H άγνωστη και απόκοσμη «Μαύρη Τρύπα» της Μάνης

Βρισκόμαστε στη Μάνη, έναν τόπο ιστορικό, ξεχωριστό αλλά και εξαιρετικά άγονο. Πετάμε κοντά στο χωριό Έρημος της δυτικής Μάνης, που – όπως μαρτυρά και το όνομα του – αποτελεί μια απέραντη έρημο από πέτρες, με χαμηλή μόνο βλάστηση.

Το μονότονο αυτό τοπίο όμως ξαφνικά διακόπτεται από μία «Μαύρη Τρύπα».

Και ονομάζεται έτσι γιατί είναι το μόνο σημείο που δεν ανατέλλει και δεν βλέπει ο καυτός ήλιος της Μάνης.

Πετάμε πάνω από το σπηλαιοβάραθρο που πιθανότατα ονομάζεται Βαθύ Μουζί – από τις ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτό.

Οι κάθετοι “τοίχοι” του προκαλούν δέος και χάρη σ’ αυτούς και το μεγάλο βάθος που έχει, δημιουργούνται οι ιδανικές συνθήκες για ένα μικρό δάσος στο εσωτερικό του.

Η υγρασία που παγιδεύεται εκεί και η ελάχιστη ηλιοφάνεια που μπαίνει στο βάραθρο τροφοδοτούν τα μοναδικά στην περιοχή δέντρα ώστε να έχουν ευδοκιμήσει και να ανταγωνίζονται ποιο θα μπορέσει να βρει πρώτο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους.

Σίγουρα αξίζει να μελετηθεί περαιτέρω από τους σπηλαιολόγους ώστε να χαρτογραφηθεί και να αποκαλύψει τα καλά κρυμμένα μυστικά της, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαστάσεις της “Μαύρης Τρύπας” είναι περίπου 50 x 30 μέτρα.

Πηγή: Haanity

Οι προσδοκίες

Θα χρειαστεί να κατανοήσεις στο πέρασμα του χρόνου ότι με το να έχεις προσδοκίες από τους ανθρώπους είναι εύκολο να πληγωθείς. Οι προσδοκίες σε αυτό το επίπεδο είναι πράγμα εγωϊστικό, καθότι κουβαλά μέσα του την εικόνα που έχουμε εμείς για τους ανθρώπους και ίσως όχι την πραγματική τους. Όλοι μας σχεδόν την πατάμε κάπως έτσι όμως θα πρέπει να έρχεται κάποια στιγμή που να καταλαβαίνουμε πως οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι, ο καθένας έχει τον χαρακτήρα του, τις αξίες και τις ιδέες του, από τους πιο κοντινούς μέχρι τους λιγότερο κοντινούς μας.

Το να μην έχεις προσδοκίες απελευθερώνει. Προσοχή να μην παρεξηγηθεί η έκφραση και να μην μοιάζει ως κάτι γενικευμένο. Μόνο με τον εαυτό μας μπορούμε να δουλέψουμε, να του απαιτήσουμε, να τον συμβουλέψουμε, να γίνουμε η εικόνα που θα θέλαμε να δούμε στους άλλους. Μόνο ο εαυτός μας μπορεί να φέρει πίσω όλες τις προσδοκίες που αναζητούσαμε για χρόνια ολόκληρα από τους άλλους. Είναι σχεδόν τετριμμένο να λέγεται όμως αποτελεί τη μοναδική αλήθεια. Η συμπεριφορά μας και ο τρόπος που φερόμαστε, η διάθεσή μας απέναντι στα πράγματα και τη ζωή, η αντίληψη, η δράση μας, η οπτική, κάνουν αυτό τον κόσμο να φαίνεται.

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι

σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα

και γι’ αυτό είναι πάντοτε

ευγενικοί και συγκαταβατικοί.

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι

δε λένε ψέματα.

Το ψέμα προσβάλλει

εκείνους που το ακούνε,

και ταπεινώνει στα μάτια τους

αυτούς που το λένε.

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι δεν

είναι φλύαροι. Δεν είναι ματαιόδοξοι.

Δε ρίχνουν στάχτη στα μάτια.

Δεν παίρνουν πόζα.

Δεν αποζητούν τις φτηνές εντυπώσεις.

Δεν πίνουν όπου βρεθούν. Δε λένε:

”Εμένα κανείς δε με καταλαβαίνει.”

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι

δε συμπονούν μόνο τους αδύναμους.

Πονάει η ψυχή τους και για εκείνο

που δε φαίνεται με γυμνό μάτι.

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι

δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές

της ψυχής των άλλων.

Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι

καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά.

Άντον Τσέχωφ

Ο τζίτζικας..

Αν δεν ακούς τζιτζίκια να βγάζουν αυτό το μελωδικό κι άλλες φορές ενοχλητικό ίσως τραγούδι τους καλοκαίρι δεν είναι. Με έκπληξη διαπιστώνω ότι φέτος δεν το ακούω όπως άλλες χρονιές. Καλοκαίρι δεν είναι αυτή η ανυπόφορη ζέστη της κλιματικής κρίσης που μας κατσικώθηκε στο σβέρκο. Καλοκαίρι είναι, κανονικά, άλλα μικρά πραγματάκια όμορφα. Τα τζιτζίκια, το καρπούζι, η ξυπολησιά, η άμμος από τη θάλασσα, η βόλτα με το ποδήλατο, το παγωτό και τόσα ακόμη. Όμως ανάμεσα σε αυτά το σημαντικότερο ήταν ανέκαθεν ο τζίτζικας, ο τεμπελάκος. Φαίνεται πως όλα αλλάζουν διαρκώς και δεν είναι ότι φοβάμαι την αλλαγή. Φοβάμαι εκείνα που μερικές φορές φέρνει μαζί της και όσα εξαφανίζει που είναι αναντικατάστατα.

Ο μακρύτερος δρόμος στον κόσμο..

Ο μεγαλύτερος δρόμος στον κόσμο για να περπατήσετε, είναι από το Κέιπ Τάουν (Νότια Αφρική) στο Μαγκαντάν (Ρωσία).

Δεν χρειάζονται αεροπλάνα ή βάρκες, υπάρχουν γέφυρες.

Είναι 22.387 χιλιόμετρα και χρειάζονται 4.492 ώρες για να ταξιδέψετε.

Θα ήταν 187 ημέρες περπάτημα ασταμάτητα ή 561 ημέρες περπάτημα 8 ώρες την ημέρα.

Κατά μήκος της διαδρομής, περνάτε από 17 χώρες, έξι ζώνες ώρας και όλες τις εποχές του χρόνου.

Πηγή: Geografica

Σαν το πουλί πάνω στο σύρμα

Σαν το πουλί πάνω στο σύρμα που κοιτάζει τον κόσμο από ψηλά και σίγουρα, σίγουρα βλέπει πράγματα που εδώ στα χαμηλά δεν φαίνονται καθαρά. Σαν το πουλί θα ήθελα να είμαι, πάνω στο σύρμα και να παρατηρώ τον κόσμο που ίσως να μοιάζει λίγο αστείος ή πιο όμορφος από ότι πραγματικά είναι. Άραγε τι από όλα θα θέλαμε να είναι ο κόσμος; Αστείος; Όμορφος; Ανθρώπινος; Τι από όλα όταν θα κοιτούσαμε από μια κάποια απόσταση;

Σίγουρα πάντως κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι τώρα. Γι’ αυτό ζηλεύω λιγάκι εκείνο το πουλί που κάθεται πάνω στο σύρμα. Είναι τόσο πιο έξυπνο από ‘ μένα. Είναι τόσο πιο τυχερό από’ μένα.

Το πρώτο μου βιβλίο..

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα και ήταν καλοκαίρι στο χωριό, ήταν μια σκληρόδετη Ιλιάδα του Ομήρου, που μου την είχε αγοράσει η μάνα μου από το σουπερ Μαρκετ της γειτονιάς. Τότε τα μαρκετ έφερναν σειρές από βιβλία που μερικά ήταν εξόχως ενδιαφέροντα, είτε από την κλασσική είτε από τη σύγχρονη λογοτεχνία.

Ήταν λίγο μετά το τέλος του σχολείου στις μικρές τάξεις του δημοτικού. Θα πήγαινα όπως κάθε καλοκαίρι στο χωριό και το βιβλίο εκείνο, που ακόμη το έχω, έμοιαζε απαραίτητη προϋπόθεση για να περάσω καλά.

Το διάβασα όλο στις διακοπές και παρότι ευρισκόμενος στο βουνό, ήταν σαν να ταξίδεψα εκείνο το καλοκαίρι σε όλα τα μέρη του Τρωϊκού Πολέμου, σε άγνωστους κόσμους, πάνω σε άμαξες που τις έσερναν γρήγορα άτια, παρέα με τον Αχιλλέα αλλά ακόμη και με τον Έκτορα.

Εκείνο το πρώτο βιβλίο που διάβασα στάθηκε η αφορμή να αγαπήσω τη λογοτεχνία τόσο που στη συνέχεια της ζωής μου δεν την αποχωρίστηκα ποτέ. Το διάβασμα αποτελεί πηγή ζωής, μια μαγική υπόθεση και η Ομήρου Ιλιάδα για εμένα η αφετηρία μέσα σε έναν κόσμο μαγικό που δεν γνωρίζει σύνορα.

Μίλτος Σαχτούρης – «Το χρυσάφι»

Κάποτε
θὰ σταματήσουμε
σὰ μιὰ γαλάζια ἅμαξα
μέσ᾿ στὸ χρυσάφι
δὲ θὰ μετρήσουμε τὰ μαῦρα
ἄλογα
δὲ θά ῾χουμε τίποτα ν᾿ ἀθροίσουμε
δὲ θά ῾χουμε πιὰ τίποτα
γιὰ νὰ μοιράσουμε

κρατώντας
ἕνα ξύλο
θὰ περάσουμε
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τρύπα
τοῦ ἥλιου
ποῦ θὰ καίει

Μίλτος Σαχτούρης – “Το χρυσάφι”.

Επιστροφή στην κανονικότητα..

Πάει, πέρασε κι αυτό. Μια ακόμη εκλογική διαδικασία από τις γνωστές τελευταίες, τις ολίγον ή πολύ γελοίες, ανούσιες, ψεύτικες και θα μπορούσαν κάπου εδώ να συμπληρωθούν δεκάδες επίθετα, στο ίδιο κλίμα. Δύο ημέρες μετά η σκόνη έχει καθίσει, τα προβλήματά μας δείχνουν να έχουν λυθεί, οι τιμές έχουν πέσει στα τάρταρα και τα λεφτά δεν έχουμε τι να τα κάνουμε, που να τα ξοδέψουμε. Δύο ημέρες μετά και στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο μας εκπροσωπούν σπουδαία πρόσωπα των επιστημών, των γραμμάτων, της πολιτικής. Τι όχι;

Κάθισε ήδη η σκόνη για ένα θεσμό που δεν συγκινεί ούτε κατ’ ελάχιστο κανένα σοβαρό άνθρωπο. Δεν μπορεί να εκφράσει τίποτα ουσιώδες αυτό το τσίρκο που εδρεύει στις Βρυξέλλες. Δεν μπορεί να λύσει κανένα σοβαρό θέμα στον σύγχρονο κόσμο παρά όσα άπτονται των συμφερόντων της ελιτ. Εκεί όλα πάνε καλά, όλα λύνονται και όλα έχουν πράσινη (τύπου οικολογική) απόχρωση. Με γνώμονα το περιβάλλον γίνονται όλα άλλωστε. Για την κλιματική κρίση, για τους λιγότερους ρύπους, γενικά.

Δεν ξέρω αν ανήκεις στην κατηγορία όσων ψήφισαν ή όλων εκείνων του 60% που δεν ψήφισαν. Δεν μελετάμε αυτό εδώ. Όμως η σκόνη κάθισε κι όλα πια επέστρεψαν στην κανονικότητα. Στην κανονικότητα της φαιδρότητας και των υπέρογκων κερδών των ισχυρών.

Και εις άλλα με υγεία..

Οι ημέρες που πέρασαν

Περνούν οι ημέρες από πάνω μας,

δεν τις καταλαβαίνεις συνήθως

όμως εκείνες περνούν και πάντα,

πάντα κάτι τραβάνε μαζί τους.

Κάτι από’ μας, άλλοτε μικρό κι άλλοτε μεγάλο.

Βγήκα πριν να περπατήσω στη βροχή και

σκεφτόμουν πότε ήταν η τελευταία φορά που το έκανα.

Να περπατήσω στη βροχή και να είναι νύχτα.

Κάποτε μόλις που άκουγα στάλες έβγαινα στο δρόμο.

Δεν είχε σημασία που θα πήγαινα, μόνο που ήμουν στο δρόμο,

να όξυνα τις αισθήσεις, να ένιωθα τα πράγματα ως είχαν.

Από τότε πέρασαν χρόνια και όπως είπαμε τα χρόνια,

είναι ημέρες, πολλές.

Ποιος ξέρει γιατί δεν συνηθίζω να περπατώ πια στη βροχή.

Ίσως γιατί κρυώνω ή μπορεί να μη βρέχει τόσο,

από την άλλη σα να μεγάλωσα και λιγάκι.

Είναι δηλαδή που πέρασαν οι ημέρες οι πολλές από πάνω μας και πάντα,

πάντα αυτές μας παίρνουν κάτι.

Chinaski