Σύντομη νυχτερινή ιστορία πάνω απ’την πόλη..

Κάθισε στο τραπεζάκι που είχε σε εκείνη τη στενή και άχαρη βεράντα και κοιτούσε ίσα μπροστά στο μεγάλο κλουβί με τα δύο παπαγαλάκια του.

“Τουλούζ, για πες μου ρε φίλε πως κύλησε η ημέρα σου;” Ο Τουλούζ ήταν το ένα από τα δύο πτηνά που είχε αγοράσει γύρω στα δύο χρόνια τώρα και του έκαναν παρέα. Έπειτα παύση. Άνοιξε μια μπύρα και ήπιε τη μισή με μια ρουφηξιά, με μια έκφραση τεράστιας δίψας.

Στη συνέχεια βάλθηκε να αφήνει την ώρα να περνάει καπνίζοντας και κοιτώντας ευθεία στο κλουβί. Κάπνιζε και πάλι από την αρχή. Μπύρα δεν ήπιε γουλιά επιπλέον.

Έπειτα από αρκετή ώρα που δεν σκέφτονταν τίποτα, παρά μόνο κοιτούσε και κάπνιζε, αναρωτήθηκε μέσα του πως θα ήταν να άνοιγε την πόρτα από το κλουβί των δύο παπαγάλων. Πως θα αντιδρούσαν; Θα πετούσαν μακριά; Κι αν ναι, θα τα κατάφερναν εκεί στους ουρανούς της “ζούγκλας” όπου ζούσε; Εδώ καλά καλά δεν τα κατάφερνε ο ίδιος που πατούσε γη σε ετούτη την πόλη, θα τα κατάφερναν δύο φθηνά πουλιά του εμπορίου που αγόρασε κάποτε για να του κάνουν παρέα;

Ο Ορέστης είχε φθάσει πια τα 35. Δεν του φαίνονταν γιατί θα έλεγε κανείς πως ακόμη ήταν τριαντάρης. Ήταν επιτυχημένος για την ηλικία του. Είχε μια καλή δουλειά, καλά ρούχα, σπίτι για να μένει και μια μικρή βεράντα, καθώς και ένα ζευγάρι παπαγαλάκια, στο κλουβί τους. Τις λίγες ώρες που του έμεναν ελεύθερες δεν είχε άλλο παρά να συζητάει μαζί τους. Σιχαίνονταν εκείνη την πόλη και με τα χρόνια οι παρέες λιγοστέψανε, όλο και περισσότερο. Ήταν όμως ένα καλό σπίτι, είχε αρκετά χρήματα για να πληρώνει την καλωδιακή τηλεόραση και μεγάλο υπολογιστή για να συνδέεται με τον κόσμο.

Αφού το πακέτο με τα τσιγάρα είχε φθάσει σχεδόν στη μέση, ρούφηξε και την υπόλοιπη μπύρα από το μπουκάλι και σηκώθηκε να ξεπιαστεί. Με μια μηχανική κίνηση και χωρίς να κατανοήσει τι τον ωθούσε σε αυτή, άνοιξε την πόρτα από το κλουβί των παπαγάλων, έπιασε τον Τουλούζ, τον κράτησε για λίγο στα χέρια του, του χαϊδεψε απαλά το κεφάλι και τον πέταξε μακριά στον αέρα από τον 3ο όροφο. Ο Τουλούζ αρχικά έμοιαζε να τα έχει χαμένα, τα πρώτα δευτερόλεπτα της “απόπειρας” εναντίον του, από το μέχρι εκείνη τη στιγμή “αφεντικό” του. Έπειτα, όμως, ξεκίνησε να πετά και σύντομα έκανε κύκλους ανάμεσα στα κοντινά μπαλκόνια της πόλης. Όλα αυτά κράτησαν μερικά δευτερόλεπτα και στο τέλος τον είδε από μακριά, παρότι ήταν νύχτα, να αράζει στο κάγκελο του απέναντι ρετιρε. Την ίδια διαδρομή ακολούθησε λίγο αργότερα και η “Μαρί”.

Στα 35 του ο Ορέστης ήταν μάλλον απογοητευμένος από τους ανθρώπους και την κοινωνία. Είχε πίσω του μια σειρά από αποτυχημένες σχέσεις, ερωτικές ή φιλικές, όπως είχε και μια μεγάλη θλίψη από εκείνη που έχουμε όλοι στις ημέρες μας. Μάλλον αυτή είχε να κάνει με το μεγάλο σπίτι, τα καλά ρούχα, το καλό φαγητό, το γρήγορο αμάξι, το στενό μπαλκόνι με το κλουβί, και με τις ειδήσεις από ένα κόσμο που πήγαινε κατά διαόλου κάθε ημέρα, όλο και περισσότερο. Αυτή η πόλη του είχε γίνει ανυπόφορη.

Ο “Τουλούζ” και η “Μαρί” στέκονταν και πάλι μπροστά του, αυτή τη φορά όχι μέσα στο κλουβί αλλά στο κάγκελο του απέναντι ρετιρε. Κοιτούσαν τον Ορέστη και τα κοιτούσε κι εκείνος, ήταν τα αγαπημένα του πουλάκια που είχε αγοράσει πολύ φθηνά σε ένα pet shop παρακάτω πριν κάποιο καιρό. Έδειχαν έξω από τα νερά τους, θα έλεγε κανείς πως τα μάτια τους ήσαν υγρά και συγκινημένα. Θα έλεγε κανείς πως αν ο Ορέστης τα φώναζε, θα γυρνούσαν πίσω για να κλειστούν πάλι στο κλουβί τους, σε εκείνη τη μικρή βεράντα.

Ο Ορέστης έσβησε το τελειωμένο του τσιγάρο, χαμογέλασε και γύρισε μέσα στο σπίτι. Έκλεισε το παράθυρο και ξάπλωσε να κοιμηθεί, η ώρα ήταν πια περασμένη. Για πρώτη φορά ύστερα από καιρό τον επισκέφθηκε ένα αίσθημα ευχαρίστησης, τον πλημμύρισε. Η ελευθερία των φτερωτών φίλων του, η οποία είχε έρθει λίγες μόλις στιγμές πριν ήταν μάλλον, καθώς και το ότι ο ίδιος συνετέλεσε σε εκείνη. Σιγουρεύτηκε και κοιμήθηκε.

Ώρα επτά το πρωί. Ξημέρωσε. Είναι καλοκαίρι ακόμη και τα παράθυρα είναι για να ανοίγουν πρωί και να μπαίνει φως στα σπίτια. Η μικρή βεράντα είναι ακόμη εκεί. Το κλουβί για τους παπαγάλους επίσης. Η πορτίτσα του είναι ανοιχτή μα αυτό δεν δείχνει να απασχολεί διόλου τον “Τουλούζ” και τη “Μαρί” που κελαηδούν αμέριμνοι και καλημερίζουν έτσι τον Ορέστη και τον κόσμο. Η πόλη ξεκινά στους ίδιους ρυθμούς, ο Ορέστης χαμογελά, “η ελευθερία” σκέφτεται, “είναι περίεργη υπόθεση”. Πίνει τον καφέ του, χαιρετά τα φιλαράκια του και φεύγει για τη δουλειά.

Του Σ.Ν. Chinaski

Ένας κανονικός άνθρωπος!

Ήταν πια ξεκάθαρο. Είχε αρχίσει να του στρίβει ή πως αλλιώς να εξηγούσε όλα αυτά που του συνέβαιναν. Ήταν καλοκαίρι και δεν ήθελε να βγαίνει τις νύχτες  για ποτό. Προτιμούσε να φοράει σορτσάκια και να τρέχει στις παραλίες, κοιτούσε άστρα και αν τον παρατηρούσες, ήταν λες και τον ρουφούσε με κάποιο μαγικό και συνάμα τρελό τρόπο ο ουρανός. Δεν αγόραζε ακριβά ρούχα, δεν έψαχνε πια να βρει του φίλους του, αγαπούσε παράφορα το ποδήλατό του. Διάβαζε, διάβαζε και χαμογελούσε κάθε τόσο όταν έβρισκε μέσα σε εκείνες τις σελίδες, των μεγάλων συγγραφέων, χαρούμενες ατάκες. Ταξίδευε καθημερινά σε μέρη από ολάκερη τη γη. Μια πάνω στη μοτοσυκλέτα του Τσε στο μακρινό Περού, «ποδερόσα» έτσι την έλεγαν, την άλλη στους καταρράκτες της Έδεσσας παρέα με τον Λουντέμη στα φτωχικά του χρόνια, και τέλος έφθανε στο ηλιόλουστο Λος Άντζελες του θείου Τσαρλς, παρέα με μια χούφτα κατατρεγμένους. Το χειρότερο δε από όλα ήταν τούτο και μα το θεώ φοβάμαι κάπως ακόμη και να σας το εξομολογηθώ. Δεν ανέβαζε ούτε μια φωτογραφία με το πρόσωπό του στα social media. Καθόλου, ούτε μια, τι ντροπή;

Την ίδια στιγμή που από μπροστά του περνούσαν όλες οι εποχές  με τους ανθρώπους μόνο να φαίνονται, όχι να υπάρχουν ουσιαστικά μέσα σε εκείνες, την ίδια λοιπόν στιγμή ο ήρωας μας  απουσίαζε από την εικονική πραγματικότητα, μάζευε νερό από τις πηγές του Μαύρου όρους, στα αλήθεια ρε σας λέω, του είχε στρίψει εντελώς. Άλλοτε κάθονταν στη ράχη ψηλά στο «Μάτι» που λέμε και αγνάντευε την απλωσιά μπροστά του. Έπαιρνε βαθιές ανάσες και μάζευε ρίγανη λίγο παραδίπλα. Τους χειμώνες πήγαινε πάλι στο χωριό κι έβγαζε τα πρόβατα, τα γαλάρια, για βοσκή για να βοηθήσει τη γιαγιά του. Τα πρόσεχε τα ζωντανά, κάποιες φορές είχε ξεγεννήσει κιόλας μερικά σαν να ήταν γιατρός. Έπειτα ο καιρός ζέστενε ξανά και κατέβαινε στις θάλασσες, έπεφτε μέσα και κολυμπούσε, ούτε μια φορά δεν έβγαλε φωτογραφία τα πόδια του και το βρεγμένο του μαλλί. Ήταν δράμα η κατάστασή του σας λέω, πιστέψτε με.

Στη δουλειά του ανέφερε συνέχεια μια έκφραση, «δικαιοσύνη και σεβασμό για όλους κι από όλους». Δεν είχε ξανακουστεί ποτέ κάτι τέτοιο και  γι’αυτό δεν κράτησε πολύ. Αδιάφορο το ποια δουλειά ήταν.  Μέχρι και στις «μαχαιριές» που δέχονταν συνήθως πίσω από την πλάτη του, ούτε που γύρισε να τις κοιτάξει. Έσταζε το αίμα σαν ποτάμι και δεν τον άγγιζε, ήταν σαν θεός, ένα μισότρελος θεός όλο χαμόγελο και ευγένεια.

Δεν πέρασε πολύς καιρός όταν η επιστήμη αποφάνθηκε: «Σηκώνουμε τα χέρια μας ψηλά», είπαν οι γιατροί. “Ετούτος εδώ είναι άνθρωπος, είναι κανονικός άνθρωπος.” “Δεν ξέρουμε αν μπορείτε να το καταλάβετε.” “Άνθρωπος.”

Ήταν πια ξεκάθαρο, του είχε στρίψει, κάτι κακό του είχε συμβεί..

Γράφει ο Σ.Ν “Chinaski”

Η μεγάλη συμφορά του φαίνεσθαι..

…Σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη συμφορά τού φαίνεσθαι με μείωσε πάντα απέναντι στο αληθινό. Δεν είναι αναγκαίο να δίνεσαι στους άλλους, αλλά μόνο σε όσους αγαπάς. Γιατί τότε δεν δίνεται κανείς για το φαίνεσθαι, αλλά μόνο για να δίνει.

•Αλμπέρ Καμύ

Τι μου έμαθε η “καραντίνα”..

Η καραντίνα πέρασε, σε λίγο δεν θα υπάρχουν ούτε εκείνες οι απογευματινές ανακοινώσεις με ιατρικούς όρους, σε λίγο θα έρθει ο λογαριασμός και από ότι φαίνεται, ήδη, θα είναι παραφουσκωμένος. Μείναμε μέσα. Και όσο μέναμε μέσα γίνονταν “πραγματάκια”. Αναμενόμενο θα μου πείτε, αναμενόμενο θα σας πω κι εγώ. Οπότε δεν θα καταπιαστώ περισσότερο στο παρόν.

Εκεί που στέκομαι λιγάκι παραπάνω είναι η επίδραση του “εγκλεισμού” στην ψυχολογία μας, αλλά και τα λίγα θετικά που μπορεί να αποκόμισε κάποιος από όλη αυτή την ιστορία. Προσωπικά το μόνο θετικό που μπορώ να σκεφτώ αυτή τη στιγμή, είναι το “ξεκαθάρισμα”. Είδα ανθρώπους! Και δεν εννοώ τους “είδα από κοντά ή συναναστράφηκα μαζί τους”. Όχι! Εννοώ πως είδα ανθρώπους μέσα από εμένα τον ίδιο, από μια διαφορετική οπτική γωνία, πιο καθαρή. Η γωνία αυτή ας πούμε ότι δεν υπήρχε πριν την καραντίνα.

Σε συνθήκες εγκλεισμού δεν έχεις πάρα πολλά πράγματα να κάνεις. Κάθεσαι και σκέφτεσαι. Έπειτα κάθεσαι και ξανασκέφτεσαι και έτσι προχωράει το πράγμα μέχρι το σημείο της ενδοσκόπησης τελικά. Παρατηρείς στιγμές που ανασύρεις από τον σκληρό δίσκο της μνήμης σου, με τέτοιο τρόπο και αυτό οφείλεται στην ηρεμία φυσικά, που πριν δεν μπορούσες. Οι στιγμές μπορεί να είναι τοπία, αλλά μπορεί να είναι και ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί παρέα με άλλους ανθρώπους.

Αυτή η κρίση των δύο μηνών, μπορεί η ιστορία στο μέλλον να την κρίνει με όρους όχι καλούς, δεν ξέρω γιατί το πιστεύω αυτό όμως έτσι λέει η διαίσθησή μου. Μπορώ όμως να βρω ένα θετικό. Με γλίτωσε από τη σκαρταδούρα την πιο κατάλληλη στιγμή. Δεν έκανα τίποτα περισσότερο από το να είμαι παρατηρητικός. Απλώς παρατηρητικός.

Ποιος είναι άνθρωπος; Ποιος νοιάζεται πραγματικά για τους άλλους; Ποιος είναι μισάνθρωπος; Ποιος είναι ηλίθιος; Ο έλληνας είναι έξυπνος ή υποχείριο; Ο φόβος μέχρι που μπορεί να διαβρώσει τις ανθρώπινες σχέσεις; Ποιος ο ρόλος της πολιτικής και η επίδραση στις ζωές μας; Υπάρχει ελπίδα; Το χρήμα είναι τόσο σημαντικότερο από οτιδήποτε άλλο πάνω σε αυτό τον πλανήτη; Μερικές από τις απορίες μου που έπειτα κατέληξαν σε μερικά συμπεράσματα. Μερικά από αυτά όχι και τόσο ελπιδοφόρα αλλά οκ.

Στον προσωπικό τομέα ευεργεσία! Αν μπορώ να παραδεχθώ κάτι είναι πως ήμουν για χρόνια τυφλός και κατάφερα να δω. Ναι, παραδόξως, εν μέσω μιας δύσκολης συγκυρίας ξαναβρήκα το φως μου. Κι αυτό που θα θυμάμαι στο εξής, είναι πως μπορεί ποτέ να μη μάθω τους ανθρώπους, όμως ποτέ πάλι δεν θα αφεθώ να πιστέψω χωρίς κόπο σε εκείνους. Η εποχή μας είναι φαινομενική. Φαινομενική διάολε..

Γράφει ο Στάθης Ν. “Chinaski”.

Y.Γ: Είναι μερικά ψέματα που κοστίζουν μια ζωή.

Η όμορφη εκδίκηση των λουλουδιών..

Δες που ύστερα από τόσο καιρό, από τότε δηλαδή που φτιάχναμε το ανθολόγιο στο δημοτικό, επιστρέψαμε να παρατηρούμε τα φυτά, τα λουλούδια ξανά, να τα φωτογραφίζουμε, να τα μυρίζουμε από κοντά. Δες που ακόμη και αυτή τη μαγική διαδικασία ήρθε ο φόβος για να μας την υπαγορεύσει. Δεν είναι λίγο άδικο για όλη αυτή την ομορφιά εκεί έξω; Δεν είναι λίγο άδικο να τη θυμόμαστε μονάχα από φόβο; Λες αύριο – μεθαύριο να υπάρχει λιγότερο πλαστικό πεταμένο από τα παράθυρα αυτοκινήτων εκεί που φυτρώνουν λουλούδια; Ω, κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με επανάσταση! Την επανάσταση του πράσινου απέναντι στο ασυνείδητο.

Φωτογραφία: revista.gr

Αλλοτινές μου εποχές..

«Αγόρι μου, η ζωή πολλές φορές είναι σαν μια ψευδαίσθηση, μια διαρκής  κίνηση  χωρίς να ξέρεις το γιατί, στο λέω εγώ που έκανα τόσα χρόνια στον Καναδά, που έφτιαξα μαγαζιά, έβγαλα λεφτά,  μεγάλωσα την οικογένειά μου. Σαν μια ψευδαίσθηση αλλά αξίζει, είναι το μόνο που έχουμε. Κάτσε να σου ψήσω καφέ να κάνουμε το τσιγαράκι μας».

Εγώ δεν ήμουν τότε ούτε είκοσι χρονών. Ο κυρ – Γιάννης είχε πατήσει τα 75. Βοηθούσε τα πρωινά στις αγορές των προϊόντων που χρειάζονταν ο μάγειρας για να βγει το μενού της ημέρας. Καθημερινά κι επειδή συχνά καθυστερούσα να φθάσω στο μαγαζί, πήγαινα και τα έβρισκα όλα έτοιμα. Δεν μου κόστιζε τίποτα παρά μόνο ένα καφεδάκι ελληνικό και κανένα μισάωρο κουβεντούλα. Κέρδιζα σοφία χωρίς να έχω τη γνώση εκείνη τη στιγμή ότι την κέρδιζα. Χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια πια για να καταλάβω τι εννοούσε ο φίλος μου ο κυρ – Γιάννης.

Κοιτάζω πίσω συχνά, βλέπω σε όνειρα τον παλιό μου εαυτό χωρίς ωστόσο να ζω στο παρελθόν. Ποιος ήμουν και ποιος έγινα. Είναι φορές  που βουρκώνω από περηφάνια για το εγώ μου, κι άλλες που περπατώ στο δρόμο και νιώθω σαν μικροσκοπικό πραγματάκι. Μάλλον έμεινα πολύ καιρό σε ετούτη την πόλη και την έμαθα τόσο καλά όσο κι εκείνη με ξέρει. Όπου και να κοιτάξω εδώ, βρίσκω κομμάτια από εμένα. Στο δάσος, στη θάλασσα, στα γήπεδα, τα σχολεία, στην ακρογιαλιά, στην πλατεία. Παντού κομμάτια μου ζωντανά και μερικά τόσο πεθαμένα που τρομάζουν.

«Η ζωή πολλές φορές είναι σαν μια ψευδαίσθηση..». Δεν ξέρω αν ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη ο φίλος μου και το κακό είναι ότι δεν μπορώ να τον ρωτήσω πλέον. Σίγουρα είναι κάτι που δεν μαθαίνεται η ζωή καλέ μου φίλε, ίσως και να είχες δίκιο. Δεν είναι ποδήλατο να εκπαιδευτείς άπαξ, δεν είναι μάθημα ιστορίας ούτε μαθηματικά. Είναι όνειρο και κάπου – κάπου ουτοπία. Από το μυαλό μας εξαρτάται τι από τα δύο θα υπερισχύσει. Τα έχω βιώσει και τα δύο, τα βιώνω και τα δύο.

Περπατώντας σήμερα στους άδειους δρόμους θυμήθηκα ποιος ήμουν και ποιος έγινα. Μη με ρωτήσετε, δεν έχω απάντηση. Είναι από τις φορές που δεν ένιωσα τίποτα. Ούτε περηφάνια ούτε μικρό πραγματάκι. Το μόνο δεδομένο πως είναι πολλά τα χρόνια του αγώνα, και είναι κάπως κουραστικά να περπατάς μέσα σε αυτά πάντοτε όρθιος.

#Ημερολόγιο καραντίνας

Γράφει ο Σ.Ν “Chinaski”

Επηρρεασμένος βαθύτατα από το ψυχογράφημα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που παρακολούθησα απόψε.

Όσοι σε πλήγωσαν, όσοι σε πρόδωσαν… ήταν όλοι δάσκαλοί σου

Όσοι σε πλήγωσαν, σε παράτησαν εν μια νυκτί, σε κορόιδεψαν και σε πρόδωσαν. Όσοι τους έδωσες αλόγιστα ό,τι πιο πολύτιμο είχες, και το μεταχειρίστηκαν τελικά σαν να τους χάρισαν μια δωρεάν εφημερίδα στο δρόμο, την οποία χωρίς καν να διαβάσουν, έβαλαν κάτω στη σακούλα σκουπιδιών για να μη τρέχει. Χρόνος, αγάπη, σκέψη, ενέργεια, βοήθεια, αγκαλιά, ζεστασιά και φροντίδα, όλα για το τίποτα λες.

Όσοι σε ταλαιπώρησαν, σε αμέλησαν, σε σύγκριναν και σε μείωσαν, και χωρίς να σε εκτιμήσουν, σου γύρισαν υπεροπτικά την πλάτη ή απλά αδιαφόρησαν. Σε όσους καταλογίζεις πως ζητιάνεψες ψίχουλα ή ένα κοκκαλάκι για να γλύφεις από την προσοχή τους. Σε όσους τριτοτέταρτους όπως οριοθετείς, χρεώνεις πως ανέβασες σε θρόνους ενώ ήταν για τους σταύλους και τα χωράφια (τίποτα κακό σε αυτά), σε όσους έδωσες μέχρι και τον δικό σου θρόνο και το εσωτερικό σου παλάτι. Μέχρι και το είναι σου που τώρα στέρεψε και τρεμοπαίζει σαν κερί, κι ακόμα αναρωτιέσαι το γιατί.

Ναι, σε επίπεδο προσωπικότητας το κάρμα που αντιστοιχεί στον βαθμό της θλίψης κι απόγνωσής που σου προκάλεσαν, δεν πρόκειται να το γλυτώσουν σε καμία περίπτωση. Μα σε επίπεδο ψυχής, ήταν όλοι τους δάσκαλοί σου. Ή αν θες κομπάρσοι στο παιχνίδι της ζωής και στα προσυμφωνημένα σενάρια της γνώσης, εξέλιξης και αναβάθμισής σου, που δέχτηκαν να παίξουν αυτούς τους δύσκολους κι άκαρδους εγωιστικούς ρόλους, τόσο ασυνείδητα όσο κι υποσυνείδητα. Αυτή η σκέψη (όπως λέμε στο life coaching: reframing ή αναπλαισίωση) δεν έχει σκοπό να τους “αθωώσει”, αλλά να στρέψει όλη την προσοχή σου από αυτούς, σε εσένα. Έτσι και μόνο, θα μπορέσεις να πάρεις την ευθύνη και κατ’ επέκταση την δύναμή σου πίσω.

Θα μου πεις εγώ τι φταίω που τα έκανα όλα τέλεια ή προσπάθησα ή κουβαλούσα μόνος μου τη σχέση και τραβούσα ακούραστα το κουπί μέχρι που η βάρκα πήγε τόσο μακριά; Ο άλλος έφυγε με ένα ταχύπλοο που τον περίμενε, κι εγώ έμεινα μόνος στο σκοτεινό πουθενά του απέραντου ωκεανού μακριά από κάθε στεριά κι άνθρωπο και ζώο. Τι φταίω;

Δύο ερωτήσεις: Ποιο ήταν το δικό σου μερίδιο ευθύνης; Μα κι αν σου φέρθηκε έτσι, εσύ γιατί έμεινες; Γιατί δεν έφυγες όταν μπορούσες; Γιατί έτσι ακριβώς συμπεριφέρθηκες εσύ στον εαυτό σου. Κι οι άλλοι, μας συμπεριφέρονται όπως ακριβώς τους επιτρέπουμε. Τι δεν καταλαβαίνεις; Αυτό που βίωσες ήταν απλά μια αντανάκλαση και προβολή της δικής σου συμπεριφοράς. Όχι προς τον άλλον, αλλά προς τον ίδιο σου τον εαυτό σου.

«Με παράτησε» «Μα εσύ σε παράτησες»
«Με εγκατέλειψε» «Μα εσύ σε εγκατέλειψες»
«Δε με αγάπησε» «Μα εσύ δεν σε αγάπησες»
«Δε με φρόντισε» «Μα εσύ δε σε φρόντισες»
«Αδιαφόρησε» «Μα εσύ αδιαφόρησες για σένα»
«Έβαζε άλλους για προτεραιότητα» «Μα κι εσύ τι έκανες σε σχέση με τον εαυτό σου;»

Δες: Αν κάποιος δεν σου αναγνωρίζει ή δεν βλέπει την αξία σου, αν εσύ ξέρεις την αξία σου, γιατί μένεις; Επειδή αυτό ίσως αλλάξει στο αύριο; Αν προσπαθήσεις λίγο ακόμη; Πόσο ακόμη; Και μέχρι τότε τι γίνεται; Αδιαφορείς και σε βάζεις δεύτερη προτεραιότητα. Εσύ παράτησες εσένα. Εσύ δε σε φρόντισες. Εσύ δεν σε αγάπησες και σε σκόρπισες σε μέρη που δεν ήταν για σένα. Από εξάρτηση, αδυναμία, ανάγκη, όχι από καθαρή αγάπη και επιλογή. Οφείλεις σε σένα να το εξομολογηθείς και να το παραδεχτείς.

Πρέπει να καταλάβεις, ότι το επίπεδο πόνου κι όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων που νιώθεις, δεν είναι τίποτε άλλο από το επίπεδο και βαθμό που άφησες εσένα. Ανεβαίνουμε συνειδητότητα κι εκεί που πάμε, θα χρειαστούμε άλλες αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Αυτά θα είναι τα εισιτήρια μας, ούτε οι τσάντες, ούτε τα αμάξια, ούτε τα καλοδουλεμένα σώματα, μόνο οι εσωτερικές αρετές και ποιότητες. Τίποτε άλλο.

Η ήρα θα χωρίσει από το σιτάρι, κι αυτή τη φορά σ’ αυτό το “άλμα”, τα χλωρά δεν θα καούν με τα ξερά. Ο καρχαρίας ακολουθεί τη φύση του, αν εσύ έχεις ανοιχτή πληγή, ο καρχαρίας θα μυριστεί το αίμα και θα επιτεθεί στο αδύναμό σου σημείο. Όχι ό,τι πιο ευχάριστο, αλλά αφού δε το φροντίζεις, θα έρθει με τον τρόπο που ορίζει η νομοτέλεια να στη δείξει, και συνήθως να στην κάνει ακόμα μεγαλύτερη παίρνοντας και επιπλέον κομμάτια μαζί του όσο δε τον απωθείς. Δεν είμαστε όλοι θεραπευτές, ούτε και δελφίνια.

Όμοια με όμοια λοιπόν, και “όμοιος ομοίω αεί πελάζει” όπως αναφέρει κι ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο. Το οποίο δεν αναφέρεται πάντα στο σύνολο, αλλά και στα επιμέρους στοιχεία που προκαλούν έλξη προς και από την κάθε μεριά.

Καθώς αναγνωρίζεις το μερίδιό σου αλλά σιγά σιγά και την αξία σου, μαθαίνοντας να σε αγαπάς να σε φροντίζεις και να σε προστατεύεις, θα δεις πως άνθρωποι θα αρχίσουν να εξαφανίζονται από την πραγματικότητά σου, ενώ παράλληλα με μαγικό τρόπο, θα δίνουν τη θέση τους σε νέους, πιο συμβατούς με τον νέο εσωτερικό σου ρυθμό και μελωδία.

Δεν περιγράφεται η επίγνωση παρά μόνο βιώνεται, κι όταν είσαι εκεί ή πλησιάζεις, απλά θα το καταλάβεις, όχι με το νου, αλλά με την καρδιά. Την μόνη πυξίδα που δεν απομαγνητίζεται από καμία καταιγίδα ή ηλεκτρονικό παλμό, σαν ένας αέναος εσωτερικός μουσικός βηματοδότης.

Κι αν ποτέ σου εμφανιστούν ξανά τέτοιοι άνθρωποι και σε πλησιάσουν, θα είναι απλά σαν μικρά τεστ υπενθύμισης για να μη παρεκκλίνεις ξανά. Τώρα ξέρεις. Ευχαρίστησέ τους, κι απελευθέρωσέ τους να πάνε “σε μέρη που είναι για εκείνους φτιαγμένα”. Όμοια με όμοια. Εσύ, έχεις μια άλλη πορεία πια.

Πηγή: enallaktikidrasi.com

Συγγραφέας: Αθανάσιος Στεργίου

Χόρχε Μπουκάι: Αφήνοντας πίσω αυτό που δεν υπάρχει πια

Είναι πολλά και ανησυχητικά αυτά που κάνουμε όλοι μας για να αποφύγουμε μιαν απώλεια. Δεν θέλουμε να περάσουμε ποτέ από τη διαδικασία του πένθους, και πολύ λιγότερο όταν δεν είμαστε εμείς που επιλέξαμε να βρεθούμε σ’ αυτήν την κατάσταση.

Αν και αρκεί μόνο μία ερώτηση: Είμαστε πράγματι στο περιθώριο της απόφασης του χωρισμού που μας ανακοινώνει ο σύντροφός μας;

Στο κάτω κάτω, ποιος θέλει να είναι δίπλα σε κάποιον όταν αυτός δεν τον θέλει πια;

Εγώ πάντως όχι, ούτε κι εσύ, και σίγουρα κανένας απ’ όσους διαβάζουν το βιβλίο αυτό, ετούτη τη στιγμή.

Όταν τα συνειδητοποιώ όλα αυτά, δεν προσπαθώ πια να σε κρατάω σφιχτά, παύω να θέλω να σ’ έχω αγκιστρωμένο, ανοίγω την αγκαλιά μου και σου επιτρέπω να φύγεις. Και ξέρω πως μόλις τελειώσει η επεξεργασία της απώλειας, το τραύμα μου δεν θα πονάει πια.

Μόλις αφήσω πίσω αυτό που δεν υπάρχει πια, θα απελευθερωθώ από το παρελθόν για να διαλέξω με ποιον θα συνεχίσω τον δρόμο της ζωής μου, αν φιλοδοξώ να συνεχίσω αυτόν τον δρόμο με συντροφιά. Παρόλα αυτά…. εμείς κοιτάμε πώς θα χειριστούμε τη συμπεριφορά του άλλου ώστε να κάνει αυτό που θέλουμε εμείς, αντί να περάσουμε τον δρόμο των δακρύων και, αφού κλάψουμε αρκετά, ν’ αφήσουμε χώρο για κάποιον που θα είναι πιο κοντά στα γούστα και τις αρχές μας.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, φαίνεται ότι θα μου ήταν πιο ευχάριστο να επιβεβαιώσω τη δύναμή μου, παρά να βρω κάποιον άλλον που θα ήθελε αυτά που θέλω κι εγώ, παρόλο που τις περισσότερες φορές είναι η φωνή του πιο νευρωτικού εαυτού μου αυτή που με προειδοποιεί: Μπορεί να μη συναντήσω ποτέ ξανά κάποιον που να με θέλει (γιατί ποιος θα με θέλει τώρα;).

Αυτή η φωνή μου λέει να μείνω, να επιμείνω, να κρατήσω σφιχτά τον/την σύντροφό μου (γιατί είναι καλύτερο το γνωστό κακό…) κ.λ.π. κ.λ.π.

Το κίνητρο, όμως, δεν είναι η αγάπη: είναι ο φόβος γι’ αυτό που ακολουθεί, η ψεύτικη σιγουριά που μου δίνει το γνωστό. Είναι η ψευδαίσθηση ηρεμίας δίπλα σ’ αυτόν που υποτίθεται πως έχω (παρόλο που στην πραγματικότητα δεν τον έχω πια στ’ αλήθεια).

Με τον καλύτερό μου φίλο, τον αδελφό μου, το παιδί μου, όταν οι επιθυμίες μας δεν συμπίπτουν, είναι ξεκάθαρο ότι το καλύτερο είναι να κάνει ο καθένας αυτό που στην πραγματικότητα έχει τη διάθεση να κάνει, και μετά, μπορεί να βρεθούμε για να μοιραστούμε ό,τι μας άρεσε περισσότερο σ’ αυτά που κάναμε.

Με τον σύντροφό μας θα έπρεπε να γίνεται ακριβώς το ίδιο, αλλά για να φτάσει κανείς σ’ αυτό το σημείο, πρέπει να μάθει να αφήνει τον άλλο να φύγει χωρίς να φοβάται την απώλεια.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος των Δακρύων» από τις εκδόσεις opera/animus

Πηγή: https://enallaktikiagenda.gr/

Τζιμ Μόρισον – Να εκθέσεις τον εαυτό σου στον βαθύτερο φόβο σου

8 Δεκεμβρίου 1943, γεννήθηκε ο Τζιμ Μόρισον (James “Jim” Douglas Morrison). Το 1970 έδωσε μια εκ βαθέων συνέντευξη στη Lizzie James. Αναδημοσιεύτηκε συμπληρωμένη το 1981 σε ειδικό αφιέρωμα του Creem Magazine για τα δέκα χρόνια από τον θάνατό του. Ας τη διαβάσουμε:

Lizzie James: Νομίζω ότι οι οπαδοί των Doors σε βλέπουν ως σωτήρα, σαν ένα ηγέτη που θα τους ελευθερώσει. Πως νιώθεις γι αυτό; Είναι ένα βαρύ φορτίο. Έτσι δεν είναι;

Jim Morrison: Είναι παράλογο. Πως μπορώ εγώ να ελευθερώσω κάποιον που δεν έχει τα κότσια να σηκωθεί από μόνος του και να κηρύξει την ίδια του την ελευθερία; Νομίζω ότι είναι ψέμα. Οι άνθρωποι θέλουν να είναι ελεύθεροι , όλοι επιμένουν ότι η ελευθερία είναι αυτό που θέλουν περισσότερο, το πολυτιμότερο που ένας άνθρωπος μπορεί να έχει. Άλλα αυτά είναι μ@λακίες! Οι άνθρωποι φοβούνται να ελευθερωθούν και έτσι κρατιούνται από τις αλυσίδες τους. Πολεμάνε όποιον πάει να κόψει αυτές τις αλυσίδες. Είναι η ασφάλειά τους. Πως περιμένουν λοιπόν απο εμένα να τους ελευθερώσω αφού οι ίδιοι δεν το θέλουν για τον εαυτό τους πραγματικά;

Lizzie James: Γιατί νομίζεις ότι οι άνθρωποι φοβούνται την ελευθερία;

Jim Morrison: Νομίζω ότι οι άνθρωποι αντιστέκονται στην ελευθερία γιατί φοβούνται το άγνωστο. Αλλά είναι ειρωνεία… Αυτό το άγνωστο κάποτε ήταν πολύ γνωστό…Είναι εκεί που οι ψυχές μας ανήκουν. Να εκθέσεις τον εαυτό σου στον βαθύτερο φόβο σου. Μετά από αυτό, ο φόβος δεν έχει καμία εξουσία, και ο φόβος της ελευθερίας συρρικνώνεται και εξαφανίζεται. Είσαι ελεύθερος.

Lizzie James: Τι εννοείς όταν λες ελευθερία;

Jim Morrison: Υπάρχουν διάφορα είδη της ελευθερίας – υπάρχει μια μεγάλη παρεξήγηση … Το πιο σημαντικό είδος της ελευθερίας είναι να είσαι αυτό που πραγματικά είσαι. Μπορείς να εγκαταλείψεις την ικανότητά σου να αισθάνεται και σε αντάλλαγμα, βάζεις μια μάσκα. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία μεγάλης κλίμακας επανάσταση έως ότου υπάρξει μια προσωπική επανάσταση, σε ατομικό επίπεδο. Πρέπει να συμβεί μέσα σου πρώτα. Μπορείς να διώξεις την πολιτική ελευθερία ενός ανθρώπου και δεν θα τον βλάψεις – εκτός και αν στερήσεις την ελευθερία του να αισθάνεται. Αυτό μπορεί να τον καταστρέψει.

Lizzie James: Πως μπορεί όμως κάποιος να σου στερήσει την ελευθερία του να αισθάνεσαι;

Jim Morrison: Μερικοί άνθρωποι παραδίδουν την ελευθερία τους πρόθυμα – αλλά άλλοι αρνούνται να την παραδώσουν. Η φυλάκιση αρχίζει απο τη γέννηση. Κοινωνία, γονείς, αρνούνται να σου δώσουν την ελευθερία που έχεις όταν γεννιέσαι. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να τιμωρήσεις έναν άνθρωπο επειδή τολμάει να αισθάνεται. Βλέπεις όλοι τριγύρω του έχουν καταστρέψει την ικανότητα του από τη φύση να αισθάνεται. Μιμείσαι ότι βλέπεις.

Lizzie James: Θες να πεις ότι είμαστε, στην πραγματικότητα, σε μία κοινωνία που στερεί από τους ανθρώπους την ελευθερία να αισθάνεται;

Jim Morrison: Σίγουρα … δάσκαλοι, θρησκευτικοί ηγέτες–ακόμη και οι φίλοι, ή λεγόμενοι φίλοι που αναλαμβάνουν όταν οι γονείς εγκαταλείπουν. Απαιτούν να αισθανόμαστε μόνο τα συναισθήματα που θέλουν και περιμένουν από εμάς. Είμαστε σαν ηθοποιοί–που ήρθαν χαλαρά σε αυτόν τον κόσμο για να περιπλανηθούν στη αναζήτηση ενός φαντάσματος … ατέλειωτα να ψάχνουμε για μία μισό–ξεχασμένη σκιά της χαμένης πραγματικότητας μας. Όταν οι άλλοι απαιτούν από εμάς να είμαστε οι άνθρωποι που εκείνοι θέλουν να είμαστε, μας αναγκάζουν να καταστρέψουμε το πρόσωπο που πραγματικά είμαστε. Αυτό είναι ένα λεπτοδουλεμένο είδος δολοφονίας και το διαπράττουν γονείς που υπεραγαπάνε τα παιδιά τους και λοιποί συγγενείς με χαμόγελο στα πρόσωπά τους

Lizzie James: Πιστεύεις ότι είναι δυνατό για ένα άτομο να απελευθερωθεί από αυτές τις δυνάμεις καταστολής μόνος του;

Jim Morrison: Αυτού του είδους η ελευθερία δεν μπορεί να χορηγηθεί. Κανείς δεν μπορεί να το κερδίσει για σας. Θα πρέπει να το κάνετε μόνοι σας. Αν δείτε κάποιον άλλο να το κάνει για σας – κάποιος έξω από τον εαυτό σας – είστε ακόμα αυτοί που εξαρτώνται από τους άλλους. Είσαι ακόμα ευπρόσβλητα μέσα σε αυτές τις καταπιέσεις και τις εξωτερικές δυνάμεις του κακού.

Lizzie James: Δεν είναι δυνατό για τους ανθρώπους που θέλουν να ενώσουν αυτή την ελευθερία, να συνδυάσουν τις δυνάμεις τους, μαζί με τις δυνάμεις των άλλων; Πρέπει να είναι εφικτό.

Jim Morrison: Οι φίλοι μπορούν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Αληθινός φίλος είναι εκείνος που σου επιτρέπει να έχεις απόλυτη ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου, και κυρίως να αισθάνεσαι. Ή και να μην αισθάνεσαι. Ό,τι τυχαίνει και να αισθάνεσαι, οποιαδήποτε στιγμή ο πραγματικός φίλος σου θα είναι μια χαρά μαζί σου και θα σε αποδεχτεί. Αυτή είναι η πραγματική αγάπη: να αφήνεις αυτόν που αγαπάς να είναι αυτό που πραγματικά είναι Οι περισσότεροι άνθρωποι αγαπάνε αυτό που προσποιούμαστε ότι είμαστε. Και για να διατηρήσουμε την αγάπη τους, συνεχίζουμε να προσποιούμαστε, μέχρι που στο τέλος μαθαίνουμε κι εμείς να αγαπάμε την ψεύτικη εικόνα μας. Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι μένουν κλειδωμένοι σε αυτήν την εικόνα και το λυπηρό είναι ότι τη συνηθίζουν. Είναι εξαρτημένοι από τη μάσκα τους. Αγαπάνε τις αλυσίδες τους. Ξεχνάνε αυτό που πραγματικά είναι και αν τολμήσεις να τους το θυμίσεις σε μισούνε γι αυτό. Αισθάνονται ότι πας να τους κλέψεις την πιο ακριβή τους ιδιοκτησία.

Lizzie James: Είναι ειρωνικό – είναι λυπηρό. Δεν βλέπουν ότι αυτό που προσπαθείς να κάνεις είναι να τους δείξεις ποιος είναι ο δρόμος προς την ελευθερία;

Jim Morrison: Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα τι χάνουν. Η κοινωνία τοποθετεί μια υπέρτατη αξία για τον έλεγχο – κρύβοντας αυτό που αισθάνονται.

Lizzie James: Σε κάποια σημεία της ποίησης σου θαυμάζεις και επαινείς ανοιχτά τους πρωτόγονους ανθρώπους, τους Ινδιάνους για παράδειγμα.

Jim Morrison: Δες άλλοι πολιτισμοί πως ζουν . Ειρηνικά σε αρμονία με τη φύση, τη γη, τα ζώα. Δεν χτίζουν πολεμικούς μηχανισμούς ούτε χαρτονομίσματα δολαρίων για να επιτεθούν σε άλλες χώρες που τα πολιτικά τους ιδανικά δεν συμφωνούν με τα δικά τους.

Lizzie James: Ζούμε σε μία άρρωστη κοινωνία.

Jim Morrison: Είναι αλήθεια … και μέρος της αρρώστιας δεν είναι να γνωρίζουμε πως είμαστε άρρωστοι… Η κοινωνία μας έχει πάρα πολλά για να διατηρηθεί – η ελευθερία καταλήγει στο κάτω μέρος της λίστας.

**********

Πηγές: morrison-the-lizard-king και artcoremagazine

antikleidi.com

Ο Τζέημς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον (James “Jim” Douglas Morrison) (8 Δεκεμβρίου 1943 – 3 Ιουλίου 1971) ήταν ένας Αμερικανός τραγουδιστής, τραγουδοποιός, συγγραφέας και ποιητής. Γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Φλόριντα και ήταν ο τραγουδιστής και στιχουργός του δημοφιλούς αμερικάνικου ροκ συγκροτήματος The Doors. Θεωρείται ένας από τους πιο χαρισματικούς ερμηνευτές στην ιστορία της ροκ μουσικής.