’ αλήθεια).

Με τον καλύτερό μου φίλο, τον αδελφό μου, το παιδί μου, όταν οι επιθυμίες μας δεν συμπίπτουν, είναι ξεκάθαρο ότι το καλύτερο είναι να κάνει ο καθένας αυτό που στην πραγματικότητα έχει τη διάθεση να κάνει, και μετά, μπορεί να βρεθούμε για να μοιραστούμε ό,τι μας άρεσε περισσότερο σ’ αυτά που κάναμε.

Με τον σύντροφό μας θα έπρεπε να γίνεται ακριβώς το ίδιο, αλλά για να φτάσει κανείς σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να μάθει να αφήνει τον άλλο να φύγει χωρίς να φοβάται την απώλεια.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος των Δακρύων» από τις εκδόσεις opera/animus

Πηγή: https://enallaktikiagenda.gr/

Τζιμ Μόρισον – Να εκθέσεις τον εαυτό σου στον βαθύτερο φόβο σου

8 Δεκεμβρίου 1943, γεννήθηκε ο Τζιμ Μόρισον (James “Jim” Douglas Morrison). Το 1970 έδωσε μια εκ βαθέων συνέντευξη στη Lizzie James. Αναδημοσιεύτηκε συμπληρωμένη το 1981 σε ειδικό αφιέρωμα του Creem Magazine για τα δέκα χρόνια από τον θάνατό του. Ας τη διαβάσουμε:

Lizzie James: Νομίζω ότι οι οπαδοί των Doors σε βλέπουν ως σωτήρα, σαν ένα ηγέτη που θα τους ελευθερώσει. Πως νιώθεις γι αυτό; Είναι ένα βαρύ φορτίο. Έτσι δεν είναι;

Jim Morrison: Είναι παράλογο. Πως μπορώ εγώ να ελευθερώσω κάποιον που δεν έχει τα κότσια να σηκωθεί από μόνος του και να κηρύξει την ίδια του την ελευθερία; Νομίζω ότι είναι ψέμα. Οι άνθρωποι θέλουν να είναι ελεύθεροι , όλοι επιμένουν ότι η ελευθερία είναι αυτό που θέλουν περισσότερο, το πολυτιμότερο που ένας άνθρωπος μπορεί να έχει. Άλλα αυτά είναι μ@λακίες! Οι άνθρωποι φοβούνται να ελευθερωθούν και έτσι κρατιούνται από τις αλυσίδες τους. Πολεμάνε όποιον πάει να κόψει αυτές τις αλυσίδες. Είναι η ασφάλειά τους. Πως περιμένουν λοιπόν απο εμένα να τους ελευθερώσω αφού οι ίδιοι δεν το θέλουν για τον εαυτό τους πραγματικά;

Lizzie James: Γιατί νομίζεις ότι οι άνθρωποι φοβούνται την ελευθερία;

Jim Morrison: Νομίζω ότι οι άνθρωποι αντιστέκονται στην ελευθερία γιατί φοβούνται το άγνωστο. Αλλά είναι ειρωνεία… Αυτό το άγνωστο κάποτε ήταν πολύ γνωστό…Είναι εκεί που οι ψυχές μας ανήκουν. Να εκθέσεις τον εαυτό σου στον βαθύτερο φόβο σου. Μετά από αυτό, ο φόβος δεν έχει καμία εξουσία, και ο φόβος της ελευθερίας συρρικνώνεται και εξαφανίζεται. Είσαι ελεύθερος.

Lizzie James: Τι εννοείς όταν λες ελευθερία;

Jim Morrison: Υπάρχουν διάφορα είδη της ελευθερίας – υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση … Το πιο σημαντικό είδος της ελευθερίας είναι να είσαι αυτό που πραγματικά είσαι. Μπορείς να εγκαταλείψεις την ικανότητά σου να αισθάνεται και σε αντάλλαγμα, βάζεις μια μάσκα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία μεγάλης κλίμακας επανάσταση έως ότου υπάρξει μια προσωπική επανάσταση, σε ατομικό επίπεδο. Πρέπει να συμβεί μέσα σου πρώτα. Μπορείς να διώξεις την πολιτική ελευθερία ενός ανθρώπου και δεν θα τον βλάψεις – εκτός και αν στερήσεις την ελευθερία του να αισθάνεται. Αυτό μπορεί να τον καταστρέψει.

Lizzie James: Πως μπορεί όμως κάποιος να σου στερήσει την ελευθερία του να αισθάνεσαι;

Jim Morrison: Μερικοί άνθρωποι παραδίδουν την ελευθερία τους πρόθυμα – αλλά άλλοι αρνούνται να την παραδώσουν. Η φυλάκιση αρχίζει απο τη γέννηση. Κοινωνία, γονείς, αρνούνται να σου δώσουν την ελευθερία που έχεις όταν γεννιέσαι. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να τιμωρήσεις έναν άνθρωπο επειδή τολμάει να αισθάνεται. Βλέπεις όλοι τριγύρω του έχουν καταστρέψει την ικανότητα του από τη φύση να αισθάνεται. Μιμείσαι ότι βλέπεις.

Lizzie James: Θες να πεις ότι είμαστε, στην πραγματικότητα, σε μία κοινωνία που στερεί από τους ανθρώπους την ελευθερία να αισθάνεται;

Jim Morrison: Σίγουρα … δάσκαλοι, θρησκευτικοί ηγέτες–ακόμη και οι φίλοι, ή λεγόμενοι φίλοι που αναλαμβάνουν όταν οι γονείς εγκαταλείπουν. Απαιτούν να αισθανόμαστε μόνο τα συναισθήματα που θέλουν και περιμένουν από εμάς. Είμαστε σαν ηθοποιοί–που ήρθαν χαλαρά σε αυτόν τον κόσμο για να περιπλανηθούν στη αναζήτηση ενός φαντάσματος … ατέλειωτα να ψάχνουμε για μία μισό–ξεχασμένη σκιά της χαμένης πραγματικότητας μας. Όταν οι άλλοι απαιτούν από εμάς να είμαστε οι άνθρωποι που εκείνοι θέλουν να είμαστε, μας αναγκάζουν να καταστρέψουμε το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε. Αυτό είναι ένα λεπτοδουλεμένο είδος δολοφονίας και το διαπράττουν γονείς που υπεραγαπάνε τα παιδιά τους και λοιποί συγγενείς με χαμόγελο στα πρόσωπά τους

Lizzie James: Πιστεύεις ότι είναι δυνατό για ένα άτομο να απελευθερωθεί από αυτές τις δυνάμεις καταστολής μόνος του;

Jim Morrison: Αυτού του είδους η ελευθερία δεν μπορεί να χορηγηθεί. Κανείς δεν μπορεί να το κερδίσει για σας. Θα πρέπει να το κάνετε μόνοι σας. Αν δείτε κάποιον άλλο να το κάνει για σας – κάποιος έξω από τον εαυτό σας – είστε ακόμα αυτοί που εξαρτώνται από τους άλλους. Είσαι ακόμα ευπρόσβλητα μέσα σε αυτές τις καταπιέσεις και τις εξωτερικές δυνάμεις του κακού.

Lizzie James: Δεν είναι δυνατό για τους ανθρώπους που θέλουν να ενώσουν αυτή την ελευθερία, να συνδυάσουν τις δυνάμεις τους, μαζί με τις δυνάμεις των άλλων; Πρέπει να είναι εφικτό.

Jim Morrison: Οι φίλοι μπορούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Αληθινός φίλος είναι εκείνος που σου επιτρέπει να έχεις απόλυτη ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου, και κυρίως να αισθάνεσαι. Ή και να μην αισθάνεσαι. Ό,τι τυχαίνει και να αισθάνεσαι, οποιαδήποτε στιγμή ο πραγματικός φίλος σου θα είναι μια χαρά μαζί σου και θα σε αποδεχτεί. Αυτή είναι η πραγματική αγάπη: να αφήνεις αυτόν που αγαπάς να είναι αυτό που πραγματικά είναι Οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπάνε αυτό που προσποιούμαστε ότι είμαστε. Και για να διατηρήσουμε την αγάπη τους, συνεχίζουμε να προσποιούμαστε, μέχρι που στο τέλος μαθαίνουμε κι εμείς να αγαπάμε την ψεύτικη εικόνα μας. Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι μένουν κλειδωμένοι σε αυτήν την εικόνα και το λυπηρό είναι ότι τη συνηθίζουν. Είναι εξαρτημένοι από τη μάσκα τους. Αγαπάνε τις αλυσίδες τους. Ξεχνάνε αυτό που πραγματικά είναι και αν τολμήσεις να τους το θυμίσεις σε μισούνε γι αυτό. Αισθάνονται ότι πας να τους κλέψεις την πιο ακριβή τους ιδιοκτησία.

Lizzie James: Είναι ειρωνικό – είναι λυπηρό. Δεν βλέπουν ότι αυτό που προσπαθείς να κάνεις είναι να τους δείξεις ποιος είναι ο δρόμος προς την ελευθερία;

Jim Morrison: Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα τι χάνουν. Η κοινωνία τοποθετεί μια υπέρτατη αξία για τον έλεγχο – κρύβοντας αυτό που αισθάνονται.

Lizzie James: Σε κάποια σημεία της ποίησης σου θαυμάζεις και επαινείς ανοιχτά τους πρωτόγονους ανθρώπους, τους Ινδιάνους για παράδειγμα.

Jim Morrison: Δες άλλοι πολιτισμοί πως ζουν . Ειρηνικά σε αρμονία με τη φύση, τη γη, τα ζώα. Δεν χτίζουν πολεμικούς μηχανισμούς ούτε χαρτονομίσματα δολαρίων για να επιτεθούν σε άλλες χώρες που τα πολιτικά τους ιδανικά δεν συμφωνούν με τα δικά τους.

Lizzie James: Ζούμε σε μία άρρωστη κοινωνία.

Jim Morrison: Είναι αλήθεια … και μέρος της αρρώστιας δεν είναι να γνωρίζουμε πως είμαστε άρρωστοι… Η κοινωνία μας έχει πάρα πολλά για να διατηρηθεί – η ελευθερία καταλήγει στο κάτω μέρος της λίστας.

**********

Πηγές: morrison-the-lizard-king και artcoremagazine

antikleidi.com

Ο Τζέημς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον (James “Jim” Douglas Morrison) (8 Δεκεμβρίου 1943 – 3 Ιουλίου 1971) ήταν ένας Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας και ποιητής. Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα και ήταν ο τραγουδιστής και στιχουργός του δημοφιλούς αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος The Doors. Θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές στην ιστορία της ροκ μουσικής.

«Σ’ έναν οπτιμιστικό πεσιμισμό, εκεί το πάω..»

“Συχνά τα πιο ωραία διαστήματα στη ζωή είναι όταν δεν κάνεις τίποτε απολύτως, όταν απλώς συλλογιέσαι, όταν μονάχα χάνεσαι γιατί ρεμβάζεις. Πες, για παράδειγμα, ότι λες πως όλα είναι δίχως νόημα, και μετά λες ότι δεν μπορεί να είναι απολύτως δίχως νόημα αφού γνωρίζεις ότι όλα είναι δίχως νόημα, και συνεπώς το γεγονός οτι το γνωρίζεις πως όλα είναι δίχως νόημα σχεδόν τους δίνει ένα νόημα. Με πιάνεις που το πάω, ο δικός σου. Σ’ έναν οπτιμιστικό πεσιμισμό, εκεί το πάω. “

Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι – PULP

Φωτογραφία: revista.gr

Into the wild _ Αποκρυπτογράφηση ενός αριστουργήματος

Όταν ξεκίνησε αυτή η ιστορία που βιώνουμε με τον επικίνδυνο και αόρατο εχθρό που φέρει το όνομα ενός ιού, και συγκεκριμένα την πρώτη νύχτα που θεωρήθηκε “νύχτα καραντίνας”, τυχαία, χωρίς να το έχω προγραμματίσει, παρακολούθησα για πρώτη φορά την ταινία “Into the wild”. Αν έχουμε κάνει πάλι παρέα μέσα από τα γραπτά μου τα προηγούμενα χρόνια, σίγουρα όλο και κάπου θα έχετε δει να σημειώνω πως αφήνω εντέχνως κάποια φιλμ να παλαιώνουν αρκετά πριν τα δω. Αναφέρομαι φυσικά σε φιλμ που έχουν περγαμηνές και που πιθανότατα να έχουν πράγματα να σου δώσουν από την πρώτη τους προβολή. Δεν έχει να κάνει με το αν είναι πολυδιαφημισμένα ή όχι γιατί συνήθως τα αριστουργήματα δεν διαφημίζονται πάντα αναλόγως.

Την πρώτη βραδιά της καραντίνας έτυχε λοιπόν να δω την έξοχη μεταφορά της ζωής του 22 χρονου ιδεαλιστή Κρίστοφερ Μακάντελς, την οποία κατάφερε ο Σον Πεν το μακρινό πια 2008 να μεταφέρει εξαίσια στο μεγάλο πανί. Η ιστορία του νέου θα μπορούσε για τους περισσότερους να είναι μια τρέλα ή κάτι που δεν μπορούν να κατανοήσουν. Ο ιδεαλιστής νέος, από εύπορη οικογένεια, αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο έριξε ένα τεράστιο Χ στην προδιαγεγραμμένη εύπορη ζωή που θα ακολουθούσε, σχεδόν σίγουρα, και επέλεξε να κάνει πράξη το όνειρό του. Δεν ήταν τίποτε άλλο από το να ψάξει να βρει τον εαυτό του, μόνος, ταξιδεύοντας την τεράστια πατρίδα του για να φθάσει στην Αλάσκα, βιώνοντας τα πάντα με τη συντροφιά της φύσης και μερικές φορές με κάποιους ασυνήθιστους ανθρώπους. Έτσι και έγινε. Ο νέος πριν πεθάνει όπως ακριβώς είχε επιλέξει, κατάφερε να μάθει τον εαυτό του, κατάφερε να αποκωδικοποιήσει τα συστατικά της ευτυχίας. Το μάθημα ήταν πως η ευτυχία ίσως να μην υπάρχει όταν δεν τη μοιράζεσαι, μα δεν μπορεί σίγουρα να υπάρξει αν δεν μπορείς να τη μοιραστείς πρώτα με τον εαυτό σου. Η ευτυχία επίσης δεν έχει να κάνει σχεδόν ποτέ με υλικά αγαθά, κατακτήσεις υλικές, ακριβά γούστα. Είναι μια ιδιαίτερη έννοια και ένας αυτοσκοπός μάλλον του κάθε ανθρώπου, της οποίας η κατάκτηση μοιάζει μάλλον με το δυσκολότερο πράγμα στον κόσμο.

Έγινε η πρώτη προβολή όπως προείπα αν θυμάμαι καλά την πρώτη βραδιά της καραντίνας. Σκεφτόμουν έπειτα όσα είδα σχεδόν για μια εβδομάδα και για να σας γράφω απόψε σημαίνει πως ακόμη τα σκέπτομαι. Δεν είναι ότι προσπάθω να ωραιοποιήσω μια κατάσταση που βιώνουμε και αύριο θα είναι ακόμη πιο δύσκολη (οικονομικά σίγουρη), ούτε θέλω να το παίξω ιδεαλιστής. Μπορεί να είμαι μπορεί και όχι. Οι ανάγκες θα παραμένουν ίδιες για τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων σε αυτό τον πλανήτη. Ανάγκες ουσιαστικές και άλλες λιγότερο ουσιαστικές και άλλες εντελώς περιττές. Αυτό που σκέφτομαι όλο και περισσότερο όμως ετούτο τον καιρό, μέσα στις συνθήκες “εγκλεισμού”, είναι το αν πραγματικά ο κόσμος εκεί έξω που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης (γιατί αυτή είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα), είναι ευτυχισμένος; Κατά πόσο είμαστε ευτυχισμένοι; Οι συνήθειές μας προσφέρουν ικανοποίηση στην ψυχή και το μυαλό; Ο πλούτος που επιδιώκουμε είναι ικανός όταν αποκτηθεί να γεμίσει όλα τα κενά; Μπορούμε να ζούμε για πάντα έτσι; Κι αν ναί, γιατί εγώ δεν το βλέπω; Γιατί στα πρόσωπα των ανθρώπων αυτό που παρατηρώ είναι σκοτεινιά;

Δεν είμαι πια 22 χρόνων ούτε θα προσποιηθώ τον ιδεαλιστή. Όμως ακόμη δεν γνωρίζω αν βρήκα τον εαυτό μου σε αυτή την πορεία της ζωής. Ίσως να είμαστε πολλοί που το αισθανόμαστε. Δεν ξέρω πως μπορεί να αλλάξει αυτό το συναίσθημα μα είμαι σίγουρος πως όταν τελειώσει αυτή η ιστορία, θα είμαστε αρκετά διαφορετικοί. Ελπίζω προς το καλύτερο. Θα πρέπει να θυμόμαστε μόνο πως η χαρά υπάρχει μόνο όταν τη μοιραζόμαστε. Πρώτα με τον εαυτό μας και ύστερα με τους άλλους. Ίσως να μην είναι τόσο κοπιαστικό τελικά..

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας “Chinaski”

Του εγκλεισμού δήθεν δικές μου σοφίες και ερμηνείες..

Τις τελευταίες ημέρες επιχειρώ τακτικά ένα διαχωρισμό. Έχει να κάνει με την εποχή προ virus από τη μια πλευρά και με την εποχή που διανύουμε right now από την άλλη. Ξέρετε, για τις συνήθειες που είχε το σύνολο της κοινωνίας, για τα πράγματα που έκανε, για τη συμπεριφορά του, για τα social media, για την οικονομία και για πολλά ακόμη. Θα σας απογητεύσω όπως απογοητεύτηκα κι εγώ, που ενώ στην αρχή της καραντίνας πίστευα πως θα βγει σε καλό (δεν αναφέρομαι στο κομμάτι της υγείας αυτό καθαυτό), τώρα, με την εμπειρία αυτής, θεωρώ πως χάθηκε τσάμπα χρόνος.

Διορθώστε με μα υγεία δεν είναι μόνο τα νοσοκομεία και η παρεμπόδιση ενός φονικού ιού που απειλεί την ανθρωπότητα. Υγεία είναι το να μη σμπαραλιάζεται το δημόσιο σύστημα υγείας και την κρίσιμη στιγμή να μη “φορτώνεται” η ευθύνη στους πολίτες. Υγεία δεν είναι μόνο η σωματική. Ξεκινά πολλές φορές από το μυαλό και καταλήγει στο υπόλοιπο σώμα. Ε λοιπόν στο μυαλό αυτή η χώρα και οι άνθρωποί της νοσούν χρόνια ολόκληρα. Πιθανώς κι άλλες πολλές χώρες και οι ανθρώποι τους να νοσούν το ίδιο, όμως εγώ αναφέρομαι στη δική μας, λόγω “εμπειρίας”.

Νομίζω πως υπήρξαν στιγμές τις περασμένες εβδομάδες που καραντινιαζόμαστε, που είδα κόσμο να συμπεριφέρεται στον διπλανό του (με απόσταση ασφαλείας πάντοτε βάση των οδηγιών) όπως θα συμπεριφέρονταν στην εποχή της εξάπλωσης της λέπρας. Τρόμος. Και ο τρόμος ήταν ανέκαθεν ο χειρότερος σύμβουλος.

Διάβαζα ένα αρθρο χθες περί μετριότητας σε κάθε επίπεδο, η οποία απειλεί ή μάλλον έχει καταφέρει να επικρατήσει. Μετριότητα στη σκέψη, στη ζωή, στις σχέσεις, στην εργασία, στην προσφορά, στην τέχνη, στα πάντα. Ο αιώνας μας θα μπορούσε πολύ ωραία να περιγραφεί ως ο “αιώνας της μετριότητας”. Δεν ξέρω αλήθεια γιατί ξεκίνησα να γράφω αυτές τις γραμμές και γνωρίζω πως κινδινεύω να χαρακτηριστώ γραφικός, το λιγότερο. Όμως, με συγχωρείτε, κάτι δεν πάει καλά εδώ πέρα.

Μένουμε σπίτι, οκ. Με ασφάλεια, με συνείδηση. Γιατί δεν μπορούμε λοιπόν μέσα από το σπίτι μας να κλείσουμε την πόρτα σε μερικές αθλιότητες που αποδεδειγμένα χρόνια τώρα δρουν σαν ιός φονικός στην ίδια μας την ύπαρξη; Γιατί ας πούμε να μη κλείσουμε την πόρτα στις ειδήσεις των 8 και μισή; Γιατί είναι δύσκολο να κλείσουμε την πόρτα στις γελοίες “ειδήσεις” του διαδικτύου; Γιατό αδυνατούμε να κλείσουμε οριστικά την πόρτα στο αποτυχημένο πολιτικό σύστημα και τους αδίστακτους εκφραστές του; Είναι τόσο δύσκολο να κλείσουμε την πόρτα στην υποκουλτούρα που βαπτίζεται τέχνη; Σίγουρα θα είναι δύσκολο να διαβάσουμε ένα ωραίο βιβλίο του τάδε συγγραφέα από τα 1800. Πιθανώς να μας είναι δύσκολο να μην ξεβρακωνόμαστε στο instagram γιατί “τι θα γίνει τότε με τους followers μας και την υπέρμετρη αυταρέσκεια μας”; Πως θα ήταν άραγε αν δοκιμάζαμε να είμαστε άνθρωποι, να αγαπούσαμε αληθινά, να μην ψάχναμε για αρπαχτές, να μέναμε πιστοί σε μια ιδέα ή μια αγάπη; Πως θα ήταν ένα πιάτο φαγητό χωρίς upload κάπου που θα έπιανε πραγματικά τόπο αν το προσφέραμε. Χωρίς φανφάρες, έτσι απλά, ένα πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι νερό, μια γαμημένη τσίχλα. Πως θα ήταν ένας κόσμος με περισσότερη ανθρωπιά ρε; Έχουμε τελικά εικόνα; Η συνηθίσαμε στη μαλακία που μας έμαθαν και οκ προχωράμε, όποιος μείνει έμεινε;

Κάτι τέτοιες σκέψεις κάνω συνέχεια και έρχομαι να υποθέσω πως με έχει πειράξει ο εγκλεισμός. Σε λίγο να δεις που θα πάθω και κανέναν ιδρυματισμό και δεν θα μπορώ να κυκλοφορήσω καθόλου εκεί έξω. Ευτυχώς όμως που η εργασία μου είναι τέτοια που δεν μου επιτρέπει να μένω σπίτι. Ίσως να ανήκω κι εγώ στους ήρωες της πρώτης γραμμής που λένε τελευταία. Ει, μανατζερ, τι λες να το διαφημίσουμε λιγάκι;

Πάνε δέκα χρόνια κρίσης πια και θα μου επιτρέψετε να μη διαχωρίσω την παρούσα κατάσταση από αυτά τα χρόνια. Δέκα γαμημένα χρόνια, από τη ζωή μας, ίσως τα πιο δημιουργικά για μερικές γενιές όπως η δική μου. Νούμερα, ποσοστά, faκε news, ρατσισμός, πόλεμοι κάθε είδους, φτώχεια ατελείωτη και από την άλλη πλούτος και ιλουστρασιόν φωτογραφίες στο insta. Φτώχεια και θλίψη, ξεριζωμός και από την άλλη μπουκάλια σε οικτρά ξενυχτάδικα. Θάλασσες με φουρτούνες και να μην έχουμε ακόμη καταλάβει τίποτα. Αν όχι ούτε τώρα, τότε πότε;

Γι’ αυτό δεν θα γράψω τίποτε άλλο απόψε. Θα αφήσω ένα τραγουδάκι για καληνύχτα εδώ και θα φύγω. Όνειρα γλυκά και είθε μια ημέρα να έρθει η ομορφιά και να βασιλέψει τον κόσμο. Δημοκρατικά, για να μην παρεξηγούμαστε κιόλας.

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας “Chinaski”.

Η Δικτατορία της μετριότητας

Ζούμε στην εποχή όπου η μετριότητα σε κάθετης μορφή και χρήση βασιλεύει όσο ποτέ άλλοτε. Είναι μια διαρκής πλύση εγκεφάλου που δέχεται ο μοντέρνος άνθρωπος στη δυτική κοινωνία στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μας μάθανε να αποδεχόμαστε,να θαυμάζουμε και να εξυμνούμε την πάσης φύσεως μετριότητα ως το κοινά αποδεκτό και ιδανικό.Η ικανότητα κριτικής σκέψης ήταν ανέκαθεν ο δύσβατος δρόμος,εξαιρετικά δύσκολο να αναπτυχθεί σε έναν άνθρωπο. Η δύναμη , ειδικά στις μέρες μας , που χρειάζεται να έχει κανείς για να απομονωθεί από τον κυκεώνα της σαβούρας που μας περιτριγυρίζει, είναι τεράστια.Όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο κωμικός George Carlin περί μετριότητας, ”οι περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν τόσο όσο χρειάζεται για να μην απολυθούν,και πληρώνονται τόσο όσο χρειάζεται για να μην παραιτηθούν”  Τα μίνιμουμ,τίποτα λιγότερο και σίγουρα τίποτα περισσότερο.Είναι τρομακτικά μεγάλο το ποσοστό μετριότητας που κατακλύζει την κοινωνία. Ειδικότερα αυτής των social. Πλανάται πλάνην οικτρά όποιος αρνηθεί πως πλέον,με πάνω από δεκαετία που έχουν μπει στη καθημερινότητα μας, είναι καθρέφτης του εν γένει κοινωνικού ιστού. Στις ηλικίες 18 – 50, αυτοί που πλέον δεν έχουν έστω την παραμικρή ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα είναι μειονότητα,είναι ελάχιστοι.

Στα κοινωνικά δίκτυα διακρίνεται και κάνει κουμάντο η μετριότητα και τα χαμηλά στάνταρ που έχουν οι άνθρωποι. Πάρτε παράδειγμα το ζεύγος ”Μπομπανίδη” όπως εύστοχα άκουσα να τους αποκαλούν.  Απομίμηση της έννοιας celebrity, που πλέον έχει χάσει κάθε κύρος και αξία που είχε κάποτε αυτή η ταμπέλα. Όπως αρκετοί άλλοι έτσι και εκείνοι προέβησαν στο να εκμεταλλευτούν χωρίς ίχνος ντροπής την κατάσταση με τον Κορωνοϊό για προσωπικό όφελος και παροδική δημοσιότητα. Ξευτελίζοντας την κοινή λογική όταν ο ένας από τους δύο βγήκε να δηλώσει πως κόλλησε τον ιό και έλαβαν τα στοιχειώδη μέτρα για προστασία. Δεν είναι καλλιτέχνες, ούτε διανοούμενοι, το μοναδικό που έχουν να προσφέρουν στους ακόλουθους τους είναι εικόνα. Τίποτα δημιουργικό, τίποτα χρήσιμο. Και όμως σε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό της κοινωνίας , έχουν επίδραση και απήχηση. Γιατί αυτή η μερίδα έχει συνηθίσει στο να αποδέχεται το τίποτα,ως κάτι.

Όταν η, κατά τα άλλα συμπαθής, Dua Lipa φτάνει το ένα εκατομμύριο ακροάσεις του νέου της τραγουδιού σε τρεις ώρες και ο Bob Dylan με το επίκαιρο, λυρικό έπος με κοινωνικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές αναφορές και προεκτάσεις ”Murder Most Foul” όχι, είναι ξεκάθαρο πως κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Είναι η δικτατορία της μετριότητας. Μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που το δημοτικό σχολείο δίπλα στο σπίτι μου κάνει χοροεσπερίδα και πάρτι. Με κατακλύζει οργή. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι αθλιότητες ακούγονται. Μέτριες και κακές μουσικές που το περιεχόμενο των στίχων αφορά ναρκωτικά, ακραίο μισογυνισμό, σεξισμό και την εικόνα της ζωής που διαλέγει τον εύκολο δρόμο των παροδικών ηδονών έναντι της ηθικής. Και μιλάω για ελληνικά τραγούδια που τα μηνύματα τους περνούν έστω και υποσυνείδητα σε όλα αυτές τις υπό κατασκευή προσωπικότητες.

Νιώθω ντροπή κάθε φορά για αυτόν τον άθλιο DJ που πάει σε παιδικό πάρτι και επιλέγει να παίζει τέτοιες μουσικές χωρίς να αντιλαμβάνεται το κακό που κάνει. Το ποσό τους δηλητηριάζει με την δικτατορία της μετριότητας που αύριο μεθαύριο πολλά από αυτά τα παιδιά θα γίνουν πνευματικά απαίδευτοι ενήλικες ανίκανοι στο να εκτιμούν την τέχνη. Θα μπολιαστούν στη πορεία και με τα ευτελή σκυλάδικα κάνοντας σημαία τους την μιζεροξεφτίλα ενός είδους και μιας νοοτροπίας που συμβάλει καταλυτικά στη διαμόρφωση τους. Τα σκυλάδικα, τα μίζερα ελαφρολαϊκά, η αναμασημένη χωρίς ουσία ποπ μουσική, όλο αυτό το κύμα αλαζονικών, κουφιοκέφαλων rapper, trapper που νομίζουν ότι ζουν σε αμερικανικό γκέτο και ξεφτιλίζουν ακραία την πλούσια κληρονομιά της χιπ-χοπ,και η θεοποίηση όλων αυτών είναι ο απόλυτος καθρέφτης της δικτατορίας της μετριότητας.Όταν η  μετριότητα εξαπλωθεί στην δημιουργία της προσωπικότητας του, σαν νοητός καρκίνος, τείνει ο άνθρωπος να απορρίπτει οποιαδήποτε δυνατότητα ανύψωσης των στάνταρ.

Διότι φοβάται την αριστεία, γιατί έχει μπολιαστεί στην μιζέρια, την φτήνια και ζει στον δικό του πνευματικό ”Κυνόδοντα”, και οποιοδήποτε βήμα προς την αρετή του φαίνεται τρομακτικό.Υπάρχει στο διαδίκτυο πλειάδα ιστοσελίδων που διαδίδουν ψευδείς, διαστρεβλωμένες ειδήσεις, θεωρίες συνωμοσίας και αποσκοπούν στον απόλυτο βαθμό στο εύκολο κλικ με τίτλους που έχουν ως target group, ποιούς άλλους, τους είλωτες στην δικτατορία της μετριότητας. Διότι δεν έμαθαν ποτέ να αμφισβητούν σωστά. Μαθαίνουμε στα παιδιά να αποστηθίζουν, να παπαγαλίζουν και να δέχονται, ξεχνώντας όμως να τους μαθαίνουμε και να αμφισβητούν τα πάντα. Διότι έτσι θαρρώ μας έμαθαν και οι Αρχαίοι φιλόσοφοι αυτού του τόπου, η αμφισβήτηση είναι ένας από τους καλύτερους οδηγούς για τον ενάρετο άνθρωπο.

Πόσοι αλήθεια σήμερα αμφισβητούν όσα βλέπουν μπροστά τους;Έχουμε συνηθίσει στο ”σκρολάρισμα” τόσο πλέον οι άνθρωποι και στην γρήγορη λήψη πληροφορίας, που στέλνεις σε κάποιον ένα αξιόλογο άρθρο 2 χιλιάδων λέξεων και δυσανασχετεί. Η αντίδραση είναι ”σιγά μη κάτσω να διαβάσω το σεντόνι”. Φανταστείτε πόσο τραγικά είναι τα πράγματα που θεωρούν πολλοί , τα 10-15 λεπτά διαβάσματος πολύ. Ευθύνη σε αυτό φυσικά έχει το Facebook και η συνήθεια για γρήγορα περάσματα, για τίτλους και η ψευδαίσθηση του χρόνου που πρέπει να κυλάει γρήγορα για να μην χάσουμε το νέο post.Δείτε το επίπεδο της κωμωδίας που έχει μαζική απήχηση στην χώρα μας. Έχω την πεποίθηση πως ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, φαίνεται από που θεωρεί αστείο ή όχι.

Δε θέλω να αναφερθώ ονομαστικά γιατί ο σκοπός δεν είναι να κουνήσω το δάχτυλο ή να επιτεθώ επικριτικά σε κάποιον δημιουργό ή το κοινό του. Αλλά προβληματίζομαι πάρα πολύ όταν ο θεσμός του stand up comedy στην Ελλάδα είναι ακόμη σε ρηχά νερά και ο θεσμός της μετριότητας, του κιτς και της κακογουστιάς γεμίζει μεγάλα θέατρα και κόβει χιλιάδες εισιτήρια στη μεγάλη οθόνη. Προβληματίζομαι όταν στην Αμερική και την Αγγλία όλοι οι παρουσιαστές των ”Late Night Shows” διακατέχονται από πραγματικό ταλέντο, κοφτερό χιούμορ και πλούσιο βιογραφικό στο χώρο της κωμωδίας , και εδώ οι τηλεθεατές έχουν συμβιβαστεί με την δικτατορία της τηλεοπτικής μετριότητας που έχει για παρουσιαστές εκπομπών που απαιτούν χιούμορ και ευστροφία, ανίκανους και γλοιώδεις τύπους που δε μπορούν να κάνουν ούτε έναν ουσιαστικό διάλογο και συνέντευξη.

Είναι βολικό να επικρατεί η μετριότητα. Βολικό για το συστηματοποιημένο καθεστώς σε κάθε έκφανση της κοινωνίας που θέλει να έχει για βιτρίνα τους μέτριους καθώς αυτό εξυπηρετεί ανώδυνα την κυριαρχία στις μάζες. Όταν έχεις μάθει έναν σκύλο να τρώει το φτηνό κακό φαγητό, θα το συνηθίσει και θα του φαίνεται και τέλειο. Άμα μάθει στις μπριζόλες θα αποκτήσει την ικανότητα να ξεχωρίζει και αυτό θα οδηγήσει στο να προβάλλει άρνηση να δεχτεί το κακό φαγητό. Δεν βολεύει να υπάρχουν υψηλά στάνταρ, γιατί είναι ο δύσκολος δρόμος που εξαπλώνει το εύρος της σκέψης. Αν η κοινή γνώμη μάθει να εκτιμά την αξιοπρέπεια, την ηθική , το ταλέντο, την καλαισθησία και την ποιότητα, πως θα μπορέσει να επικρατήσει και να πλουτίσει το status quo της λαμογιάς, της διαπλοκής και του φτηνού κενού εντυπωσιασμού;

Bob Dylan – Murder Most Foul

Πηγή: https://mikropragmata.lifo.gr/

Γράφει ο ALi Mathloum

Τσαρλς Μπουκόβσκι: Πως είναι η κατάσταση..


Πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη
κι αν δεν σπάσεις
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο
οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν
απ’ αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου
από σεισμό
κατακλυσμό
πείνα
οργή
αυτοκτονία
απελπισία
ή απλά
από σοβαρό έγκαυμα
στη μύτη
την ώρα που ανάβεις
το τσιγάρο σου.

Η εποχή των σκιών..

Είμαστε εδώ
Χωρίς να είμαστε
Αναπνέουμε
Περπατάμε
Μισούμε
Αγαπάμε
Αγοράζουμε
Πουλάμε
Μόνο και μόνο
Για να δικαιολογούμε
Την απουσία μας
Πώς μπορεί να ονομάζεται
Ένας κόσμος
Φτιαγμένος από σκιές
Ανύπαρκτων σωμάτων
Οι καθρέφτες αποτυπώνουν
Εντυπώσεις δυνατών ψευδαισθήσεων πόνου
Είμαστε όλοι
Ασθενικά αιμορραγούντα φαντάσματα
Μάταια προσπαθούμε ν’ αφήσουμε τα χνάρια μας
Για την εποχή των πραγμάτων
Που θα ακολουθήσει
Τη δικιά μας εποχή των σκιών

Γιάννης Αγγελάκας

Το «Πως τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε;» κυκλοφόρησε το 1999. Περιέχει  ποιήματα, σχέδια, μικρά κείμενα και διαλόγους, αποφθέγματα, σκόρπιες σκέψεις και στίχους – κάποιοι είχαν ήδη γίνει ή έγιναν τραγούδια σε προσωπικούς του δίσκους, όπως τα «Ποιος Καίγεται Απόψε», «Είδα Έναν Άντρα Να Πέφτει».

Φωτογραφίες: revista.gr