Το πλιάτσικο και η κατάρρευση της αγοράς
Θα ήθελα να κάνω μια παρέκβαση, για να σας ζητήσω να θυμηθείτε πώς μια ευημερούσα και εργατική πόλη, σχεδόν… χωρίς εξωτερικές αλλαγές, έγινε το κατοικητήριο ορδών από άπορους, λιμοκτονούντες ανθρώπους», έγραφε ο Μπέρτον Μπέρυ, Αμερικανός διπλωμάτης στην Αθήνα. «Φυσικά η απάντηση είναι ο γερμανικός στρατός κατοχής».
Ο στρατός έδειχνε υποσιτισμένος, κουρασμένος, ακόμη και «στα πρόθυρα της λιμοκτονίας», όταν πρωτόφτασε. Παρόλο που η Κατοχή συνεχιζόταν χωρίς ιδιαίτερη βία, οι στρατιώτες έπαιρναν τρόφιμα και επίτασσαν ό,τι ήθελαν. «Οι Γερμανοί ζουν τελευταία με έξοδα της χώρας», έγραψε ένας πληροφοριοδότης που έφυγε τον Ιούλιο. «Δεν έφεραν μαζί τους τρόφιμα για τους άνδρες ούτε και χώρους συσσιτίου. Οι άνδρες απλούστατα έτρωγαν σε εστιατόρια. Οι μονάδες δεν κοιμόνταν σε στρατόπεδα, για να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς, αλλά σε σπίτια ιδιωτών.
Πολλά απ’ αυτά διαρπάχθηκαν εξ ολοκλήρου». Είχαν αναφερθεί Γερμανοί στρατιώτες που σταματούσαν διαβάτες στην πλατεία Ομονοίας και απαιτούσαν να τους δώσουν τα ρολόγια και τα χρυσαφικά τους. Ένας Έλληνας λιμενικός επέστρεψε στο γραφείο του λίγες εβδομάδες αφότου είχε αρχίσει η Κατοχή και διαπίστωσε πως «δεν έχει μείνει τίποτα στο παλιό μου γραφείο. Οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμεύσει στις γερμανικές αρχές, γραφεία, καρέκλες, χρηματοκιβώτια κ.λπ., είχε παρθεί απ’ αυτούς. Τα υπόλοιπα είχαν καταστραφεί ή χρησιμοποιηθεί για καυσόξυλα».
Όταν η Βέρμαχτ μπήκε στην Ελλάδα, μια σειρά από νίκες σε όλη την Ευρώπη είχε δώσει στο στρατό μια αίσθηση ότι ήταν σχεδόν υπεράνθρωπα ακατανίκητοι. Η συμπεριφορά τους άφηνε ένα νεαρό Αμερικανό στην Αθήνα με το στόμα ανοιχτό. Έγραφε πως το ηθικό και η πειθαρχία είχαν αντικατασταθεί από «μια συντεχνιακή συνειδητοποίηση δύναμης που διαπερνά τον γερμανικό στρατό, από τους στρατηγούς ώς τους ιδιώτες. Όλοι τους φαίνονται να έχουν μια μαζική αίσθηση ακάθεκτης δύναμης (με σχεδόν σαδιστικές αποχρώσεις), η οποία πλάθει μια ψυχολογία που δύσκολα την καταλαβαίνουν οι απέξω». Ο μουσικολόγος Μίνως Δούνιας ήταν απλώς σοκαρισμένος: «Πού είναι η πατροπαράδοτη γερμανική τιμιότητα; Έζησα δεκατρία χρόνια στη Γερμανία και κανείς δεν με εξαπάτησε. Τώρα ξαφνικά με τη “Νέα Τάξη” έχουν όλοι μετατραπεί σε λωποδύτες. Αδειάζουν τα σπίτια απ’ ό,τι τους χτυπήσει στο μάτι. Στο σπίτι του Πιστολάκη έκοψαν από τα μαξιλάρια τα κεντήματα και αφαίρεσαν τα κρητικά κειμήλια από την πολύτιμη συλλογή του σπιτιού. Από τα φτωχόσπιτα της επαρχίας έκλεψαν τα σεντόνια και τις βελέντζες. Από άλλες κατοικίες άρπαξαν ελαιογραφίες και αφαίρεσαν και αυτά ακόμη τα μετάλλινα πόμολα της πόρτας».
Έντονη κριτική στη Βέρμαχτ γινόταν επίσης και από γερμανικές πηγές. Στις 25 Μαΐου ο πληρεξούσιος Άλτενμπουργκ προειδοποιούσε ανήσυχος το Βερολίνο για την «καταστροφική τροφοδοσία» στην Ελλάδα, και έλεγε πως ο στρατός θα έπρεπε να φέρνει τρόφιμα μάλλον στη χώρα παρά να τα παίρνει έξω. Συμφωνούσε με αυτό και μία έκθεση της Άπβερ, η οποία περιέγραφε μια όχι κολακευτική αντίθεση ανάμεσα στους Βρετανούς που είχαν μοιράσει στοκ τροφίμων προτού αποχωρήσουν στους Ιταλούς, οι οποίοι, απ’ ό,τι φαίνεται, μοίραζαν ζυμαρικά και λάδι, και στη Βέρμαχτ που είχε επιδοθεί στην επίταξη κάθε μεταφορικού μέσου και τροφίμου. «Αφού οι γερμανικές δυνάμεις χρειάστηκε να ζήσουν από την ντόπια παραγωγή κατά τη γρήγορη προέλασή τους μέσα στη χώρα», κατέληγε η έκθεση, «πρέπει να χρησιμοποιήσουν [τα αποθέματά τους] για να αποζημιώσουν τους κατοίκους».
Ωστόσο, παράλληλα με το πλιάτσικο των μεμονωμένων στρατιωτών, οι αξιωματικοί του εφοδιασμού προχωρούσαν σε επιτάξεις πολύ μεγαλύτερων ποσοτήτων αγαθών: 25.000 πορτοκάλια, 4.500 λεμόνια και 100.000 τσιγάρα έφυγαν από τη Χίο μέσα στις τρεις πρώτες εβδομάδες της Κατοχής. Το ατμόπλοιο Pierre Luigi, που σαλπάρισε από τον Πειραιά τον Ιούνιο, κουβαλούσε ένα τυπικό φορτίο — εκατοντάδες μπάλες βαμβακερά προϊόντα, λινάρι και σολόδερμα που είχαν κατασχεθεί από ελληνικές αποθήκες για να σταλούν βόρεια, στην Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ. Οι αξιωματικοί του στρατού κατάσχεσαν επίσης αποθέματα σταφίδας, σύκων, ρυζιού και ελαιόλαδου. Ο Αμερικανός Τζέιμς Σέιφερ, στέλεχος πετρελαϊκής εταιρείας που δούλευε στην Ελλάδα, συνόψισε την κατάσταση ως εξής: «Οι Γερμανοί διαρπάζουν με όλες τους τις δυνάμεις, είτε ανοιχτά είτε εξαναγκάζοντας τους Έλληνες να πουλάνε για χαρτονομίσματα χωρίς αξία που εκδίδονται τοπικά».
Τεκμήριο του υψηλού βαθμού σχεδιασμού που υπήρχε πίσω απ’ αυτά τα μέτρα ήταν ότι επιχειρηματίες, συχνά με πείρα του βαλκανικού χώρου, ήταν αποσπασμένοι στο Οικονομικό Επιτελείο της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, από εταιρείες όπως η Κρουπς και η Ι. Γκ. Φάρμπεν. Ο Sonderfuhrer X. Χάινε είχε προσπαθήσει να αποκτήσει πρόσβαση στα αποθέματα χρωμίου των Βαλκανίων για λογαριασμό της Κρουπς προτού ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες. Με τη στολή της Βέρμαχτ τώρα, μπήκε στα γραφεία των ελληνικών μεταλλευτικών επιχειρήσεων και εξασφάλισε διάφορες μακρόχρονες μισθώσεις σε συμφέρουσες τιμές. Ένας άλλος υπάλληλος της Κρουπς έφτιαξε τα συμβόλαια. «Κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1-10 Μαΐου 1941 στην Αθήνα», ανέφερε με ικανοποίηση, «ολόκληρη η παραγωγή των ελληνικών ορυχείων σε πυρίτη, σιδηρομετάλλευμα, χρωμιούχο μετάλλευμα, νικελώδες μετάλλευμα, μαγνήσιο, μαγγάνιο, βρανίτη και χρυσό είχε κλειστεί για τη Γερμανία σε μακροπρόθεσμη βάση».
Μέλη του Οικονομικού Επιτελείου είχαν αναλάβει τις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, τα ναυπηγεία Βασιλειάδη, υφαντουργεία και το πυριτιδοποιείο του Μποδοσάκη. Η Shell αναγκάστηκε να πουλήσει το εργοστάσιό της στην Ελλάδα στους Γερμανούς, αφού την προειδοποίησαν ότι θα το κατηγορούσαν για σαμποτάζ και θα έκαναν κατάσχεση της ιδιοκτησίας του. Αποθέματα καπνού που βρίσκονταν στις αποθήκες της Βόρειας Ελλάδας, δέρματα, βαμβακερά υφάσματα και κουκούλια μετάξι κατασχέθηκαν ή αγοράστηκαν σε προπολεμικές τιμές και στάλθηκαν βόρεια, στο Ράιχ. Ο Γάλλος γενικός διευθυντής των μεταλλείων ασημιού του Λαυρίου ειδοποιήθηκε από τους Γερμανούς να βιαστεί και να υπογράψει νέο συμβόλαιο, προτού αναλάβουν οι Ιταλοί! Έτσι, μέσα στις πρώτες εβδομάδες της Κατοχής, τα κεφάλαια πέρασαν σε γερμανικά χέρια με απίστευτο ρυθμό. «Μετά το τέλος του πολέμου», δήλωνε ένα υπόμνημα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, «οι Ιταλοί θα αναγκασθούν να αποδεχθούν το γεγονός ότι η νίκη στα Βαλκάνια, που κερδήθηκε με γερμανικό αίμα, θα προσφέρει οικονομικά πλεονεκτήματα στο Ράιχ».
Φυσικά, οι Ιταλοί δεν συμμερίζονταν αυτή την άποψη. Εκπρόσωποι των ιταλικών επιχειρηματικών συμφερόντων στην Ελλάδα, άνθρωποι όπως ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Μουσολίνι κόμης Βόλπι, γρήγορα βρέθηκαν καθ’ οδόν προς την Αθήνα. Στις 8 Μαΐου, προτού το ιταλικό υπουργείο Εξωτερικών στείλει μόνιμο αντιπρόσωπο στην Αθήνα, ο Βόλπι έφτασε με πολλή ακολουθία για να πιέσει τους Έλληνες βιομηχάνους να παζαρέψουν μαζί του παρά με τους Γερμανούς. Την ίδια μέρα, οι συνεργάτες του επισκέφθηκαν την Εθνική Τράπεζα στην Αθήνα και απαίτησαν πακέτα μετοχών σε ελληνικές εταιρείες ηλεκτρισμού. Η επίσκεψή τους συνέπεσε με περαιτέρω απαιτήσεις από τη μεριά του Βάλτερ Ντέρερ, του Οικονομικού Επιτελείου της Βέρμαχτ (και πρώην υπαλλήλου της Rheinmetall-Borsig), για τα μερίδια της Τράπεζας στα μεγάλα βιομηχανικά κοντσέρν.
Στα τέλη Μαΐου η κούρσα για το ποιος θα άρπαζε την περιουσία της Ελλάδας είχε αρχίσει σαφώς να τραυματίζει τη συνεργασία του Άξονα και μια ψύχρα είχε εδραιωθεί στις συνεννοήσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ο υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο προειδοποίησε ότι «αυτό το “πλιάτσικο”, το οποίο ορισμένα γερμανικά ιδιωτικά συμφέροντα εφαρμόζουν στις βασικές οικονομικές δραστηριότητες της χώρας που κατακτήσαμε, σίγουρα δεν εναρμονίζεται με τη συνεργασία… την τόσο ζωτική και για τις δύο χώρες, που θα έπρεπε να υπάρχει ανάμεσα στη Ρώμη και το Βερολίνο». Για να αποτραπεί η ακόμα σοβαρότερη επιδείνωση των σχέσεων, οι Γερμανοί χαλάρωσαν λίγο το ρυθμό τους. Γενναιόδωροι, επέτρεψαν σε μια ιταλική εταιρεία να αγοράσει μετοχές στα μεταλλεία νικελίου της Λοκρίδας — με τα οποία, στην πραγματικότητα, είχε αποκλειστικό συμβόλαιο πριν από τον πόλεμο! Οι συνέταιροι του Άξονα χώρισαν μεταξύ τους τα αποθέματα της χώρας σε δέρματα, ενώ το βαμβάκι, η ρητίνη και άλλα αγαθά χρήσιμα στην πολεμική προσπάθεια των Ιταλών στάλθηκαν στην αντίπερα όχθη της Αδριατικής. Η γερμανική γενναιοδωρία όμως είχε τα όριά της. Το Βερολίνο εκώφευσε στις προτάσεις της Ρώμης, ότι μια «ολοκληρωτική λύση» στο ελληνικό πρόβλημα έπρεπε να επεκτείνει τον ιταλικό έλεγχο και στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Οι Γερμανοί είχαν καμπόσους ισχυρούς λόγους να θέλουν να μείνουν στη Θεσσαλονίκη: εκεί κοντά υπήρχαν ορυχεία, τα οποία ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν να καλύψουν ίσαμε το 30% των αναγκών του Ράιχ σε χρώμιο, καθώς και εύφορες κοιλάδες που παρήγαν στάρι, βαμβάκι και καπνό.
Οι πολιτικές αυτές της απαλλοτρίωσης και της λεηλασίας —αντανάκλαση μιας αυτοκαταστροφικής, τελικά, τάσης που είχε το Βερολίνο να βλέπει μόνο τα οικονομικά ευεργετήματα της κατάκτησης και να παραβλέπει τα πολιτικά— είχε ολέθριες συνέπειες για την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα άρχισαν να φαίνονται σύντομα στην απότομη άνοδο της ανεργίας και στην ξαφνική πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, καθώς τα εργοστάσια έκλειναν από έλλειψη πρώτων υλών ή επειδή ο εξοπλισμός και τα αποθέματά τους είχαν σταλεί έξω από τη χώρα. Το χειρότερο απ’ όλα όμως ήταν τα αποτελέσματα στην προσφορά τροφίμων.
Στη λεπτομερειακή έρευνά του για τα αίτια της σιτοδείας, ο οικονομολόγος Αμάρτυα Σεν έχει δείξει πως λίγοι λιμοί προκαλούνται αποκλειστικά από φυσικές καταστροφές. Οι ανθρώπινες ενέργειες και οι κοινωνικές δυνάμεις —ο τύπος του συστήματος καλλιέργειας, η δομή της αγοράς, οι λαϊκές απόψεις για τα βασικά δικαιώματα και η ανταπόκριση της πολιτείας— καθορίζουν συχνά αν ένας λαός θα φάει ή θα πεθάνει της πείνας. Στο λιμό της Βεγγάλης το 1943, ο Σεν ανακάλυψε πως «οι ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, η έντονη κερδοσκοπία και η πανικόβλητη αποθησαύριση» συντέλεσαν στην εκτεταμένη λιμοκτονία. Η ανάλυσή του έδειξε πώς μια μικρή σχετικά πτώση στο μέγεθος της σοδειάς μεταβλήθηκε σε μια «εξαιρετική ανεπάρκεια στην παροχή της αγοράς». Κάτι ανάλογο βρισκόταν πίσω από τον φοβερό λιμό που ήταν έτοιμη να ζήσει η Ελλάδα.
Εξαιτίας των πολεμικών αναστατώσεων, η σοδειά του 1941 στις περισσότερες καλλιέργειες ήταν μεταξύ 15-30% μικρότερη απ’ ό,τι πριν από τον πόλεμο. Ακόμα και αυτοί οι αριθμοί θα αρκούσαν για να επιζήσει ο πληθυσμός σε οριακό επίπεδο διαβίωσης, αν το κράτος είχε μπορέσει να συλλέξει και να διανείμει με δελτίο τη σιτοπαραγωγή. Τα σιτηρά και άλλα τρόφιμα έπρεπε να συλλεγούν από τους αγρότες στις περιοχές που είχαν πλεόνασμα, να μεταφερθούν στις κύριες ελλειμματικές περιοχές, ιδίως στην Αθήνα και τον Πειραιά, και να διανεμηθούν εκεί με δελτίο. Όπως παρατηρεί ο Σεν, η πολυπλοκότητα αυτών των ενεργειών και τα προβλήματα που θέτουν σε έναν κρατικό μηχανισμό δεν είναι αυτονόητο ότι μπορούν να λυθούν μέσα στις πιέσεις της Κατοχής, η κυβέρνηση Τσολάκογλου αποδείχτηκε ανίκανη να αντεπεξέλθει.
Μια βασική δυσκολία ήταν ότι στην Ελλάδα τα σιτηρά δεν παράγονταν σε μεγάλα, προσιτά αγροκτήματα που να μπορούν να τα ελέγξουν οι τοπικές αρχές. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο η αγροτική μεταρρύθμιση του Βενιζέλου είχε κάνει την Ελλάδα έθνος μικροϊδιοκτητών. Τα σιτηρά φυτεύονταν από χιλιάδες μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι συνήθως εμπορεύονταν μονάχα ένα μικρό κομμάτι της παραγωγής τους. Τα προπολεμικά μέτρα συγκέντρωσης από το ελληνικό κράτος ήταν εθελούσια και σκοπός τους ήταν η στήριξη των αγροτικών τιμών, η δε επάρκεια των σιτηρών εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία των Ελλήνων μικροϊδιοκτητών να προσφέρουν τις σοδειές τους για πούλημα. Από τη στιγμή που άρχισαν να μη θέλουν να πουλήσουν, για το κράτος ήταν δαπανηρό και δύσκολο να τους αναγκάσει.
Η πολιτική της κρατικής συγκέντρωσης βασιζόταν επίσης σε ένα σταθερό σύστημα τιμών. Οι αγρότες θα πουλούσαν στη συγκέντρωση όταν οι κρατικές τιμές στήριξης ήταν αρκετά ψηλές σε σύγκριση με εκείνες της ελεύθερης αγοράς. Ο πληθωρισμός μείωνε την πραγματική αξία των τιμών στήριξης και ενθάρρυνε τους αγρότες να πουλούν σε ιδιώτες. Ο υπερπληθωρισμός έκανε σχεδόν αδύνατο για τους δημόσιους λειτουργούς να συγκεντρώσουν τα αποθέματα σταριού της χώρας.
Η οικονομική πολιτική που ακολούθησαν οι αρχές του Άξονα τις πρώτες εβδομάδες της Κατοχής έφεραν σε πλήρη αμηχανία το προπολεμικό σύστημα συγκέντρωσης. Και η Βέρμαχτ και οι Ιταλοί έστηναν μπλόκα στους δρόμους, ήλεγχαν τις αποθήκες και έκαναν κατάσχεση στις σοδειές για να τις καταναλώσουν οι άνδρες τους. Οι ενέργειες αυτές, μαζί με τις φήμες που γεννούσαν, έκαναν τους αγρότες να διστάζουν να φέρουν τη σοδειά τους στην αγορά ή έστω να δηλώσουν το μέγεθος σοδειάς που προσδοκούσαν. Ταυτόχρονα, η επίταξη αγελαίων ζώων αύξαινε το κόστος μεταφοράς των τροφίμων από τις αγροτικές περιοχές στις πόλεις όπου τα χρειάζονταν.
Οι τιμές ανέβαιναν σταθερά, τροφοδοτούμενες από το χρήμα που τυπωνόταν για να καλύπτει τις απαιτήσεις των αρχών κατοχής. Ο πληθωρισμός οδήγησε τους παραγωγούς και τους λιανοπωλητές στο να αποσύρουν τα προϊόντα τους από την αγορά, και άρχισε να διαδίδεται η αποθησαύρισή τους. Αγνοώντας την επίσημη τιμή αγοράς του σταριού που είχε θεσπιστεί από τις αρχές τον Ιούνιο, οι αγρότες πουλούσαν στη διπλή τιμή ή και περισσότερο προς τους αξιωματικούς του στρατιωτικού εφοδιασμού και προς τους εμπόρους που περιόδευαν την επαρχία. Λίγο τους ενδιέφεραν τα διατάγματα που τους πρόσταζαν να παραδίδουν καθορισμένες ποσότητες στον κρατικό φορέα και όριζαν την ποινή του θανάτου για τις πωλήσεις στη μαύρη αγορά. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου προσπάθησε να στείλει απόστρατους αξιωματικούς στην επαρχία για να βοηθήσουν στη συγκέντρωση της παραγωγής. Αλλά αυτοί οι αξιωματικοί συχνά έπαιρναν το μέρος των αγροτών, καθώς δεν πίστευαν ότι οι σοδειές θα πήγαιναν για να θρέψουν τους συμπατριώτες τους και υποψιάζονταν ότι θα στέλνονταν στη Βόρεια Αφρική για τις δυνάμεις του Άξονα: έτσι, το σαμποτάρισμα των προσπαθειών της κυβέρνησης να συγκεντρώσει σιτηρά έγινε πράξη αντίστασης. Οι βοσκοί αρνούνταν να παραδώσουν το γάλα τους στις αρχές του κράτους σε τιμές που τις θεωρούσαν ανεπαρκείς. Μια ημερήσια εφημερίδα της επαρχίας έγραφε αγανακτισμένη ότι οι βοσκοί θεωρούν το γάλα δικό τους και το μοιράζουν όπως θέλουν. Μ’ άλλα λόγια αδιαφορούν για οποιαδήποτε κρατική απόφαση.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι η συγκομιδή γλιστρούσε από τα χέρια της κυβέρνησης. Στις ζωτικής σημασίας σιτοπαραγωγές περιοχές της Μακεδονίας, όπου υπήρχε έντονη έχθρα προς το καθεστώς της Αθήνας, οι αγρότες με «το όπλο στο χέρι» αρνούνταν να παραδώσουν τη σοδειά τους στις αρχές. Είχε αναφερθεί μάλιστα ότι «στην αντίθεσή τους αυτή βρίσκουν συνενόχους στη χωροφυλακή, που συμμετέχει στα κέρδη από τη μαύρη αγορά και που δεν χάνει ευκαιρία να υπονομεύει τις κρατικές αρχές, με την υποστήριξη των Γερμανών». Φορτηγά που στέλνονταν να μαζέψουν τη συγκομιδή γύριζαν από τα χωράφια γύρω από τη Θεσσαλονίκη σχεδόν άδεια, και τα ταξίδια αυτά ήταν τόσο επικίνδυνα που ο γενικός κυβερνήτης της Μακεδονίας απάλλασσε απ’ αυτά όσους κρατικούς υπαλλήλους είχαν παιδιά. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν ότι η κυβέρνηση κατάφερε να μαζέψει μόλις το ένα τέταρτο από το στόχο της σε σιτηρά.
Η μεταφορά και η διανομή έθεταν παραπέρα προβλήματα στους γραφειοκράτες. Όπου το ελληνικό υπουργείο Επισιτισμού πράγματι είχε καταφέρει να συγκεντρώσει αποθέματα λαχανικών και φρούτων, συχνά δεν ήταν σε θέση να βρει τρόπους να μεταφέρει αυτά τα προϊόντα στις πόλεις. Τοπικοί Ιταλοί διοικητές προσπαθούσαν να κρατήσουν την παραγωγή στη δική τους περιοχή. Ο στρατιωτικός διοικητής στο Άργος και η ιταλική Ανώτατη διοίκηση στην Αθήνα έριζαν τον Αύγουστο για τις προσπάθειες μεταφοράς κηπευτικών και φρούτων από την εύφορη πεδιάδα του Άργους. Οι Γερμανοί ήταν σκληρότεροι: δεν υπήρχε θέμα νόμιμης αποστολής πλεονάζουσας παραγωγής από περιοχές που ήλεγχαν οι ίδιοι προς την ιταλική ζώνη. Επομένως η Αθήνα ήταν εντελώς στερημένη από την εξαιρετική σοδειά λαδιού εκείνης της χρονιάς στην Κρήτη και στη Μυτιλήνη. Ούτε και το κατά παράδοση πλεόνασμα σε στάρι της Μακεδονίας μπορούσε να κινηθεί νότια. Η Ελλάδα αποσυνετίθετο σε μια κουρελού από μεμονωμένες περιφερειακές μονάδες. Οι διάφορες επαρχίες —σύμφωνα με τη διατύπωση ενός Ιταλού διοικητή— είχαν γίνει «στάσιμα διαμερίσματα, χωρίς λογική σχέση με τη γεωγραφική, οικονομική και δημογραφική κατάσταση της χώρας».
Στην ίδια την Αθήνα, οι Ιταλοί, μη θέλοντας να ξεκινήσουν δημιουργώντας άσχημες εντυπώσεις, κράτησαν τη μερίδα του ψωμιού ψηλά όσο καιρό μπορούσαν. Και πάλι όμως, έπεσε από το προκατοχικό της επίπεδο, από 300 γραμμάρια και πάνω την ημέρα σε λιγότερο από 200 γραμμάρια στα τέλη Ιουνίου. Σύντομα άρχισαν περίοδοι όπου δεν μοιραζόταν καθόλου ψωμί, ή μόνο μέρα παρά μέρα. Η ποιότητά του επίσης έπεφτε. Στην αρχή του φθινοπώρου η μερίδα άρχισε να Πέφτει με ταχύ ρυθμό, και στα μέσα Νοεμβρίου υπήρχε κάλυψη για τρεις βδομάδες μόνο, με μερίδα λιγότερη από 100 γραμμάρια την ημέρα.
Ενώ οι ολοένα ισχνότερες επίσημες μερίδες μαρτυρούσαν την αποτυχία των αρχών να ελέγξουν τον επισιτισμό, συσσίτια απόρων και άλλες ιδιωτικές πρωτοβουλίες πάσχιζαν να παράσχουν εναλλακτικές πηγές τροφίμων στον αστικό πληθυσμό. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις φιλανθρωπικές και θρησκευτικές οργανώσεις παράστεκαν τους πρόσφυγες, τους άστεγους κληρωτούς και τους ανέργους. Εύπορες νοικοκυρές στο λιμάνι του Βόλου προπαγάνδιζαν λίστες συμμετεχόντων σ’ ένα σχέδιο «υιοθεσίας» και διατροφής παιδιών από τις φτωχογειτονιές. Στη Θεσσαλονίκη, όπου οι Έλληνες στρατιώτες είχαν περιπέσει σε «απερίγραπτη εξαθλίωση» και όπου πλήθος ακρωτηριασμένοι ζητιάνευαν στους δρόμους, Γαλλίδες νοσοκόμες που είχαν τη βάση τους στην πόλη έστησαν ένα συσσίτιο απόρων.
Μολονότι όμως οι εθελοντικές αυτές ομάδες έδειχναν καθαρά την ανικανότητα της κυβέρνησης Τσολάκογλου, οι προσπάθειές τους δεν μπορούσαν να υποκαταστήσουν τη συνδυασμένη δημόσια δράση. Σε αντίθεση με την κυβέρνηση δεν είχαν φορολογικές ούτε κατασταλτικές εξουσίες και δεν διέθεταν τα μέσα για να αγοράσουν τρόφιμα σε ευρεία κλίμακα. «Καμιά οργάνωση δημόσιας αρωγής ή κοινωνικής πρόνοιας», έλεγε μια έκθεση του Ερυθρού Σταυρού, «δεν θα μπορούσε να σώσει όλους όσοι υπέφεραν από το λιμό». Στα συσσίτια απόρων της πρωτεύουσας λιγότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού που είχαν ανάγκη από τέτοια αρωγή έβρισκαν τροφή. Οι μερίδες τους είχαν ελάχιστη θρεπτική αξία ή λίπη.
Η άλλη ανεπίσημη πηγή τροφίμων, φυσικά, ήταν η μαύρη αγορά. Αν και το πλήρες νόημά της θα συζητηθεί λεπτομερειακά πιο κάτω, πρέπει να επισημάνουμε στο σημείο αυτό απλώς ότι η μαύρη αγορά σκορπούσε άνισα τα ευεργετήματά της. Δεν λειτουργούσε καλύτερα για τους ανθρώπους που χρειάζονταν περισσότερο βοήθεια απ’ ό,τι τα λαϊκά συσσίτια. Οι φτωχές οικογένειες δεν μπορούσαν να πληρώσουν τις ψηλές τιμές των τροφίμων, και δεν είχαν περιουσιακά στοιχεία να πουλήσουν ή να ανταλλάξουν. Η Κοινωνία των Εθνών υπολόγιζε ότι η ημερήσια πρόσληψη θερμίδων της πλειονότητας του ελληνικού πληθυσμού απ’ όλες τις πηγές, συμπεριλαμβανομένης της μαύρης αγοράς, ήταν γύρω στο ένα τρίτο των πάγιων θρεπτικών αναγκών. Για ένα μεγάλο ποσοστό της εργατικής τάξης στην Αθήνα, ήταν ακόμη χαμηλότερη.
………………………………………….
Ο λιμός στην Αθήνα
«Μπορεί να πει φυσικά κανείς ότι το ελληνικό πρόβλημα είναι το πρόβλημα της Αθήνας», έγραφε ο στρατηγός Τζελόζο, διοικητής της ιταλικής 11ης Στρατιάς. Όπως έχει παρατηρηθεί από τους ειδικούς σε θέματα επισιτισμού στην περίοδο του πολέμου, εκείνες που χτυπήθηκαν περισσότερο από τη σιτοδεία ήταν οι αστικές περιοχές· και η Αθήνα, μαζί με το επίνειό της τον Πειραιά, στέγαζε προπολεμικά το ένα πέμπτο του πληθυσμού της χώρας. Από τότε, ο πληθυσμός της πόλης είχε αυξηθεί, ίσως κατά πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, με πρώην κληρωτούς να προσπαθούν να γυρίσουν στην πατρίδα τους, πρόσφυγες από άλλα μέρη της Ελλάδας, και με τα στρατεύματα του Άξονα. Έτσι, η κατοχή αύξησε τον πληθυσμό των πόλεων ενώ ταυτόχρονα μείωσε την επάρκεια σε τρόφιμα.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να εμφανιστεί το φάσμα του λιμού στον ορίζοντα. Ένας Έλληνας ειδικός ανησυχούσε για την κατάσταση του επισιτισμού ήδη από τις 4 Μαΐου, μία μόλις εβδομάδα από τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Ο συνδυασμός πλιάτσικου και πληθωρισμού έκανε τους καταστηματάρχες να αποσύρουν τα εμπορεύματά τους από την πώληση και ενθάρρυνε την αποθησαύριση. Τον Ιούλιο πια, ουρές 300-400 ανθρώπων εκτείνονταν έξω από τον ελαττωνόμενο αριθμό μαγαζιών που εξακολουθούσαν να έχουν τρόφιμα. Οι ουρές για τσιγάρα ήταν τόσο μεγάλες που ο κόσμος έφερνε μαζί του καρέκλες. Η αντίδραση της Βέρμαχτ δεν είχε τίποτα το καθησυχαστικό. «Οι Γερμανοί λένε: “Α, δεν έχετε δει τίποτε ακόμα· στην Πολωνία πεθαίνουν από την πείνα 600 άνθρωποι την ημέρα”», ανέφερε ένας νεαρός Αμερικανός που έφυγε στις 25 Ιουλίου.
Όσον αφορά τους πολίτες —και τα τρόφιμα—, όλα τα κανονικά συστήματα μεταφοράς είχαν εξαρθρωθεί. Για να ταξιδέψεις από την πρωτεύουσα στην Πελοπόννησο απαιτούνταν άδεια από τους καραμπινιέρους και κράτηση πολλές μέρες νωρίτερα· το ταξίδι με τραίνο για τη Θεσσαλονίκη κρατούσε τριάντα έξι ώρες. Από τον Πειραιά στη Χίο με καΐκι ήθελες δεκαπέντε με είκοσι μέρες, και ο ναύλος ήταν έξω από τις δυνατότητες των περισσοτέρων. Όλο το καλοκαίρι ο κόσμος στεκόταν στην ουρά περισσότερο από μία ώρα για να πάρει το τραμ μέσα στην Αθήνα· η έλλειψη καυσίμων ανάγκαζε τις αρχές να περιστέλλουν τις υπηρεσίες, καμιά φορά να τις καταργούν και εντελώς. Στις 14 Ιουλίου, για παράδειγμα, ο μουσικολόγος Δούνιας αποφάσισε να περπατήσει από το σπίτι του, που ήταν στα προάστια, ώς την Αθήνα, γιατί κάθε φορά που περνούσε λεωφορείο οι άνθρωποι ήταν μέσα σαν «σαρδελλοβάρελο». Μέσα σε λίγους μήνες κάθε δημόσιο μέσο μεταφοράς στην Αθήνα έμελλε να σταματήσει, και οι άνθρωποι θα αναγκάζονταν να πηγαίνουν με τα πόδια στη δουλειά τους, μέσα στο χιόνι.
Για μερικούς το καλοκαίρι έκρυβε αυτά τα προβλήματα και η ζωή στην πρωτεύουσα διατηρούσε τα θέλγητρά της. Μια Αμερικανίδα, η κυρία Χόουμερ Ντέιβις, αφού είχε μόλις περιγράψει τη μείωση της μερίδας του ψωμιού, την απουσία λαδιού, βουτύρου και σαπουνιού, τις μακριές ουρές και τις απογειωμένες τιμές, συνέχιζε καθησυχάζοντας ένα φιλικό της πρόσωπο: «Παρ’ όλα αυτά, θα σου ‘κανε κατάπληξη να δεις πόσο φυσιολογική μοιάζει γενικά η ζωή. Φάγαμε στης Μπέσυ λίγο πριν φύγουμε και όλα ήταν όπως πάντα». Η ζωή για τη γερμανική παροικία ήταν τόσο χαμογελαστή, ώστε το δυναμικό της αυξανόταν καθώς έφταναν άνθρωποι από το Ράιχ, για να αποφύγουν τις βομβιστικές επιδρομές των Συμμάχων. Μια Γερμανίδα χήρα ενός Έλληνα δημόσιου υπαλλήλου έγραφε όλο ευτυχία στο γιο της:
Η Ελλάδα έχει γίνει για μένα ένα κομμάτι της πατρίδας μου, είναι απίστευτο πόσο έχουν αλλάξει όλα. Στο μεγάλο σπίτι στην Κηφισιά όπου ζούσε ο κύριος Φορμπς, στο δρόμο προς το Τατόι, ζει ένας ταγματάρχης με τους αξιωματικούς του. Πιάσαμε φιλία και τους έχω σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι μου. Έχω τρία αυτοκίνητα στη διάθεσή μου. Ζω σαν μικρή βασίλισσα. Με σέβονται και με αγαπούν πολύ, κι εγώ δροσίζομαι (sic) από τον ελληνικό λαουτζίκο και ζω τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, ανάμεσα σε δυνατούς άνδρες, που έχουν πολύ καλή μόρφωση, φορούν καθαρά ρούχα κι έχουν τους καλύτερους τρόπους.
Γρήγορα όμως, ακόμα και οι προνομιούχοι και όσοι είχαν καλές διασυνδέσεις άρχισαν να αγωνιούν. Ο Σεπτέμβριος ήταν πολύ ζεστός και ξερός. Ο κόσμος περίμενε με τρόμο τον επερχόμενο χειμώνα. Από την Αίγινα, κάποια κυρία Κωνσταντάκου καθησύχαζε την κόρη της στη Ζυρίχη ότι η κατάσταση με τα τρόφιμα ήταν καλύτερη απ’ ό,τι στις πόλεις, κι ότι υπήρχαν ψάρια, σύκα και λαχανικά — «αλλά προβλέπω έναν τραγικό χειμώνα για τους φτωχούς και τα παιδιά στις πόλεις». Ένας Αμερικανός, ο Ραλφ Κεντ, έλεγε πως «θα μπορούσε να συμβεί κάτι στο στυλ της Γαλλικής επανάστασης στην Ελλάδα, γιατί οι φτωχοί στην κυριολεξία πέθαιναν της πείνας».
Για τα τμήματα εκείνα του αστικού πληθυσμού που εξαρτώνταν από τη βοήθεια του κράτους οι προοπτικές ήταν μαύρες. Τα τρόφιμα που έμπαιναν στην Αθήνα με το σταγονόμετρο όλο το καλοκαίρι δεν έδιναν στο υπουργείο Επισιτισμού δυνατότητα για πολλούς ελιγμούς. Εκτός από το ψωμί, το Μάιο επιβλήθηκε επίσης δελτίο στο ρύζι, στο ελαιόλαδο και στη ζάχαρη. Τον Ιούνιο έγινε μία διανομή κρέατος, μία ρυζιού και μία ζάχαρης. Τον Ιούλιο υπήρξαν δύο μικρές μερίδες κρέας και μία ρύζι. Από κει και πέρα το κρέας έγινε γλυκιά ανάμνηση, και το μόνο που μπόρεσε να καταφέρει το υπουργείο Επισιτισμού ώς την επόμενη άνοιξη ήταν μεμονωμένες διανομές ελαιόλαδου, σταφίδας και ζάχαρης.
Βουνά και θάλασσες μακριά από τις σικ λεωφόρους του κέντρου της Αθήνας, οι φτωχογειτονιές στα κράσπεδα της πόλης ήταν εκείνες που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος του λιμού. Στο μεσοπόλεμο είχαν ξεφυτρώσει ή είχαν κατασκευαστεί σε ικανή απόσταση από την καρδιά της πόλης παραγκομαχαλάδες, για να στεγάσουν τους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν φύγει από τη Μικρασία μετά την Καταστροφή του ‘22. Οι κάτοικοί τους, οι οποίοι είχαν φτάσει με ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, ζούσαν σε καλύβες από τενεκέ και σανίδες, που δύσκολα θερμαίνονταν ή κρατιόνταν καθαρές. Τετραμελείς ή πενταμελείς οικογένειες μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο· συχνά, αντί για πραγματικές σωληνώσεις, υπήρχαν ανοιχτές αποχετεύσεις που έρρεαν πίσω από τα λασπωμένα σοκάκια. Σε αντίθεση με τους άλλους Έλληνες, οι νιόφερτοι αυτοί δεν είχαν οικογενειακό σπίτι στις επαρχίες για να καταφύγουν όταν οι καιροί ήταν δύσκολοι. Αποτελούσαν το πρώτο γνήσιο αστικό προλεταριάτο της χώρας, και το κράτος τούς είχε παραμελήσει εντελώς.
Πριν από τον πόλεμο, αυτοί και τα παιδιά τους έβγαζαν το ψωμί τους μέσα σε κακοαεριζόμενα εργοστάσια με χαμηλούς μισθούς· άλλοι δούλευαν μικροπωλητές στους δρόμους ή υπηρέτριες. Όταν άρχισε η Κατοχή, έχασαν τις δουλειές τους κατά χιλιάδες, καθώς οι εγκαταστάσεις και τα αποθέματα της βιομηχανίας επιτάσσονταν και οι ελλείψεις στα καύσιμα σταματούσαν την οικονομική δραστηριότητα. Μεγάλοι εργοδότες της προπολεμικής περιόδου, όπως τα υφαντουργεία και οι χημικές βιομηχανίες, είχαν αναγκαστεί να μειώσουν την παραγωγή τους στο 10-15% των κανονικών τους επιπέδων. Προσπαθώντας απελπισμένα να βγάλουν κάποια χρήματα, ο κόσμος άρχισε να πουλάει πράγματα στους δρόμους ή να ζητιανεύει. Στους μώλους του Πειραιά ήταν παραταγμένοι στην προκυμαία ένα πλήθος από άνδρες που έκαναν δουλειές του ποδαριού: «Πρώην υπάλληλοι, εργάτες, οδηγοί και ταμίες, που οι δουλειές τους έχουν πάει στα άχρηστα, έχουν γίνει θυρωροί και προσπαθούν να βγάλουν το άθλιο μεροφάι τους κουβαλώντας τσάντες και ψώνια σε κάρα ή στις πλάτες τους». Μικροπωλητές πουλούσαν κομμάτια χαρουπόπιτα, σύκα και άλλα φρούτα, που όλα έδειχναν βρώμικα, ή σπίρτα, τσιγάρα, παλιά ρούχα. Ζητιάνοι ξάπλωναν κατάχαμα. Στο κέντρο της πλατείας Ομονοίας ήταν άνθρωποι κάθε ηλικίας, ξαπλωμένοι σε κουβέρτες πάνω από τα ζεστά ρεύματα αέρα του μετρό, και έτειναν τις παλάμες τους στους διαβάτες.
Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για την έκταση της ανεργίας στις φτωχότερες γειτονιές, αλλά ο Μαρσέλ Ζυνό του Ερυθρού Σταυρού υπολόγιζε ότι ο μισός εργατικός πληθυσμός και παραπάνω ήταν χωρίς δουλειά. Τα δύο τρίτα απ’ αυτές τις οικογένειες είχαν γραφεί στα τοπικά λαϊκά συσσίτια· δεν έτρωγαν όμως περισσότερο από δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, και ακόμη και τότε δεν τρέφονταν όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο Ζυνό παρατηρούσε ότι ιδίως σι γυναίκες είχαν την τάση να φεύγουν χωρίς φαΐ, ώστε να αφήσουν λίγο για τα παιδιά τους.
Για πολλούς ο μόνος τρόπος επιβίωσης ήταν να μαζεύουν αγριόχορτα και άλλα φυτά από την εξοχή γύρω από την πόλη. Ύστερα τα έβραζαν, αν υπήρχαν καύσιμα, και τα έτρωγαν αλάδωτα. Τα χόρτα αυτά όμως δεν είχαν θρεπτική αξία: χρειάζονταν πέντε κιλά για να παραγάγουν την ημερήσια δόση υδρογονανθράκων που έχει ανάγκη το ανθρώπινο σώμα. Τα παιδιά έψαχναν στους σκουπιδοτενεκέδες για αποφάγια ή περίμεναν κοντά στις εισόδους υπηρεσίας των μεγάλων ξενοδοχείων. Άλλοι μαζεύονταν γύρω από τις πόρτες των εστιατορίων. Μερικοί Γερμανοί αξιωματικοί βασάνιζαν τα πιτσιρίκια πετώντας τους αποφάγια από τα μπαλκόνια και παρακολουθώντας τα να τσακώνονται μεταξύ τους. Οι στρατιώτες που έτρωγαν ελιές στο δρόμο προσείλκυαν σμάρια ολόκληρα από παιδιά. Μόλις έφτυνε κάποιος ένα κουκούτσι ελιάς, τα παιδιά ορμούσαν να το πιάσουν: το πιο γρήγορο το έβαζε στο στόμα του και το έγλειφε ώσπου να μείνει το ξύλο.
Παρόλο που ο υποσιτισμός αδυνάτιζε το σώμα κι έκανε την εργασία όλο και πιο εξαντλητική, οι οικογένειες που είχαν δουλειά δεν είχαν άλλη επιλογή, αν ήθελαν να ζήσουν, από το να συνεχίσουν σαν να μη συνέβαινε τίποτε. Η Χρύσα Π., χήρα, πήγαινε στη δουλειά τρεις μέρες την εβδομάδα για να βγάλει το ψωμί των φυματικών παιδιών της, παρόλο που ήταν άρρωστη και η ίδια. Ο Γρηγόριος Μ., που είχε απολυθεί, περπατούσε πολλές ώρες την ημέρα στους λόφους για να κόβει αγριόχορτα και να τα φέρνει στο σπίτι. Είχε ήδη εμφανίσει τα οιδήματα που ήταν σημάδι οξύτατου υποσιτισμού, αλλά είχε μάνα, γυναίκα και παιδί να θρέψει.
Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα αφού μετά το ζεστό, ξερό Καλοκαίρι ακολούθησε ένας ασυνήθιστα σκληρός και παρατεταμένος χειμώνας: οι δρόμοι της Αθήνας ήταν χιονισμένοι και τη νύχτα η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από το μηδέν. Επειδή το κάρβουνο και το ξύλο είχαν γίνει πολύ ακριβά και καμιά φορά ανύπαρκτα, τα σπίτια δεν θερμαίνονταν σωστά και οι άνθρωποι υπέκυπταν σε κρυολογήματα, γρίπη και φθίση. Μετά από κάμποσες εβδομάδες υποσιτισμού, οι άνθρωποι εξασθενούσαν με ταχύ ρυθμό. Η έλλειψη βιταμινών προκαλούσε οιδήματα και καλόγερους στα χέρια και στα πόδια τα οποία, αν δεν θεραπεύονταν, απλώνονταν σε όλο το σώμα και στο πρόσωπο. Οι μισές περίπου οικογένειες στις φτωχογειτονιές εμφάνισαν αυτά τα συμπτώματα στις αρχές του 1942.
Το τελικό στάδιο πριν από το θάνατο ήταν μια κατάσταση σωματικής και διανοητικής εξάντλησης. Τότε πια οι άνθρωποι απλώς κατέρρεαν και ήταν ανήμποροι να ξανασηκωθούν. Ένας χτίστης που δούλευε σ’ ένα σπίτι στο Ψυχικό ξαφνικά λιποθύμησε από την κάψα του καλοκαιριού. Μια γυναίκα που είχε διασχίσει με τα δυο υποσιτισμένα παιδιά της όλο το κέντρο της Αθήνας σωριάστηκε στο δρόμο, αφήνοντας τα παιδιά να κλαίνε. Αποστρατευμένοι Έλληνες κληρωτοί, παλαίμαχοι του αλβανικού μετώπου, κείτονταν στις εξώπορτες ή στηριγμένοι σε τοίχους. Ένα παγερό δεκεμβριάτικο βράδυ ένας νέος άνδρας σωριάστηκε στην οδό Σκουφά. «Κουνήσου, κουνήσου γιατί χάθηκες!» του είπε κάποιος. «Γιατί, Θεέ μου, μ’ έφερες σ’ αυτή την κατάσταση;» αναστέναξε ο νέος. «Γιατί δεν είμαι κι εγώ σπίτι μου, παρά σέρνω σα σκύλος στους δρόμους, μέσα στη νύχτα: Γιατί, Θεέ μου; Τι σου έφταιξα;» Ήταν στρατιώτης από τη Ζάκυνθο, ένας από τους πολλούς που δεν είχαν μπορέσει να γυρίσουν στον τόπο τους όταν τέλειωσαν οι συγκρούσεις, και τώρα, χωρίς καμιά κυβερνητική βοήθεια, ζητιάνευε στους δρόμους.
Σε μια παράγκα στην προσφυγογειτονιά του Δουργουτιού, η σαραντάχρονη Ανδρονίκη Π. ήταν ξαπλωμένη φαρδιά πλατιά δίπλα στην πόρτα, σκεπασμένη με μια παλιά κουβέρτα, έχοντας πουλήσει το υπόλοιπα υπάρχοντά της για να αγοράσει φαΐ. Ο άνδρας της, που είχε πεθάνει πολλές μέρες νωρίτερα, κείτονταν μέσα. Τα τρία παιδιά της παιδιά έκλαιγαν καθισμένα, αλλά ήταν τόσο αδύναμη που δεν μπορούσε να τα βοηθήσει. Σε μιαν άλλη καλύβα στον Άγιο Γεώργιο ένας άνεργος εργάτης ήταν ξαπλωμένος, ανήμπορος να κουνηθεί, ενώ τα παιδιά του είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του ζητώντας ψωμί. Πολλοί απ’ τους γραμμένους στα λαϊκά συσσίτια ήταν τόσο αδύναμοι που δεν μπορούσαν να αντέξουν την πορεία ώς εκεί. Στην εργατοσυνοικία του Δουργουτιού, που μπορεί να θεωρηθεί τυπικό παράδειγμα από τις πιο φτωχές γειτονιές, 1.600 από τις 2.200 οικογένειες είχαν ανάγκη από επείγουσα ιατρική μέριμνα και σωστή διατροφή.
Αριθμοί
Ούτε οι εθνικές ούτε οι δημοτικές στατιστικές για τη θνησιμότητα είναι απόλυτα αξιόπιστες. Αν και τα νούμερα που παρουσίαζαν τα συνοικιακά συμβούλια ήταν πιο ευσυνείδητα συλλεγμένα απ’ ό,τι εκείνα που αφορούσαν το σύνολο της επικράτειας, όλες οι στατιστικές έτειναν να υποτιμούν —δεν ξέρουμε πόσο— το πραγματικό ποσοστό θνησιμότητας, αφού πολλοί θάνατοι δεν αναγγέλλονταν στις αρχές. Οι οικογένειες έχωναν τα σώματα των πεθαμένων συγγενών τους νύχτα στα δημόσια νεκροταφεία, για να μπορέσουν να διατηρήσουν τα δελτία τροφίμων τους. Μερικές φορές τους έθαβαν σε βιαστικά σκαμμένους ασημάδευτους τάφους. Τελικά οι δημοτικές υπηρεσίες συνέλλεγαν εκατοντάδες ανώνυμα πτώματα, οπότε και αυτά δεν εμφανίζονταν στα επίσημα στοιχεία.
Θα μπορούσαμε να πάρουμε ως ελάχιστο αριθμό την επίσημη εκτίμηση για το πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνας/Πειραιά το έτος μετά τον Οκτώβριο του 1941, που έδινε συνολικά 49.188 θανάτους έναντι 14.566 θανάτων την προηγούμενη χρονιά. Ως ανώτατο όριο πρέπει να σημειώσουμε τις σαφώς υπερβολικές εκθέσεις των Ελλήνων και Βρετανών προπαγανδιστών, που έκαναν το BBC, για παράδειγμα, να μιλάει τον Απρίλιο του 1942 για 500.000 θύματα. Έχοντας κατά νου τα δύο αυτά ακραία όρια και κοιτάζοντας τα μηνιαία στοιχεία σε τοπικό επίπεδο, μπορούμε να πορισθούμε μια ορθότερη εντύπωση για την κλίμακα και τη διάρκεια του λιμού.
Για παράδειγμα, οι μηνιαίοι αριθμοί θνησιμότητας για τη συνοικία του Αγίου Γεωργίου δείχνουν ότι τον Αύγουστο του 1941 το ποσοστό ήταν κιόλας διπλό από εκείνο του ίδιου μήνα το 1940· τον Οκτώβριο ήταν τέσσερις φορές ψηλότερο και οκτώ φορές ψηλότερο το Δεκέμβριο. Το Δεκέμβριο του 1940 είχε δηλωθεί ο θάνατος 40 ανθρώπων. Τον Αύγουστο του 1941 ο αριθμός ήταν 58, τον Οκτώβριο 123, το Νοέμβριο 225 και το Δεκέμβριο του 1941 —τον χειρότερο μήνα— 323. Ύστερα το σύνολο έπεσε στους 146 τον Απρίλιο και παρέμεινε ανάμεσα στους 90 και τους 120 τους μήνες που ακολούθησαν. Με άλλα λόγια, η περίοδος του κρύου ανάμεσα στο Νοέμβριο του 1941 και τον Απρίλιο του 1942 γνώρισε μια ιλιγγιώδη αύξηση του ποσοστού θανάτων, η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ εκείνη που έδειχναν οι αριθμοί χρόνο με το χρόνο για την πόλη στο σύνολό της.
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται κι από άλλους αριθμούς. Στοιχεία από ορισμένες γειτονιές του Πειραιά και από νοσοκομεία στην Αθήνα δίνουν ποσοστά θνησιμότητας το χειμώνα του 1941-42 μεταξύ πέντε και επτά φορές μεγαλύτερα από εκείνα του προηγούμενου χρόνου. Εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν από το υπουργείο Υγείας έδειξαν ότι η πείνα ήταν το άμεσο αίτιο που δηλωνόταν για το ένα τρίτο έως το ένα δεύτερο του συνόλου των θανάτων. Έμμεσα αποτελούσε το αίτιο πολύ περισσότερων, αφού ο υποσιτισμός άφηνε τους ανθρώπους έκθετους στη φυματίωση, στη γρίπη και άλλες αρρώστιες. Από τα στοιχεία αυτά ο Πειραιάς, με τον κυρίως εργατικό πληθυσμό του, προκύπτει ως το μέρος του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας που χτυπήθηκε περισσότερο. Συνολικά, η επίσημη εκτίμηση των 35.000 περίπου θανάτων από το λιμό στην περιοχή Αθήνας-Πειραιά μοιάζει να υπολείπεται από την πραγματικότητα. Ο λιμός πιθανόν να προκάλεσε εκεί περισσότερους από 40.000 θανάτους μέσα στο δωδεκάμηνο που ξεκίνησε μετά τον Οκτώβριο, επιπροσθέτως στους αρκετές χιλιάδες θανάτους που είχαν σημειωθεί τους μήνες πριν από τον Οκτώβριο.
Δύο εξαιρετικά ενοχλητικές δημογραφικές τάσεις πρόβαλλαν από τα στοιχεία του υπουργείου Πρόνοιας. Πρώτον, το 1941 και το 1942 ήταν χρονιές όπου —για πρώτη φορά από τότε που είχαν αρχίσει να συλλέγονται στοιχεία— το ποσοστό θνησιμότητας είχε ξεπεράσει το ποσοστό των γεννήσεων, αφήνοντας την πόλη με έναν απότομα μειωνόμενο πληθυσμό. Στην Αθήνα το ποσοστό των γεννήσεων έπεσε από το 15% το 1940 στο 12,5 το 1941 και στο 9,6 το 1942. Το ποσοστό θανάτων ανέβηκε την ίδια περίοδο από το 12% στο 25,8 το 1941 και στο 39,3 το 1942. Μια παρόμοια τάση, αν και λιγότερο χτυπητή, ήταν φανερή σε όλη τη χώρα. Επιπλέον, η θνησιμότητα στα παιδιά ανέβαινε πιο αργά απ’ ό,τι στους ενηλίκους. Ο Ζυνό επισκέφθηκε πολλά νοικοκυριά στην περιοχή του Πειραιά, όπου η μάνα και ο πατέρας είχαν πεθάνει κι είχαν αφήσει τα παιδιά να τα βγάλουν πέρα μόνα τους. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό ήταν αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής των γονιών, όση τροφή έβρισκαν να τη δίνουν στα παιδιά τους. Οι ενήλικοι πάνω από σαράντα χρονών φαίνεται πως ήταν οι πιο ευαίσθητοι, ιδιαίτερα οι άνδρες. Ο λιμός, με άλλα λόγια, δημιουργούσε χιλιάδες χήρες και ορφανά. Παρόλο που οι συνέπειες ήταν περίπλοκες και χρειαζόταν καιρός για να αποκτήσουν ολοκληρωμένη μορφή, φαίνεται πιθανόν η καταστροφή της οικογενειακής μονάδας που ήρθε ως αποτέλεσμα του λιμού να επηρέασε βαθιά την απόκριση της ελληνικής κοινωνίας στην Κατοχή από τον Άξονα, τα επόμενα χρόνια. Θα επανέλθουμε αργότερα στον καινοφανώς πρωτεύοντα ρόλο των εφήβων και των γυναικών, καθώς διαμορφωνόταν η αντίσταση· αλλά τα σχόλιά μας αναγκαστικά είναι σε μεγάλο βαθμό υποθετικά, επειδή πρόκειται για ένα θέμα για το οποίο έχουν γραφεί λίγα πράγματα ώς τώρα.
Ο αριθμός των 500.000 θανάτων του BBC για το χειμώνα του 1941-42 ήταν σαφώς υπερβολικός. Για την περίοδο της Κατοχής συνολικά όμως, ο τελικός φόρος σε θανάτους από την πείνα μπορεί να μην υπολείπεται πολύ απ’ αυτό το νούμερο. Ο Ερυθρός Σταυρός, που διεξήγαγε τη δική του έρευνα, εκτιμούσε ότι γύρω στους 250.000 ανθρώπους είχαν πεθάνει άμεσα ή έμμεσα εξαιτίας του λιμού ανάμεσα στο 1941 και το 1943. Λογαριάζοντας την υστέρηση των γεννήσεων κατά την ίδια περίοδο, υπολόγισε πως ο συνολικός πληθυσμός της Ελλάδας ήταν τουλάχιστον 300.000 λιγότερος στο τέλος του πολέμου απ’ ό,τι θα ήταν αλλιώτικα, εξαιτίας της σιτοδείας.
…………………………………………………..
Η γεωγραφία του λιμού
Παρόλο που οι επιχειρήσεις ανακούφισης του Ερυθρού Σταυρού αρχικά εστίαζαν στην περιοχή της πρωτεύουσας, συνθήκες λιμού επικρατούσαν και σε άλλες περιοχές της χώρας. Σε μερικές εξακολούθησαν να υπάρχουν για όλη τη διάρκεια της Κατοχής, και απλώθηκαν σε μέρη που το 1941 δεν είχαν έλλειψη τροφίμων.
Το χειμώνα του 1941-42 πολλές επαρχιακές πόλεις πέρασαν πραγματική λιμοκτονία. Τα ποσοστά θανάτου ήταν χαμηλότερα απ’ ό,τι στην Αθήνα, αλλά υψηλότερα απ’ ό,τι στις περισσότερες αγροτικές περιοχές. Καθώς είχε εξαφανιστεί οποιοδήποτε γνώρισμα εθνικής, ενοποιημένης οικονομίας και είχε αντικατασταθεί από ένα καλειδοσκόπιο αποσυνδεμένων και απομονωμένων περιφερειακών εμπορικών περιοχών, ο παραδοσιακός τρόπος που έχουν οι πόλεις να πορίζονται τροφικό πλεόνασμα από τους αγρότες κατέρρευσε κι αυτός. Η έλλειψη καυσίμων και μεταφορών απλώς ενίσχυσε τα προβλήματα των κατοίκων των πόλεων. Στην Καλαμάτα παρατηρήθηκε έντονη έλλειψη βιταμινών. Πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη πέθαιναν από υποσιτισμό, παρά την ύπαρξη πλούσιων προσχωσιγενών πεδιάδων στα δυτικά της πόλης. Στον βιομηχανικό Βόλο, μια ημερήσια εφημερίδα έλεγε στους αναγνώστες της ότι ο μόνος τρόπος να γλιτώσουν απ’ το λιμό ήταν να γυρίσουν στα χωριά· όποιος είχε γονείς, συγγενείς ή γη έπρεπε να πάει κοντά τους.
Σε μεγάλο μέρος της υπαίθρου όμως οι συνθήκες το 1941 και το 1942 ήταν λίγο ή καθόλου χειρότερες απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Οι αγρότες επέζησαν όπως είχαν κάνει στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ή στη δεκαετία του ‘30, όταν πολλές αγροτικές κοινότητες είχαν προσφύγει σ’ ένα βαθμό αυτάρκειας. Στα ημιορεινά χωριά αποθησαύριζαν το καλαμπόκι, τις πατάτες και το κριθάρι, κοίταζαν τα γιδοπρόβατά τους, και περνούσαν το χειμώνα σε απόσταση ασφαλείας από τους αξιωματικούς του στρατιωτικού εφοδιασμού στις κοιλάδες.
Στη Βόρεια Ελλάδα οι συνθήκες χειροτέρεψαν από το θέριεμα της Αντίστασης. Από το 1943 και μετά οι επιχειρήσεις του Άξονα εναντίον των ανταρτών έπληξαν ορεινές περιοχές που είχαν γλιτώσει από τη λιμοκτονία του 1941-42. Όταν οι αντιπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού άρχισαν να ταξιδεύουν έξω από την Αθήνα, στις επαρχίες, το 1943 και το 1944, είδαν ότι η καταστροφή που είχαν προξενήσει οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον της Αντίστασης είχαν διαταράξει τη συστηματική καλλιέργεια. Έτσι, στην τελευταία φάση της Κατοχής έγινε μια μερική αντιστροφή της τροφικής ισορροπίας: ήδη το 1944 ένα αποτελεσματικό σύστημα διανομής με δελτίο προστάτευε τις πόλεις από την πείνα· αλλά οι χωρικοί στην Πελοπόννησο και στα βουνά της Πίνδου υποσιτίζονταν ολοένα περισσότερο, γίνονταν όλο και πιο ευάλωτοι στις αρρώστιες και σε μερικές περιπτώσεις λιμοκτονούσαν.
Την ίδια εποχή ωστόσο οι αντιπρόσωποι του Ερυθρού Σταυρού είχαν επίσης συνειδητοποιήσει την καταστροφή που είχε σαρώσει τα ελληνικά νησιά, μερικά από τα οποία είχαν γνωρίσει υψηλότερα ποσοστά θανάτου ακόμα κι από την Αθήνα, και είχαν λιμοκτονήσει για περισσότερο καιρό, αφού η αρωγή του Ερυθρού Σταυρού ήταν πιο δύσκολο να οργανωθεί και δεν ήταν ποτέ το ίδιο αποτελεσματική. Ξεκομμένοι από τη στεριά, οι νησιώτες αναγκάζονταν να ζουν με οτιδήποτε μπορούσαν να αποσπάσουν από την άγονη, πετρώδη γη.
Στην Ικαρία, για παράδειγμα, δεν υπήρχαν καθόλου βοοειδή και μόνο λίγα λαχανικά, σύκα, σταφύλια και βερίκοκα. Πριν από τον πόλεμο το ένα τρίτο από τα τρόφιμα του νησιού προερχόταν από το ψάρεμα και τα δύο τρίτα από εισαγωγές: τώρα, με την Κατοχή, το ψάρεμα απαγορευόταν και οι εισαγωγές είχαν συρρικνωθεί ώς το μηδέν σχεδόν. Η Νάξος παλιότερα έπαιρνε το 30% των τροφίμων της από την Αθήνα, με τη βοήθεια έξι μεγάλων καϊκιών. Όχι μόνο δεν υπήρχαν πια τρόφιμα, αλλά και τέσσερα από τα πλεούμενα είχαν βουλιάξει.
Η συνεπαγόμενη αίσθηση απομόνωσης, ανημπόριας και οργής αναφαίνονται με ζωηρά χρώματα στο ημερολόγιο του Μαριό Ριγκουτσό, επίτιμου Γάλλου προξένου στη Σύρο. Ζώντας στην πρωτεύουσα του νησιού, την Ερμούπολη, μια πόλη με θαυμάσιες επαύλεις, ένα χαριτωμένο θέατρο κι ευρύχωρες πλατείες, αφηγείται την ιστορία μιας μικρής, επαρχιώτικης κοινωνίας σε προϊούσα αποσύνθεση. Γι’ αυτόν όσα συνέβαιναν εκεί είχαν να κάνουν με όσα συνέβαιναν στην παγκόσμια σκηνή. Σχολιάζοντας την πανταχού παρούσα φράση «η νέα τάξη πραγμάτων στην Ευρώπη», ο Ριγκουτσό έγραφε το Φεβρουάριο του 1943:
Δεν έχω δει τίποτα ώς τώρα από τότε που άρχισε η κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, που θα μπορούσε να με κάνει να δεχτώ πως αυτή η νέα τάξη πραγμάτων θα είναι κάτι δίκαιο, ηθικό και ανθρώπινο. Απεναντίας, σε οτιδήποτε έχουν κάνει οι ανανεωτές αυτοί της ανθρωπότητας βλέπει κανείς την αδικία, την ανηθικότητα και την απανθρωπιά, το κλέψιμο, την αρπαγή κάθε ζωντανού πράγματος από τους εισβολείς, ώστε να κάνουν τον πληθυσμό να πεθάνει από την πείνα, τη διοικητική αδικία, τον τρόμο και την αστυνομική ωμότητα σε καθημερινή βάση.
Το γραφτό του μας επιτρέπει όχι μόνο να καταγράψουμε την πρόοδο του λιμού στο νησί, αλλά και να παρατηρήσουμε τις κοινωνικές, ηθικές και πολιτικές συνέπειές του.
Η εμπειρία της Σύρου
Οι πρώτοι Ιταλοί έφτασαν στη Σύρο στις 5 Μαΐου 1941, προκαλώντας την απόγνωση των κατοίκων, και υποκατέστησαν τους Γερμανούς. Παρέλασαν μπροστά στο δημαρχείο και ύψωσαν την ιταλική σημαία δίπλα στον αγκυλωτό σταυρό. Πρώτα προσπάθησαν να πάρουν τα αγαθά πλημμυρίζοντας την αγορά με λιρέτες. Ύστερα, μετά από ένα μήνα, αυτές αποσύρθηκαν και αντικαταστάθηκαν από ένα νέο νόμισμα, τις κατοχικές δραχμές. Οι στρατιώτες άρχισαν να επιτάσσουν κατευθείαν αγαθά, μαζί με όλη τη σοδειά του νησιού σε πατάτες, ελαιόλαδο, λίπος και βούτυρο.
Τον Αύγουστο είχε γίνει κιόλας φανερό πως δεν υπέφεραν όλοι το ίδιο πάνω στο νησί. Πλούσιοι καραβοκύρηδες, συχνά βρετανόφιλοι, είχαν συσσωρεύσει μεγάλα αποθέματα αγαθών τους προηγούμενους μήνες, με τη συνενοχή των ελληνικών αρχών και Ιταλών αξιωματικών. Στους λόφους έξω από την Ερμούπολη, εύποροι αγρότες εξαγόραζαν τη γη των μικροπαραγωγών. Στα τέλη Αυγούστου, η οικογένεια του ίδιου του Ριγκουτσό ήταν πια είκοσι πέντε μέρες που δεν είχε φάει τίποτε άλλο από μερικά κρεμμύδια από τη γειτονική Άνδρο. Πολλοί καταστηματάρχες, παρόλο που η αστυνομία διέταζε να μένουν ανοιχτά τα μαγαζιά, έκλειναν τις πόρτες τους, αφού δεν είχαν τίποτα στα ράφια. Μολονότι υπήρχε μια ονομαστική μερίδα ψωμιού, στην πραγματικότητα δεν είχε μοιραστεί καθόλου ψωμί για ένα μήνα, ώσπου έδεσε από τα Δωδεκάνησα ένα βαπόρι, γύρω στα τέλη Σεπτεμβρίου. Για μήνες δεν υπήρχε καθόλου βούτυρο ούτε κρέας, και τα τσιγάρα βρίσκονταν μόνο στη μαύρη αγορά, όπου έκανε κουμάντο η ίδια η αστυνομία.
Εκτός από τις αρχές της πόλης, και οι τοπικοί κρατικοί υπάλληλοι είχαν χάσει οποιοδήποτε αίσθημα καθήκοντος και ακολουθούσαν πολιτική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ο νομάρχης που υπηρετούσε όταν άρχισε η Κατοχή γρήγορα αντικαταστάθηκε· αλλά μετά από τρεις μονάχα μέρες και ο νεοδιορισμένος έφυγε επίσης, ανησυχώντας για την έλλειψη τροφίμων, και η Αθήνα δεν έστειλε αντικαταστάτη. Με κατώτερους μόνο αξιωματούχους, το ελληνικό κράτος είχε λίγο-πολύ εγκαταλείψει το νησί.
Οι Ιταλοί γνώριζαν την απάθεια και τη διαφθορά των ελληνικών αρχών κι έκαναν προσπάθειες να φέρουν τρόφιμα στο νησί, τα οποία όμως δεν αρκούσαν. Ο φόρος του νησιού σε θανάτους ανέβηκε απότομα από τους 435 το 1939 στους 2.290 το 1942. Το 1939 οι γεννήσεις ξεπερνούσαν τους θανάτους κατά 52· το 1942 η αντίστροφη διαφορά ήταν ένα απίστευτο 964. Χρειάστηκε να σκάψουν ένα μεγάλο χαντάκι ακριβώς έξω από την πόλη για να βολέψουν τα πτώματα. Το Μάρτιο του 1942 το είχαν φαρδύνει κι άλλο, κι είχαν προσθέσει κι άλλες τάφρους.
Ο Ριγκουτσό παρακολουθούσε μερικούς άντρες να θάβουν ένα κορίτσι:
Αυτός που κουβαλούσε το φέρετρο, και που δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του κοριτσιού, θύμα της κοινής μας μοίρας, βοηθάει το σκαφτιά να θάψει το πεθαμένο από την πείνα βλαστάρι του, ύστερα βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα και το δίνει στον παπά που το δέχεται κι άλλο ένα στον σκαφτιά, που δεν το παίρνει και του λέει: «Δεν θέλω τίποτα, Γιάννη μου, είσαι φτωχός σαν κι εμένα». Ο παπάς και ο πατέρας φεύγουν και ο σκαφτιάς γυρνά σ’ εμένα και λέει: «Ξέρεις, κύριε, αυτό είναι το τέταρτο παιδί που ο άμοιρος έχει θάψει ετσιδά από τότε που αρχίνισε η Κατοχή».
Η πείνα ξήλωνε σιγά σιγά το κοινωνικό υφάδι, αλλά ταυτόχρονα έκανε τους νησιώτες να καταλάβουν το κοινό τους πρόβλημα. Η φιλαυτία των κερδοσκόπων και ορισμένων τοπικών αρχόντων έκαναν τους ανθρώπους να σκεφτούν ότι έπρεπε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Ακόμα και οι Ιταλοί στο νησί μπορούσαν να περιληφθούν σ’ αυτό το σύνολο, ιδίως οι φαντάροι, που σε γενικές γραμμές φέρονταν καλά στους πολίτες κι έδειχναν κουρασμένοι από τον πόλεμο. Παρακολουθούσαν ανελλιπώς τη λειτουργία και μιλούσαν για τις οικογένειές τους σε οποιονδήποτε είχε τη διάθεση να ακούσει. «Αντί να μας λένε τα πολεμικά τους κατορθώματα, τις ναυτικές τους νίκες πάνω στους Εγγλέζους, όπως κάνει η δισεβδομαδιαία εφημερίδα τους, βρίσκουν ευχαρίστηση και παρηγοριά δείχνοντας φωτογραφίες από τις γυναίκες τους, τα μωρά τους, τις αρραβωνιαστικιές τους, ακόμα κι απ’ όλη τους την οικογένεια», λέει ο Ριγκουτσό. «Ο φαντάρος που μου ‘φερε μια πρόσκληση στα γενέθλια της πορείας προς τη Ρώμη, ένα παλικάρι 22 χρονών, είπε: “Αλίμονο, αυτή η πορεία είναι που μας έφερε σ’ αυτό τον πόλεμο σήμερα!”».
Ιταλοί επίσημοι, επαγγελματίες της πόλης και εύποροι πρόκριτοι εξακολουθούσαν να παίζουν τα παλιά παιχνίδια του λούσου και της προπαγάνδας, αλλά μπροστά στο σκηνικό του λιμού αυτά έπαιρναν σχεδόν εξωπραγματικές διαστάσεις. Το Μάιο του 1942, για παράδειγμα, γινόταν μια τελετή για να τονιστεί η επίσκεψη του ναυάρχου Ινίγκο Καμπιόνε, κυβερνήτη του Αιγαίου. Προσγειώθηκε με υδροπλάνο μέσα στο μικρό λιμάνι, επιθεώρησε την ιταλική φρουρά στην κεντρική πλατεία και παρασημοφόρησε αρκετούς στρατιώτες για τα κατορθώματά τους στο αλβανικό μέτωπο. Λίγοι Έλληνες που παρευρίσκονταν, μη ξέροντας ιταλικά, χειροκρότησαν με ενθουσιασμό. Αργότερα ακολούθησε σουαρέ στο ξενοδοχείο Ελλάς, προς τιμήν του Καμπιόνε. Μερικοί εξέχοντες Έλληνες από την πόλη είχαν προσκληθεί για να δώσουν μια εντύπωση αρμονίας στο νησί. Μόλις όμως αποκαλύφθηκε ο πολυτελής μπουφές, ακολούθησε ένας γκροτέσκος χαμός, καθώς Έλληνες δικηγόροι, γιατροί και καθηγητές όρμησαν στα πιάτα, μπουκώνοντας το στόμα τους με φαί και με τα δυο τους χέρια, και αρνούμενοι να φύγουν από το τραπέζι. Όταν τελικά οι Ιταλοί αξιωματούχοι έφυγαν από το κτίριο, τους περικύκλωσαν πλήθη παιδιών που ζητιάνευαν ψωμί.
Όπως οι πρόκριτοι της πόλης στη δεξίωση του Καμπιόνε, έτσι και οι άλλοι νησιώτες είχαν πετάξει λόγω της πείνας τις κοινωνικές διατυπώσεις απ’ το παράθυρο. «Αν οι προσευχές μας μείνουν αναπάντητες», έγραφαν ο μητροπολίτης και ο δήμαρχος απελπισμένοι, «αρνούμαστε κάθε ηθική ευθύνη ενώπιον του Θεού και της ιστορίας». Αντί να περιμένουν την εκ Θεού βοήθεια, μερικοί γονείς έστελναν τις κόρες τους στους Ιταλούς στρατιώτες για ψωμί. Η λαϊκή αγανάκτηση αύξαινε ενάντια στους κερδοσκόπους — στους εμπόρους που εισήγαν αγαθά παράνομα, σε συνεννόηση με τους Ιταλούς αξιωματικούς, στους συγγενείς των καθολικών κληρικών, που λεγόταν ότι μάζευαν τεράστια πλούτη χάρη στην ιταλική υποστήριξη, στους αγρότες που τώρα οι κόρες τους φορούσαν μεταξωτά φορέματα και παινεύονταν για τα πιάνα με ουρά, τα οποία είχαν αγοράσει πρόσφατα από λιμοκτονούντες κατοίκους της πόλης.
Στο τέλος του ημερολογίου του, ο Ριγκουτσό προσπάθησε να συνοψίσει τους νικητές και τους νικημένους του λιμού. Δύο ομάδες είχαν τραβήξει τα περισσότερα — εκείνοι που είχαν σταθερό μισθό, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, που τα μηνιάτικά τους ισοδυναμούσαν τώρα με ένα ζευγάρι παπούτσια, και οι εργάτες, που το μεροκάματό τους είχε ξεμείνει πολύ πίσω από το ποσοστό του πληθωρισμού. Από την άλλη, πολλοί χωρικοί είχαν επωφεληθεί από τις ψηλές τιμές των τροφίμων και είχαν καταφέρει να πληρώσουν τα προπολεμικά τους χρέη με υποτιμημένες δραχμές. Στην Ερμούπολη όλη η εργατική τάξη και το μεγαλύτερο μέρος της αστικής πολιτικά είχαν στραφεί πολύ προς τα αριστερά στα χρόνια της κατοχής. Λίγοι μόνο καπιταλιστές και πλούσιοι πρόκριτοι είχαν αντισταθεί σε αυτό το ρεύμα. Η συνολική στροφή θα ήταν πολύ λιγότερο ακραία, κατέληγε ο Ριγκουτσό, αν οι αρχές ήταν οργανωμένες καλύτερα και είχαν δείξει κοινωνική ευαισθησία. Αντί γι’ αυτό όμως, είχαν νοιαστεί απλώς για τον εαυτό τους και είχαν επιδοθεί στην κερδοσκοπία. Εδώ βρισκόταν σε μικρογραφία ο δεσμός ανάμεσα στη σιτοδεία και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό που έκανε την εμφάνισή του σε όλη την κατεχόμενη Ελλάδα. Παντού η πείνα ενέτεινε την αποξένωση του κόσμου από το κράτος και ριζοσπαστικοποιούσε μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, μαζί και πολλούς κατώτερους υπαλλήλους και μικροαστούς επαγγελματίες, πρώην στυλοβάτες του παλιού αστικού καθεστώτος, οι οποίοι μάταια προσέβλεπαν στο πολιτικό κατεστημένο της Αθήνας για καθοδήγηση στον καθημερινό τους αγώνα για επιβίωση.
Από το βιβλίο του Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ –εμπειρία της κατοχής-, των εκδόσεων Αλεξάνδρεια.
Πηγή: ΕΔΩ το είδαμε ΕΔΩ
Αντικλείδι , http://antikleidi.com