Ρεκόρ διακοπής καπνίσματος στην Ελλάδα

Κόβουν το τσιγάρο οι Έλληνες, σύμφωνα με νέα έρευνα, με τους ειδικούς να σημειώνουν ότι η πτώση στο ποσοστό των καπνιστών αποτελεί ρεκόρ σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ειδικότερα και σύμφωνα με την έρευνα, το 27,1% του πληθυσμού δηλώνει σήμερα ότι καπνίζει έναντι του 36,7% που είχε καταγραφεί στην αντίστοιχη έρευνα της ΚΑΠΑ Research το 2012. Η πτώση αυτή, των 9,6 ποσοστιαίων μονάδων είναι πρωτοφανής για τα δεδομένα της χώρα μας και καταγράφει τον μικρότερο μέχρι σήμερα επιπολασμό του καπνίσματος στον ελληνικό πληθυσμό.

Σε αντίστοιχες έρευνες της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τα ποσοστά των καπνιστών ήταν 37,9% για το 2009 και 32,5% για το 2014, αποδεικνύοντας μια σταθερή τάση μείωσης των καπνιστών από το 2009 έως και σήμερα. Στις ίδιες έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι και η μείωση κατά 33,3% του καπνίσματος στις νεαρές ηλικίες, από 16-24 ετών.

Παράλληλα, καταγράφεται μείωση και στην ετήσια κατανάλωση τσιγάρων κατά 49% στο διάστημα 2007-2016.

Θετική έκπληξη δε, αποτελεί και το γεγονός ότι οχτώ στους δέκα Έλληνες θέτουν ως εθνικό στόχο τη μείωση του καπνίσματος. Εντούτοις, οι πολίτες είναι απογοητευμένοι από τα κενά στην εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου, καθώς εννιά στους δέκα δηλώνουν ότι η Πολιτεία δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα.

Επιπλέον, το 83,8% των Ελλήνων χαρακτηρίζει την κάπνα και τα τασάκια σε κλειστούς δημόσιους χώρους «πολιτισμική υποβάθμιση» ενώ το 76,1% των Ελλήνων να δηλώνουν θυμωμένοι για το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί την μοναδική χώρα της ΕΕ.

Η παιδεία δε φαίνεται στις γνώσεις αλλά στη συμπεριφορά..

Μεγάλωσε, λένε, όλα τα αδέλφια του. Τέσσερα στον αριθμό κι ένας εκείνος, πέντε παρακαλώ. Έζησε πόλεμο, κακουχίες, πείνασε, αγάπησε, παντρεύτηκε κι έκανε τέσσερα παιδιά. Οι μεγαλύτερες αγάπες της ζωής του. Αν τον έβλεπες, ποτέ σου δε θα φανταζόσουν τι είχε περάσει. Ευθυτενής, καμαρωτό περπάτημα, ψάθινο καπελάκι, χαμόγελο στα μάτια και καραμέλες στην τσέπη.

Ποτέ δεν τον άκουσα να υψώνει τον τόνο της φωνής του. Όταν τον έπνιγε το δίκιο, γούρλωνε τα μάτια για να καταλάβεις πως έχει νεύρα. Μέχρι εκεί. Ακόμη κι αν δεν είχε λόγους να ξεσπάσει, πάντα του έδινε η γυναίκα του αρκετούς. Εκείνος, όμως, βράχος ακλόνητος, ο ορισμός της ηρεμίας και της καλοσύνης. Τη δικαιολογούσε ακόμη και τις φορές που είχε ολοφάνερο άδικο. «Άστη. Έχει περάσει πολλά», έλεγε ο άνθρωπος που είχε περάσει περισσότερα.

Μια μέρα, θέλοντας να δείξω πόσο με είχε εντυπωσιάσει γύρισα και είπα πόσο υπέροχος άνθρωπος είναι, παρόλο που είναι αμόρφωτος. Ακόμη, θυμάμαι το βλέμμα της μάνας μου. «Ο παππούς σου μπορεί να μην ξέρει πολλά γράμματα αλλά είναι ο πιο μορφωμένος άνθρωπος που ξέρω». Ήταν αυτή της η πρόταση που έσκασε σαν χαστούκι στο πρόσωπό μου και με έκανε να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ του αγράμματου και του αμόρφωτου.

Βλέπεις, συνηθίσαμε να τα ταυτίζουμε. Αγράμματος κι αμόρφωτος το ίδιο και το αυτό. Βάλαμε σε ένα τσουβάλι όσους δεν μπόρεσαν να μάθουν γράμματα, να γίνουν πρώτοι μαθητές, να σπουδάσουν, και σε ένα άλλο όσους φόρτωσαν τους τοίχους με πτυχία κι ακαδημαϊκές γνώσεις. Τους κατηγοριοποιήσαμε τους μεν, χαμηλά στην κοινωνική μας βαθμίδα και τους δε, ψηλά. Έτσι, μάθαμε να ορίζουμε την αξία των ανθρώπων. Από τα χαρτιά που συνέλλεξαν στη διαδρομή τους.

Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι με γνώσεις και βραβεία που δε συναντήθηκαν ποτέ με την κοινωνική μόρφωση. Δεν ξέρουν να φερθούν, δεν ξέρουν να μιλήσουν, μήτε να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες που ήρθαν στο διάβα τους. Δεν ήταν στη διδακτική τους ύλη αυτά. Είναι εκείνοι που συχνά, σνομπάρουν τους «αμόρφωτους» στον περίγυρό τους γιατί τους χαλάνε το image. Η αλήθεια είναι πως δεν τους φτάνουν ούτε στο μικρό τους δακτυλάκι γιατί ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πως καμία σχέση δεν έχει η ουσιαστική μόρφωση με τις ξερές γνώσεις που έμαθαν στα θρανία. Είναι κάτι περισσότερο από αυτό. Είναι πλάσιμο προσωπικότητας και πλήθος ηθικών αξιών που δε γράφονται σε κανένα βιβλίο.

Ο αγράμματος μπορεί να δυσκολεύτηκε να μάθει γράψιμο αλλά ποτέ δε ζήλεψε τον κόπο άλλων ανθρώπων. Ήξερε πως όλα γίνονται με μόχθο και σκληρή δουλειά.

Ο αγράμματος σιχαίνεται την αδικία και το συμφέρον στους ανθρώπους. Προστατεύει πάντα τους πιο αδύναμους, όσους δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους.

Ο αγράμματος μπορεί να υπογράφει με σταυρό αλλά τιμάει την υπογραφή του γιατί γνωρίζει τη σημασία της. Μπορεί να μην αρίστευσε σε μεγάλα εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά πήρε από νωρίς εφόδια που τον βοήθησαν να επιβιώσει.

Ο αγράμματος ξέρει να αγαπά δίχως να περιμένει ανταπόδοση. Αγαπά αληθινά κι αυτό είναι αρκετό. Βλέπει το καλό στους άλλους ακόμη κι όταν εκείνοι δεν το βλέπουν γιατί γνωρίζει πως οι δυσκολίες φέρνουν χαρές και οι χαρές δυσκολίες.

Ο αγράμματος είναι διακριτικός κι ευγενής. Δε ρωτά, δε φέρνει σε δύσκολη θέση. Ξέρει να διαβάζει τα μάτια. Από εκεί αντλεί πληροφορίες χωρίς να χρειαστεί να του μιλήσεις.

Μοιράζει τις συμβουλές του για να βοηθήσει πραγματικά κι όχι για να κάνει τον καμπόσο. Δε σου τρίβει στην μούρη την εμπειρία του. Σε αφήνει να κάνεις τα δικά σου λάθη γνωρίζοντας πώς θα είναι πάντα εκεί.

Ο αγράμματος είναι άξιος. Πιάνουν τα χέρια του. Κάνει δουλειές χωρίς να βαρυγκωμά, προσφέρει έργο όπου χρειάζεται, χαμογελά δυνατά και κλαίει βουβά. Δε θέλει να γίνεται βάρος στους δικούς του αλλά βρίσκεται κοντά ακόμη κι όταν είναι μακριά.

Ο αγράμματος άνθρωπος μπορεί να μην έμαθε μαθηματικά αλλά είναι δίκαιος στις συναλλαγές του. Μπορεί να μην ξέρει καλούς τρόπους αλλά το σπίτι του είναι πάντα ανοιχτό. Μπορεί να μην έγινε δάσκαλος αλλά ποτέ δε σήκωσε χέρι στα παιδιά του. Μπορεί να μη γύρισε όλο τον κόσμο αλλά μάζεψε σοφία από τις πιο μικρές στιγμές της ζωής του.

Ο δικός μου αγράμματος άνθρωπος ήταν πολύ πιο μορφωμένος από πολλούς γραμματιζούμενους εκεί έξω. Είχε παιδεία. Όχι πτυχία.

mindthetrap.gr

Για τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων.. -Ακούω την αγάπη..

Κάθε που έφευγαν οι γιορτές και όλες εκείνες οι μεγάλες – λαμπερές ημέρες και νύχτες, επέστρεφε ο Ρόρυ, ο Τσάρλς.. όλη η συνομοταξία των τρελάκηδων. Είχαν πάντοτε κάτι να πουν, σε έβαζαν στην διαδικασία να τους διαβάσεις, να τους ακούσεις, δεν περνούσαν στα τυφλά όπως οι λαμπερές ημέρες. Γιατί αυτές οι ημέρες δεν κουβαλούσαν μεγάλες δόσεις πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα είναι πάντοτε καλύτερη συντροφιά, είτε εύκολη, είτε δύσκολη.

Λανθασμένα μάλλον η εισαγωγή έγινε σε χρόνο παρελθοντικό και σε ύφος μυθιστορηματικό. Τα πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα με τις ζωές των ανθρώπων. Με τις ζωές των ανθρώπων. Μάλιστα. Το πιο σημαντικό και το πιο ασήμαντο πράγμα στον κόσμο. Οι γιορτές έφυγαν και έμεινε η μοναξιά. Εξαρτάται βέβαια από τον προσδιορισμό που αποδίδει κανείς στην έννοια της μοναξιάς. Θα έχετε σίγουρα διαβάσει επ’ αυτού δεκάδες αναλύσεις στο αχανές περιβάλλον του ίντερνετ. Ουσιαστικά όμως και για να μάθετε μια ακόμη αλήθεια, η μοναξία είναι συνώνυμο της ανθρώπινης ύπαρξης. Σκεφτείτε το.

Αλλαξε ο χρόνος και δεν είμαστε πλέον παιδιά. Από μόνο του αυτό αποτελεί μια κακή και μια καλή είδηση την ίδια ακριβώς στιγμή. Πρώτον κάθε χρόνος που τελειώνει, αφού έχουμε θέσει τέτοια όρια από καταβολής κόσμου ή έστω μερικές χιλιάδες έτη αργότερα, κουβαλάει μέσα του ιστορίες. Δικές μας ιστορίες ζωντανές ή πεθαμένες. Αν είναι ζωντανές πάει καλά. Αν όχι, δεν πάει καλά. Περνούν στο υποσυνείδητο και σε ταλαιπωρούν, σου ρίχνουν βάρος, κάθε τόσο και λίγο παραπάνω. Δεν είναι ωραία φάση οι πεθαμένες ιστορίες. Από την άλλη και στην καλή είδηση τώρα, εφόσον μπορείς να διαβάσεις ετούτες εδώ τις αερολογίες, και εφόσον μπορώ κι εγώ να τις γράφω ακόμη, σημαίνει πως υπάρχουμε. Είναι μάλλον σπουδαία κατάσταση το να υπάρχουμε. Ετσι πιστεύω.

Μερικές νύχτες όπως απόψε αισθάνομαι σαν ξωτικό. Ότι δεν έχω καμία σχέση με όλο αυτό που αντιλαμβάνομαι, ότι δεν πέρασα ποτέ από εδώ. Ίσως ότι δεν υπήρξα ποτέ. Το ξέρω δεν είναι λογικό, όμως τι άληθεια είναι λογική; Το έχουμε προσδιορίσει; Τα χρόνια φεύγουν γρηγορότερα από τον Γιουσεϊν Μπολτ σε κατοστάρι και δεν έχω μάθει ακόμη τι μένει. Θα ήταν σημαντική η στιγμή που θα μάθαινα κάτι τέτοιο.

Κάποτε πίστευα στην υστεροφημία. Πως αυτή η ζωή είναι ένα πέρασμα και πως πρέπει να γίνει άψογα. Να καταφέρεις να αφήσεις το στίγμα σου στους επόμενους, με κάποιον τρόπο να το καταφέρεις. Τώρα ξέρω πως τίποτα τέτοιο δεν είναι απαραίτητο. Τίποτα ίσως δεν είναι περισσότερο απαραίτητο από το να μπορείς να χαμογελάς λιγάκι. Να χαμογελάς και να κάνεις και τους γύρω σου να αισθάνονται το ίδιο. Όποιους και ότι υπάρχει γύρω σου. Άνθρωποι και πράγματα. “Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων” έγραφε κάποτε ο μεγάλος Κώστας Καρυωτάκης. Ακριβώς, θα συμφωνήσω μαζί σου απίθανε ποιητή. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο και δεν θα υπάρξει ποτέ. .

 

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας

Το μόνο που ξέρω είναι ότι σπατάλησα όλα αυτά τα χρόνια αναζητώντας κάτι..

“Το μόνο που ξέρω είναι ότι σπατάλησα όλα αυτά τα χρόνια αναζητώντας κάτι, ένα είδος τρόπαιου, το οποίο θα κέρδιζα μόνο εάν έκανα αρκετά πράγματα ώστε να το αξίζω. Αλλά δεν το θέλω αυτό πια, θέλω κάτι άλλο τώρα, κάτι ζεστό και προστατευτικό, κάτι στο οποίο θα μπορώ να στηριχτώ, ανεξάρτητα από το τι κάνω, ανεξάρτητα από το ποιος θα γίνω. Κάτι που θα είναι απλώς εκεί, πάντα, σαν τον ουρανό της αυριανής μέρας. Αυτό είναι που θέλω τώρα και νομίζω ότι αυτό πρέπει να θέλετε και εσείς. Αλλά σύντομα θα είναι πολύ αργά. Θα μας είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουμε. Εάν δεν εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία μας τώρα, μπορεί να μην έρθει άλλη για κανέναν από εμάς”. –

Kazuo Ishiguro, When We Were Orphans

Λίγοι άνθρωποι μπορούν να χαίρονται χωρίς φθόνο για την ευτυχία των φίλων τους

Δεν υπάρχει καλύτερη επένδυση από τη φιλία. Και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τη χρειάζεται στη ζωή του.

Που να μην έχει δώσει κομμάτια του εαυτού του στ’ όνομά της.

Γιατί όταν είναι αληθινή, έχει την ικανότητα να ξεγυμνώνει χαρακτήρες και να γεμίζει ψυχές. Να γίνεται αισθητή ακόμη κι όταν επικρατεί η απόλυτη σιωπή, γιατί πολύ απλά μπορεί να εκφραστεί χωρίς την παρουσία λέξεων.

Aληθινός φίλος λοιπόν, είναι αυτός που χαίρεται μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς του για την ευτυχία σου. Χωρίς να δηλητηριάζεται η ψυχή του από ζήλια και φθόνο. Χωρίς να αποδοκιμάζει τις επιλογές σου και να αμφιβάλλει για όλα όσα έχεις καταφέρει στη ζωή σου. Αυτός ο ξεχωριστός άνθρωπος που πετάει στα ουράνια με τις χαρές σου και πέφτει απ’ τα σύννεφα με τις λύπες σου. Που είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να σε δει να χαμογελάς και να βάλει στη θέση του όποιον τολμήσει να σε κάνει να δακρύσεις.

Δεν έχουν πολλοί το προνόμιο να έχουν δίπλα τους τέτοιους μοναδικούς ανθρώπους. Γιατί είναι όντως δυσεύρετοι. Κι αν έχεις την τύχη να μοιράζεσαι στιγμές και να δημιουργείς αναμνήσεις με φίλους πραγματικούς, μην τους αφήσεις ποτέ να φύγουν απ’ τη ζωή σου. Θα’ ναι πάντα εκεί για να σε ενθαρρύνουν όταν διστάζεις και να σε στηρίζουν όταν χάνεις τη γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Είναι μέρος της ευτυχίας σου, γι’ αυτό και δε θα ζηλέψουν ποτέ την έντασή της.

Ήταν, είναι και θα είναι πάντα δίπλα σου γιατί έχουν ταιριάξει τα κομμάτια σας χωρίς πολλά-πολλά. Έχετε βρει αυτά που σας ενώνουν και δε θ’ αφήσετε ποτέ αυτά που σας χωρίζουν να μπουν στη μέση της φιλίας σας. Συμπληρώνετε με λίγα λόγια, ο ένας τον άλλο και μαζί, είστε ανίκητοι. Κι η φιλία να ξέρεις, γίνεται ακόμη πιο πολύτιμη με το πέρασμα του χρόνου. Γιατί σημαίνει πως αντέχει στη φθορά του και ξεπερνάει με πείσμα κάθε εμπόδιο που εμφανίζεται στο μονοπάτι της. Όποια μορφή κι αν έχει.

Κι είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, οι άνθρωποι που έχουν την ικανότητα να χαίρονται χωρίς ίχνος φθόνου για την ευτυχία των φίλων τους. Να το θυμάσαι όταν επιλέγεις τους ανθρώπους που θέλεις να κρατήσεις στο πλάι σου. Γιατί οι διεφθαρμένοι άνθρωποι είναι πολλοί κι οι μάσκες διαθέσιμες για όποιον τις κάνει κέφι, ακόμη περισσότερες. Ό,τι κι αν έχεις ζήσει, μη γίνεις ένας από αυτούς. Να παραμείνεις ο παλιός, καλός εαυτός σου και πίστεψέ με, αυτοί που έχουν σημασία θα το εκτιμήσουν.

Αν γνωρίζεις λοιπόν για τη θλίψη του φίλου σου, μη διστάσεις να την κάνεις δικιά σου. Να είσαι εκεί και για τις χαρές, αλλά και για τις λύπες του. Και θα σ’ το ανταποδώσει. Θα ξημερωθεί στο πλάι σου, ακούγοντάς σε να ονειροπολείς και να γκρινιάζεις για το παραμικρό. Θα είναι εκεί για να σε ταρακουνήσει όταν είσαι έτοιμος να ξεστρατήσεις και να σε επαναφέρει στο σωστό μονοπάτι. Γι’ αυτό να εμπιστεύεσαι αυτούς που δεν πρέπει να το ζητήσουν. Τους σπουδαίους ανθρώπους που κατάφεραν να εγκατασταθούν στην καρδιά σου και δε θα φύγουν ακόμη κι αν σε μια στιγμή τρέλας και απόγνωσης, τους το ζητήσεις.

Συντάκτης: Έλενα Γεωργίου – pillowfights.gr

“Rock and roll can never die..” Δύο λόγια για τον Δημήτρη και τον Φώτη

Το ροκ εν ρολ δεν γίνεται ποτέ να πεθάνει. Δεν είναι μια απλή καταγεγραμμένη έννοια που δύναται εύκολα να εξηγηθεί. Για να είμαι ειλικρινής έχω καταλήξει πια στην ετυμολογία του. Ροκ είναι κάποιος άνθρωπος που είναι ο εαυτός του, που είναι απλός, που διαφέρει. Άνθρωπος δηλαδή, από εκεί ξεκινούν όλα.  Γιατί η απλότητα έκανε ανέκαθεν την διαφορά. Ροκ δεν είναι μόνο το μουσικό ρεύμα που τόσο επαναστατικά εισχώρησε στην παγκόσμια κοινότητα, αρκετά χρόνια πίσω και τον προηγούμενο αιώνα. Ούτε τα μακριά μαλλιά είναι, ούτε οι ηλεκτρικές κιθάρες από μόνες τους, ούτε το βάπτισμα της μόδας, ούτε η εξέλιξη, ούτε τίποτα.

Ροκ είναι ο Τσαρλς Μπουκόβσκι που απαγγέλει ποιήματα παρέα με δεκάδες μπουκάλια μπύρας δίπλα του σε ένα ψυγειάκι. Απαγγέλει και τα ποιήματά του τρυπάνε στομάχια με τις αλήθειες τους. Είναι ο μουσικός που παίζει με την κιθάρα του κομματάρες μπροστά από τις υπόγειες διαβάσεις του μετρό στην Νέα Υόρκη. Είναι ο υπάλληλος του Δήμου που καθαρίζει την πόλη τα ξημερώματα και γουστάρει την δουλειά του. Ο τυπάκος που βλέπει στον δρόμο ένα σκυλάκι πεινασμένο και του δίνει ένα κομμάτι ψωμί να διασκεδάσει την πείνα του, από το υστέρημά του. Είναι και όλοι όσοι έφτιαξαν αυτή την υπέροχη μουσική που εξέφρασε τελικά την απλότητα. Μεγάλα συγκροτήματα του παρελθόντος και μερικοί ήρωες που ακόμη κρατούν και φτιάχνουν μελωδίες. Το ροκ για να κλείσω ετούτο τον μεγάλο πρόλογο, δεν είναι μια στάμπα πάνω σε μια μπλούζα. Είναι ιδέα και τρόπος ζωής. Κι όπως είπε στην πολυδιασκευασμένη κομματάρα του ο Neil Young.. “rock ‘n’ roll can never die”. Επιτρέψτε μου για το τελευταίο να γουστάρω περισσότερο την live εκτέλεση των Oasis από το Γουέμπλεϊ.

Χθες στο μαγαζί του φίλου μου του Κώστα στο Ξυλόκαστρο έπαιζαν live δύο νεαροί καλλιτέχνες. Δύο κιθάρες, τα ηχητικά και οι σημειώσεις ήταν ολόκληρος ο εξοπλισμός τους. Ο λόγος για τους Δημήτρη Γαλακτόπουλο και Φώτη Πάγκαλο. Ε λοιπόν σας πληροφορώ, πως αυτά τα δύο τυπάκια είναι η αιτία του παραπάνω προλόγου. Και ναι, θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά έμπειρο μουσικά, για να μπορώ να καταλαβαίνω πότε τέτοιοι πρόλογοι μου βγαίνουν εντελώς αυθόρμητα.

Το ροκ που ποτέ δεν πεθαίνει στην χώρα μας κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Είναι η αλήθεια καθώς το βάρος έχει πέσει όπως παρατηρούμε στην “υψηλή” τέχνη του σκυλάδικου. Όμως μέσα στην γενική μουσική κατρακύλα, μπορεί να συναντήσει κανείς φωτεινές εξαιρέσεις. Και στην επαρχία ναι, γιατί όχι; Άλλωστε, όσοι γνωρίζουν καλά τα του ελληνικού εναλλακτικού πενταγράμμου, οι μουσικές επαναστάσεις στο είδος ξεκινούσαν πάντα από την επαρχία.

Δηλώνω φαν του δίδυμου λοιπόν έπειτα από το χθεσινό live που είχα την τύχη να παρευρεθώ. Δηλωνώ επίσης υπερήφανος που πρόκειται για Ξυλοκαστρινούς. Αξίζουν μπράβο βέβαια και στα παιδιά που δίνουν την ευκαιρία για τέτοια events στα καταστήματά τους. Αλλά όταν είσαι τόσο νέος και μπορείς να παρουσιάσεις τόσο καλά πράγματα, με άνεση κιόλας, τότε έχεις πολλά να προσφέρεις στον παρόν και το μέλλον.

Δύο ακουστικές κιθάρες, μια τρομερή φωνή (Δημήτρης Γαλακτόπουλος) κι ένας μάγκας μουσικός (Φώτης Πάγκαλος), ένα μεγάλο και πλούσιο ρεπερτόριο από την εγχώρια και ξένη ροκ σκηνή, φοβερό κέφι και διάθεση, είναι τα συστατικά της επιτυχίας. Κι όμως, με μια κιθάρα φίλοι μου, μπορεί να φτιάξεις σπουδαία πράγματα. Με μια κιθάρα.

Όπου πετυχαίνετε αυτά τα παιδιά να πηγαίνετε να τα ακούσετε. Αξίζουν, χωρίς περισσότερα λόγια. 

 

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας

Καλημέρα Ξυλόκαστρο, είναι 2018! Πρωϊνό ξύπνημα, περπάτημα, φωτογραφίες..

Σε λίγο θα φώτιζε, γύρισα να κοιτάξω το ρολόϊ δίπλα στο κομοδίνο, η ώρα μόλις έξι και μισή. Η πρώτη ημέρα του χρόνου παρότι ξεκίνησε με ένα δυνατό ξενύχτι, εορταστικό και χαρούμενο, δεν κατάφερε να διώξει από πάνω μου την δύναμη της συνήθειας, κι έτσι, ως γνήσιος εραστής – θέλοντας και μη- του πρωϊνού ξυπνήματος, “πετάχτηκα στο ταβάνι”.

Είναι η πρώτη ημέρα του χρόνου διάολε, τι καλύτερο από μια πρωϊνή βόλτα στην πόλη μου, αυτή την ώρα θα είναι άδεια, όλοι κοιμούνται έπειτα από το βραδινό γλεντάκι. Κάτσε να πάρω και την φωτογραφική μαζί, θα περπατήσω στα μέρη που αγαπώ περισσότερο από πιτσιρικάς, ευκαιρία είναι.

Βγήκα στον δρόμο κουκουλωμένος και τραγουδούσα το κλασικό τραγούδι για την περίσταση, εκείνο από την μεγαλύτερη μπάντα όλων των εποχών, να ετούτο..

Αισθανόμουν να πετάω…

Η βόλτα μου είχε αρκετές φωτογραφίες. Μα πριν σας τις παρουσιάσω, να πω πως στην παραδίπλα γειτονιά από το σπίτι μου, ο κυρ – Χρήστος είχε ήδη σηκωθεί κι αυτός να πιεί το καφεδάκι του. Από το ραδιόφωνο έπαιζε αυτό:

-Καλημέρα Σταθάκη, καλή χρονιά!

Καλημέρα κυρ- Χρήστο, επίσης, ωραία τραγούδια ακούς σήμερα απάντησα.. Κι έφυγα!

Οι πόλεις λοιπόν, για να μην σας κουράσω περισσότερο και για να δείτε τις φώτο που τράβηξα, οι πόλεις είναι οι άνθρωποι. Μέσα στον χρόνο όμως μαζί με τον άνθρωπο, τα πράγματα, οι δρόμοι, τα παλιά σπίτια, τα αυτοκίνητα, η αλμύρα, παίρνουν ψυχή και είναι σαν να το βλέπει κανείς.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, αυτή την πόλη την αγαπάω με λόγο και χωρίς.

Καλημέρα σε όλους, καλή χρονιά με χαμόγελο και υγεία!

Γράφει ο Στάθης Ντάγκας

Φωτογραφίες: Στάθης Ντάγκας

©revista.gr – Ιανουάριος 2018

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την αναγραφή της πηγής.

Πρόσφυγες

Στο πατρικό μου σπίτι, ακούγαμε με τη μάνα μου την είδηση για την «κλοπή» στο θερμοκήπιο και μου αφηγήθηκε τα παρακάτω:

«Εκείνη τη Μεγαλοβδομάδα δεν ετρώαμε σχεδόν τίποτα.
Ούτε χόρτα δεν ήβρισκες, ο κόσμος από την πείνα, τα χωράφια και τα βουνά τάχενε γδάρει.
Ο κύρης μου είχε ένα πρώτο αξάδερφο καλόγερο στους Αγιούς Πατέρες κι από νωρίς το πρωί της ΜεγαλοΔευτέρας, ήφυγε από τον Κοφινά με τα πόδια για να του ζητήσει βοήθεια.
Εκείνος τον πήρε μέσα στο μοναστήρι και τούδωκε κρυφά να φάει μια φουχτιά αμύγδαλα και άλλη μια ξερά σύκα.
Ο κύρης μου τάβαλε στην τσέπη του κι ο αξάδελφος του λέει, όχι εδωνά θα τα φάς.
Βρέ αδερφέ πεθαίνουνε τα παιδιά μου από την πείνα, του λέει εκείνος, όχι του λέει εδωνά θα τα φάς για δώκεμουτα πίσω.
Ο πατέρας μου ήδειασε τις τσέπες του κι από τότε πήγαινε να λειτουργηθεί, μόνο στο Λωβοκομείο στον Αγιο Λάζαρο, στους Αγιούς Πατέρες που αγαπούσε δεν ξαναπάτησε.
Τα μεγάλα μου τα αδέρφια είχανε πάει κι εκείνα στις Σκαρυές, μπας και βρούνε τίποτα τρόφιμα να ανταλλάξουνε με πράματα του σπιτιού μας και με πλάκες σαπούνι, μα εγυρίσανε με άδεια χέρια.
Τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ, εγώ καθόμουνα σε ένα παγκετάκι κι ήβλεπα τη μάννα μου που ψευτομαγείρευε κάτι νερόβραστες λαχανίδες.
Την ώρα εκείνη ήνιωσα μια ζάλη, σα να μέπαιρνε ο ύπνος και μετά άκουσα τη μάννα μου να φωνάζει του πατέρα μου, Κοσμά το Μαρικάκι μας, το χάνομε το παιδί μας.
Εκείνος ήτρεξε σα το λολό δίπλα στη θεία Ελένη και της λέει χάνω το παιδί μου το Μαρικάκι μου, μια μπουκιά φαγάκι μόνο αν σας βρίσκεται.
Ήτανε πολύ περήφανος άθρωπος και μετά απο χρόνια που το λέγαμε, ακόμα εντρεπούντανε και βούρκωνε, μα ήθελε να σώσει το παιδί του.
Του δώκανε μια φουχτίτσα κουκιά και μια δαχτυλήθρα λάδι κι ήρτενε σα να βαστούσε θησαυρό στα χέρια του.
Τα ρίξανε στο βραστό νερό με τις λαχανίδες και όσο επεριμένανε να βράσουνε, εγώ πάλι ελιποθύμισα και μου δώκανε τα κουκιά μισοψημένα στο στόμα και λίγο λαδάκι μαζί για να μην πεθάνω.
Την άλλη μέρα ο πατέρας μου ξημερώματα πήρε τη ραπτομηχανή της μάννας μου «τη κορούλα της», έτσι την έλεγε, να πα να την πουλήσει.
Η μάννα μου την ξεπροβόδισε βουβή και κλαμένη σα νάτανε άνθρωπος.

Το μεσημέρι εγύρισε όλο προφυλάξεις, με ένα μικρό τσουβαλάκι στην πλάτη που βιαστικά τόχωσε κάτω από το κρεββάτι τος.
Την αντάλλαξε για εφτά οκάδες ψίχα αμύγδαλο.
Αγγελική, της λέει, εδώ θα πεθάνομε όλοι από την πείνα, ετοίμασε τα παιδιά ετοιμάσου κι εσύ να πάρομε κατά τα μάτια μας.
Όλη τη Μεγάλη Πέμπτη ετοιμαζούμεστε, καθαρίσαμε το σπίτι, εκάμαμε μπογαλάκια ότι μπορούσε να κουβαληθεί και πήαμε το βράδυ στην εκκλησία, να δούμε το Χριστό που σταυρώνονταν.
Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί κλείσαμε το σπίτι μας, ρίξαμε τους μπόγους στη πλάτη, η μάννα μου πήρε αγκαλιά το μωρό μας το Ερηνάκι και ξεκινήσαμε.
Από το ξετσούμπι στου Γιοβάνη το αντικρίσαμε για τελευταία φορά, χωρίς να ξέρομε πότε κι αν θα το ξαναβλέπαμε.
Ο κύρης μας είπε πως πάμε σε ένα μοναστήρι που το λένε Μερσινίδι κι ότι να βιαστούμε να φτάσομε πρι να νυχτώσει, για να κοιμηθούμε εκεί.
Εγώ κατά το απογεματάκι πάλι ήπιασα να ζαλίζομαι και να χάνομαι κι ο πατέρας μου άνοιξε το τσουβαλάκι που είχε κρυμμένο κι ήδωκε αμύγδαλα της μάννας μου.
Εκείνη μου μάσησε μερικά και μουτάβαλε στο στόμα και ήπια και λίγο νεράκι και σηκώθηκα πάλι.
Είδανε τα αμύγδαλα και τα αδέρφια μου και θέλανε και κείνα, μα τος λέει ο πατέρας, κάμετε κουράγιο γιατί τα αμύγδαλα είναι η σωτηρία μας, η πληρωμή του ψαρά για να μας πα απέναντι στην Τουρκία να γλιτώσομε.
Εκείνα παρακαλούσανε και τος μοίρασε από πέντε έξη στο καθένα να μην του γκρινιάζουνε.
Όταν μούχρωνε πιά εφτάσαμε στο Μερσινίδι κι όπως είμαστε κατάκοποι και πεινασμένοι στρώσαμε στην αυλή κουβέρτες για να κοιμηθούμε μαζί με άλλους αθρώπους.
Όμως το μωρό ήκλαιε συνέχεια, η μάννα μου τόβαζε στο βυζί, από την πείνα όμως δεν κατήβαζε γάλα και το μωρό δεν ήβρισκε να πιεί.
Οι άλλοι αθρώποι επαραπονιούντανε κι ηλέανε της μάννας μου να το συχάσει για να μη μας προδώκει όλους.
Πρίν το ξημέρωμα μας ξυπνά ο πατέρας μου, σηκωθείτε λέει γρήγορα γιατί μια καλόγρια μούπε ότι μας καταδώκανε, θάρτουνε Γερμανοί στο μοναστήρι για να το ψάξουνε.
Μαζευτήκαμε μάνι-μάνι κι επιάσαμε ένα δρόμο ανηφορικό, νύχτα ώρα ακόμα, να σκοντοβολούμε για να πάμε στη Λαγκάδα, που εκεί θα μας περίμενε ο βαρκάρης για να μας περάσει απέναντι.
Αργά το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, με πολύ κόπο και τη πείνα να μας θερίζει, φτάσαμε στη Λαγκάδα και κρυφτήκαμε σε μια εκκλησούλα εγώ η μάννα μου και τα πέντε αδέρφια μου.

Ο μπαμπάς μου πήαινε να βρεί να κανονίσουνε με το ψαρά πότε να έρτει να μας πάρει.
Εμείς γυρίζαμε γύρω από το τσουβάλι με τα μύγδαλα σα τις μέλισσες στο μέλι και επαρακαλούσαμε τη μάννα μας να μας δώκει από ένα.
Εκείνη ήκλαιγε και μας ήδιωχνε, κάνετε βρε λίγη υπομονή κι άμα ο άθρωπος τα βρεί λειψά στο ζύγι, δε θα μας πάει στη Τουρκία.
Κατά το απόγεμα ελύγισε πια και μας μοίρασε από δυο τρείς φουχτιές, μόνο τσιμουδιά μας λε στο πατέρα.
Μόλις έδυσε ο ήλιος να ο μπαμπάς μου και μας λέει μαζέψτε τα και θα πάμε στον Άγιο Σίδερο να φύγομε από κεί, γιατί τον άθρωπο το κυνηγούνε οι χωριανοί του γιατί λένε πως δε πά εκείνους στη Τουρκία και πά άλλους.
Εμείς επιάσαμε τα κλάματα γιατί άλλο δεν αντέχαμε να πορπατήσομε, μα τι να κάναμε τα μαζέψαμε κακήν κακώς και ξανά πάλι στο δρόμο.
Φτάσαμε στον Άγιο Σίδερο νύχτα πιά και περιμέναμε πάλι κρυμμένοι σε κάτι βράχια.
Σε λιγάκι να ο μπαμπάς μονάχος με το τσουβαλάκι στο χέρι.
Τι είναι χριστιανέ μου, του κάμνει η μάννα μου; Τάβρενε λειψά τα αμύγδαλα στο ζύγι και δε θέ να μας πα.
Εσηκώθηκε τότε η κυρά Αγγελικώ αφιονισμένη, πήρε τα αμύγδαλα από τα χέρια του μπαμπά μου κι ετρέξαμε όλοι από πίσω της.
Ο ψαράς τοιμαζότανε για να γυρίσει στο χωριό κι άμα μας είδε όλους μαζί να τρέχομε απάνω του ετρόμαξε.
Τον ήπιασε η μάννα μου, άθρωπος βρε του λέει δεν είσαι σύ, παιδιά δεν έχεις, το πόνο δε το ξέρεις ,για πέντε αμύγδαλα θα μας αφήκεις να πεθάνομε το βαστά η καρδιά σου;
Εκείνος της λέγει άλλα συμφωνήσαμε κυρά μου, κι εγώ έχω παιδιά και θέλω να τα ζήσω κι άμα με πιάσει η καταδίωξη με σας, στο τοίχο θα με στήσουνε οι Γερμανοί, το κεφάλι μου παίζω.
Η μάννα μου ήπιασε να γόζεται, να κλαι και να σουρομαδιέται, θα μας πας του φώναζε, σπλαχνίσου τα παιδιά, πάρε μόνο τα παιδιά κι άσε εμάς εδώ, γλίτωσέ μας, θα πεθάνουνε όλα δε τα λυπάσαι;
Ήπεσε στα πόδια του μπροστά και του βαστούσε τα γόνατα κι πατέρας τη τραβούσε από τη μέση και τη παρακαλούσε να σηκωθεί.
Στο τέλος ο ψαράς ελύγισε και μας ήβαλε σε ένα βαρκάκι που χωρούσανε δυο, άντε τρεις αθρώποι, εμείς ήμπαμε εφτά, με το μωρό οχτώ.
Ήκατσε στο κουπί και σιγά-σιγά ανοιχτήκαμε και βλέπαμε πίσω μας κάτι φωτάκια στη στεριά ίσα που φέγγανε, ο ένας πάνω στον άλλο γιατί κρυώναμε, μα και το βαρκάκι ίσα που μας χωρούσε.
Άμα κουραζότανε ο ψαράς το κουπί τόπιανε ο κύρης μου και μετά αλλάζανε πάλι.
Στα μισά του μπουγαζιού ήβαλε να φυσά και το βαρκάκι που ήτανε μέχρι τα μπούνια φορτωμένο ήπιασε να κάμνει νερά.
Ο ψαράς μας ήδωκε κάτι τενεκεδάκια από κονσέρβες και κουρέλια και πιάσαμε όλοι μαζί να βγάζομε θάλασσα.
Όλο το βράδυ αυτή η δουλειά, είμαστε όλοι μούσκεμα και τρέμαμε κι ο αέρας και το κύμα δε θέλανε να πέσουνε.
Η μάννα μου ήκαμνε τη προσευχή της κι ήλεγε, καλέ Χριστέ μου που σήμερα αναστήθηκες, σώσε εμάς και τα παιδάκια μας, κάμε να πατήσομε χώμα και θα ανάβω τα καντήλια στον Άγιο Μαθαίο όσο ζώ.
Τα ξημερώματα πιά είδαμε κοντά μας μια στεριά, μια μικρή παραλία ήτανε, που στο τελείωμα της πρασινίζανε συκιές και ελιές.
Βγήκαμε από τη βάρκα τουρτουρίζοντας και φιλούσαμε το χώμα και η μάννα μας ήβαλε να ψάλλομε όλοι μαζί το Χριστός Ανέστη. Μετά ο ψαράς ήβγαλε ένα μικρό σακκούλι με αμύγδαλα και μας τα μοίρασε κι ο πατέρας ήναψε μια μικρή φωτιά να στεγνώσομε τα ρούχα μας.

Τσαντιρώσαμε όξω από το Τσεσμέ για μερικές μέρες και μετά ήρθανε και μας πήρανε για τους κλιβάνους, που μας κλιβανίσανε τα ρούχα μας και μετά επλύνανε κι εμάς ,για να μπούμε στο τραίνο.
Στο τραίνο όταν εμπήκαμε μας μοιράσανε ψωμί κι ελιές και γώ θυμούμαι που όλοι κλαίγαμε και φιλούσαμε το ψωμάκι, γιατί είχαμε μήνες να το φάμε.
Μετά από μέρες εφτάσαμε σε ένα σταθμό μας περιμένανε με μεγάλα καζάνια, πούχανε βρασμένα κάτι ωραία αφράτα ροβύθια, που πλέανε στο λαδάκι και ψωμί να φάμε όσο θέμε.
Μας δώκανε και χουρμάδες που εγώ εν είχα ξαναφάει και καταγλυκάθηκα.
Ρώτησα το κύρη μου ποιο μέρος είναι τούτο και μούπενε.
Χαλέπι παιδί μου το λένε, Χαλέπι, στη Συρία είμαστε, σωθήκαμε».

Γράφει ο Κοσμάς Τσόλας

Πηγή: aplotaria.gr

Το ολέθριο τίμημα που πληρώνουμε για να μυρίζουν όμορφα τα ρούχα μας

Χρησιμοποιείτε μαλακτικό ρούχων; Αν η απάντησή είναι ναι, τότε θα απογοητευτείτε, γιατί θα διαπιστώσετε ότι πληρώνετε υψηλό τίμημα για να μυρίζουν όμορφα τα ρούχα σας. Όλοι γνωρίζουμε ότι οι διαφημίσεις μαλακτικών ρούχων συχνά απεικονίζουν μια εικόνα άνεσης, φρεσκάδας και γλυκύτητας. Όμως, η πραγματική και άσχημη αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα μαλακτικά υφασμάτων περιλαμβάνουν έναν μακρύ κατάλογο γνωστών τοξινών και χημικών ουσιών, οι οποίες μπορούν να εισχωρούν στο σώμα σας μέσα από το δέρμα, αλλά και μέσω της εισπνοής, προκαλώντας ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων υγείας, ιδιαίτερα στα μικρά παιδιά. Τα μαλακτικά ρούχων αποτελούνται από ολέθριο συνδυασμό χημικών ουσιών και βαριάς δόσης αρώματος.

Τα αρωματικά χημικά είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αφαιρεθούν, επειδή έχουν σχεδιαστεί να προσκολλώνται στο ύφασμα έτσι ώστε το άρωμα να μένει στα ρούχα. Αυτό ονομάζεται «ουσιαστικότητα αρώματος», το οποίο περιγράφει το πόσο καιρό ένα άρωμα διαρκεί επί μία συγκεκριμένη επιφάνεια και πώς επηρεάζεται από τη θερμοκρασία, την υγρασία και άλλες συνθήκες.

Αυτά είναι τα πιο κοινά τοξικά χημικά, τα οποία βρίσκονται σε όλα τα μαλακτικά ρούχων:

Α-τερπινεόλη: αυτό είναι ένα επικίνδυνο τοξικό χημικό, το οποίο μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα υγείας, όπως: ζάλη, πονοκεφάλους, πείνα, απώλεια μνήμης, μούδιασμα στο πρόσωπο, πόνο στον αυχένα και στην σπονδυλική στήλη.

Βενζυλικό Οξικό Άλας: είναι μια τοξική ουσία, η οποία έχει συνδεθεί με τον καρκίνο του παγκρέατος. Οι αναθυμιάσεις μπορούν να προκαλέσουν ερεθισμό στα μάτια και στο αναπνευστικό και η ουσία αυτή μπορεί επίσης να απορροφηθεί και από το δέρμα.

Βενζυλική Aλκοόλη: H βενζυλική αλκοόλη μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα υγείας, όπως: διαταραχές του κεντρικού νευρικού συστήματος, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετος, ζάλη και δραματική μείωση της αρτηριακής πίεσης.

Χλωροφόρμιο: Είναι μία ισχυρή καρκινογόνος νευροτοξίνη και μπορεί να προκαλέσει πολλά προβλήματα υγείας, όπως: απώλεια της συνείδησης, ναυτία, κεφαλαλγία, έμετο, ή/και ζάλη, υπνηλία.

Λιναλοόλη: Eίναι ένα ναρκωτικό, το οποίο είναι γνωστό ότι προκαλεί αναπνευστικά προβλήματα και τη λεγόμενη «απώλεια συντονισμού των μυών». Για το λόγο αυτό θα πρέπει να αποφεύγετε τα μαλακτικά ρούχων, και να χρησιμοποιείτε φυσικές εναλλακτικές λύσεις που είναι ασφαλέστερες και πιο αποτελεσματικές.

Φτιάξτε σπιτικό μαλακτικό ρούχων με αιθέρια έλαια:

Υλικά: 1 λίτρο νερό Μισό λίτρο άσπρο ξύδι 250 γρ. σόδα μαγειρικής 20 σταγόνες αιθέριο έλαιο (γεράνι ή λεβάντα ή tea tree ή λεμόνι ή ευκάλυπτο ή πράσινο μήλο ή ότι άλλο προτιμάτε ) – βάλτε περισσότερες σταγόνες αν θέλετε πιό δυνατή μυρωδιά. Οδηγίες παρασκευής: Μέσα σε ένα δοχείο, στο νεροχύτη της κουζίνας, αναμίξτε σιγά σιγά όλα τα υλικά. Το μείγμα θα αφρίσει και στη συνέχεια θα κατακάτσει. Χύστε το μέσα σε ένα πλαστικό μπουκάλι με καπάκι. Προσθέτετε 1/4 κούπας (60 ml) μίγματος στο τελευταίο ξέβγαλμα ή τοποθετήστε το από την αρχή στην υποδοχή του μαλακτικού στο πλυντήριό σας. Τέλος να τονίσω οτι το ξύδι λειτουργεί και ως αποσκληρυντής του νερού αλλά και καθαρίζει το πλυντήριο μας απο άλατα και υπολείμματα σαπουνιών παλαιότερων πλύσεων! Μαζί με την σόδα είναι ότι καλύτερο για την απολύμανση και τον καθαρισμό του πλυντηρίου!!!

Μην ξεχνάτε να ανακατεύετε καλά πριν κάθε χρήση Και μην ξεχνάτε περιβαλλόμαστε από απίστευτο αριθμό χημικών ακόμη και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, πράγμα που είναι φυσικό και επόμενο να έχει πολύ δυσάρεστες συνέπειες για την υγιεία μας

Πηγή: healthylifetricks.com Επιμέλεια/Απόδοση: AdRianna Gkika για τα proionta-tis-fisis.com

Star Wars: The Last Jedi ~ Κριτική ταινίας

Έτος: 2017

Σκηνοθεσία: Rian Johnson

Πρωταγωνιστούν: Mark Hamill, Carrie Fisher, Adam Driver, Daisy Ridley

Διάρκεια: 2ω 32λ

 

Το The Last Jedi είναι το 8ο επεισόδιο της πασίγνωστης κινηματογραφικής σειράς επιστημονικής φαντασίας Star Wars, η οποία ξεκίνησε το 1977, από τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη George Lucas, με την ταινία Star Wars, όπου αργότερα έφερε τον τίτλο Star Wars: Episode IV – A New Hope. Το όραμά του πέρασε από έναν Γολγοθά ατυχιών και έλλειψης υποστήριξης από το studio, μιας και κανείς δεν πίστευε ότι θα πετύχει. Προβλήθηκε σε λιγοστούς κινηματογράφους αλλά αυτό δεν εμπόδισε την τεράστια επιτυχία του.

Εξελίχτηκε σε κινηματογραφικό και εμπορικό φαινόμενο, ενώ ενέπνευσε δυο συνέχειες, τα Episode V – The Empire Strikes Back (1980) και Episode VI – Return of the Jedi (1983), μια prequel τριλογία με τα Episode I – The Phantom Menace (1999), Episode II – Attack of the Clones (2002) και Episode III – Revenge of the Sith, video games, animation σειρές, βιβλία και comics. Το 2015 ξεκίνησε μια νέα τριλογία, συνέχεια της ιστορίας της πρώτης, με τίτλο Star Wars: Episode VII – The Force Awakens, η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία, αν και το σενάριό της είχε αντιγράψει σε μεγάλο βαθμό αυτό του Episode IV. Το 2016 κυκλοφόρησε το Rogue One, το οποίο διαδραματίζεται ανάμεσα στα Episode III και Episode IV, εξηγώντας κάποια σημαντικά πράγματα που προκαλούσαν απορίες για το Episode IV, με αποτέλεσμα να είναι μια σημαντική ταινία και όχι μια απόπειρα εμπορικής εκμετάλλευσης του ονόματος Star Wars.

Και έρχεται το πολυαναμενόμενο The Last Jedi, σε σενάριο και σκηνοθεσία του ανερχόμενου Rian Johnson, το οποίο καταφέρνει να γίνει ένα από τα καλύτερα του franchise. Το Πρώτο Τάγμα κυνηγά τα σκάφη των επαναστατών, οι οποίοι, λιγοστοί πια, προσπαθούν να διαφύγουν. Η Rey βρίσκεται στο νησί Ahch-To με τον Luke Skywalker, προσπαθώντας να τον πείσει να την εκπαιδεύσει, ενώ αυτή ταυτόχρονα επικοινωνεί με τον Kylo Ren μέσω τηλεπαθητικών οραμάτων.

Το σενάριο είναι πολύ καλό με ωραίες ιδέες και ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις με μετριασμένο, καλό και έξυπνο χιούμορ, ενώ εμβαθύνει και στους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, κυρίως του Luke και του Kylo Ren. Πρωτοτυπεί, αποκαλύπτοντας καινούρια και σημαντικά πράγματα, όχι μόνο για την ίδια την ταινία αλλά και το γενικότερο κινηματογραφικό σύμπαν του Star Wars, που δεν έχουν ξαναδείξει οι παλαιότερες ταινίες. Η πλοκή χωρίζεται σε δύο ιστορίες, αυτή των επαναστατών που καταδιώκονται από το Πρώτο Τάγμα και αυτήν της Rey, του Luke και του Kylo Ren, που εκτυλίσσονται παράλληλα και δένουν αρμονικά όλο και περισσότερο όσο η ταινία πλησιάζει στο τέλος της, ώστε να οδηγήσουν σε ένα αρμονικό, έξυπνο και εξαιρετικό αποκορύφωμα.

Η ιστορία των επαναστατών δεν διαφέρει σαν γενική ιδέα από τις υπόλοιπες που έχουμε δει παλαιότερα, παρόλα αυτά έχει κάποια αρκετά ενδιαφέρουσα και καινούρια στοιχεία σχετικά με τους χαρακτήρες της. Η ιστορία της Rey και του Luke είναι αυτή που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς εκεί συναντώνται και οι περισσότερες πρωτοτυπίες που προανέφερα. Η σκηνοθεσία εξαιρετική. Η ικανότητα του Rian Johnson φαίνεται από την πρώτη κιόλας σκηνή δράσης, με τα όμορφα και σχετικά σταθερά πλάνα του.

Η κάμερα εστιάζει σε σημαντικά πράγματα με ουσία και νόημα, καθοδηγώντας σωστά το μάτι του θεατή. Προσφέρει πολλές αξιοθαύμαστες και εντυπωσιακές σκηνές με σταθερά και μακρινά πλάνα, δημιουργώντας όμορφες, καλλιτεχνικές, στιγμιαίες εικόνες με εντυπωσιακά χρώματα, κυρίως στο τέλος, ενώ υπάρχει μια η οποία πραγματικά κλέβει την παράσταση. Πολύ καλή φωτογραφία που ταιριάζει άψογα με τον τόνο της ταινίας και βοηθάει με τα χρώματα, αλλά και το φως, στην δημιουργία των εξαιρετικών προαναφερθέντων εικόνων.

Βαθιές και συναισθηματικές ερμηνείες κυρίως από τους Mark Hamill (Luke Skywalker), Adam Driver (Kylo Ren) και Daisy Ridley (Rey). Ο Andy Serkis (Snoke) για άλλη μια φορά ζωντανεύει με μεγάλη επιτυχία έναν CGI χαρακτήρα. Εξαιρετικοί και οι Carie Fisher (Leia Organa) και John Boyega (Fin). Η μουσική καταπληκτική και κλασική όπως πάντα από τον θρύλο John Williams, ενώ τα πρακτικά εφέ και το CGI είναι εξαιρετικά.

Το The Last Jedi είναι ένα καλλιτεχνικό υπερθέαμα, ένα στολίδι για τη σειρά Star Wars αλλά και μια προσωπική επιτυχία του Rian Johnson. Μια ταινία που έχει να προσφέρει πολλά σε όλες τις κατηγορίες της και δεν χρησιμοποιεί το όνομά της μόνο και μόνο για να τραβήξει τον κόσμο στις αίθουσες. Άξιο απορίας οι αρκετές αρνητικές αντιδράσεις του κοινού.

Κριτική: 9/10

Γράφει ο Δημήτρης Αδαλάκης